Auditorium: To mainstream του καλοκαιριού
Δεν είναι καθόλου καινούρια τούτη η στήλη. Έκανε την πορεία της για αρκετό καιρό, στο παρελθόν («Δίφωνο», «Jazz& Τζαζ») πέρασε στην διαθεσιμότητα και έρχεται και πάλι στο προσκήνιο του φιλόξενου «Περιοδικού». Κυρίως νέες μουσικές θα παρουσιάζει αλλά δεν θα παραλείπει να μεταφέρει δημιουργικές προτάσεις από το κυρίως ρεύμα της δισκογραφίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι η συνοπτική αλλά ουσιαστική παρουσίαση των καλλιτεχνικών προϊόντων.
Το «ΟΚ COMPUTER (OKNOTOK 1997 2017)» ως magnum opus των Radiohead είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Είκοσι χρόνια μετά, το κουϊντέτο από την Βρετανία κυκλοφορεί ξανά το δίσκο με καινούριο mastering συν 3 κομμάτια που έμειναν έξω από τις τότε ηχογραφήσεις, συν β’ πλευρές διάφορων σίνγκλς. Τα «καινούρια» τραγούδια δεν προσθέτουν κάτι αλλά διασαφηνίζουν την δημιουργική ρέντα του γκρουπ- το πώς δούλεψε ως συλλογικότητα αλλά και την εξωστρέφεια του, καθώς μιλά για την κοινωνική και συναισθηματική αποξένωση σε ένα καλπάζον τεχνολογικό σύμπαν- την παγκοσμιοποίηση, τον άκρατο καταναλωτισμό – την πολιτική, την αστυνομική βία και τα αντικαπιταλιστικά κινήματα. Φανερά επηρεασμένοι από τον Νόαμ Τσόμσκι και τον Έρικ Χομπσμπάουμ, τον Τζόναθαν Κόε και τον Φίλιπ Κ. Ντικ, οι Radiohead πειραματίστηκαν με τους ήχους, έκαναν ανατροπές, ενώ έχτιζαν ένα μουσικό έργο για τους καιρούς που θα έρχονταν.
Στο πέμπτο σόλο του δίσκο ο κιθαρίστας Thurston Moore με την μπάντα του- James Sedwards (Nøught) κιθάρα, Deb Googe (My Bloody Valentine) μπάσο, Steve Shelley ( πρώην Sonic Youth) ντραμς- επιχειρεί άλλη μια φορά να προχωρήσει αισθητικά τις όντως μινιμαλιστικά ρυθμικές συνθέσεις σε μια κουλ ατμόσφαιρα όπου συνήθως κυριαρχούν τα φωνητικά του. Χωρίς εκπλήξεις, το «Rock N Roll Consciousness» δημιουργεί μεγάλα χρονικά κομμάτια με χαλαρές αλλαγές απ’ όπου ξεχωρίζουν η εισαγωγή («Εxalted») και το φινάλε («Aphrodite») για τις κιθάρες και τα μοτίβα τους.
Χωρίς να έχει γράψει καινούριο δίσκο μεταξύ 1992 και 2017, ο πολύς Roger Waters ασχολήθηκε επισταμένως με τις περιοδείες, επανενώθηκε με τους Pink Floyd, έγραψε μια όπερα για την Γαλλική Επανάσταση, ενώ μετέφερε το «Wall» σε διάφορες χώρες δίκην πολιτικού μανιφέστου. Το «Is This the Life We Really Want?» αποτελεί το τέταρτο, μόλις, προσωπικό του άλμπουμ και από τον εύγλωττο τίτλο καταλαβαίνουμε πως καταθέτει τις απόψεις του για τον κόσμο. Με παραγωγό τον γνωστό Nigel Godrich, σταχυολογεί τις πιο λυρικές στιγμές από την τελευταία περίοδο των Floyd, κυρίως δε από τις μπαλάντες του «Wall» μετά το γκρέμισμα του τείχους. Φωτογραφίζει τον Τράμπ, «a leader with no f****** brains», τραγουδά για τους μετανάστες, «The Last Refugee»- με αργούς ρυθμούς, πάνω σε μελωδικά ηχοτοπία- με οπερατικά σόλο και μεγάλα κρεσέντα- που όλα θυμίζουν την αισθητική εποποιία του προτελευταίου άλμπουμ των ενιαίων Floyd, με λόγια προσαρμοσμένα στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα του σήμερα.
Συνεχίζει η πιανίστα και ερμηνεύτρια Diana Krall να διερευνά την παράδοση του Αμερικανικού Τραγουδιού, ξεκινώντας από τα 20’s και μετά την κλασική ποπ και το ροκ μέχρι το σημερινό, «Turn Up the Quiet» όπου και διαλέγει τζαζ στάνταρ από το λεγόμενο Great American Songbook. Με παραγωγό τον γνωστό Tommy LiPuma και με ένα μουσικό σχήμα που εναλλάσσεται ανάμεσα σε τρίο, κουαρτέτο και κουϊντέτο, έχοντας στις τάξεις του μουσικούς όπως κιθαρίστας Marc Ribot και ο μπασίστας Christian McBride, όπου συμμετέχουν ισότιμα, ενώ δίνουν χώρο στην δυναμική φωνή της που εδώ λειτουργεί ενίοτε ως ψίθυρος για να ταιριάξει απόλυτα με το ρομαντικό και ονειρικό μουσικό υλικό.
Τέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, το Βρετανικό τρίο των London Grammar επιστρέφει με το «Truth Is a Beautiful Thing», με ικανούς παραγωγούς (Jon Hopkins, Greg Kurstin) και την θεσπέσια φωνή της Hannah Reid στην πρώτη γραμμή. Επηρεασμένη από την περσόνα της Annie Lennox, συνοδεύεται από τα κινηματογραφικά ηχητικά σκηνικά των Rothman και Major που εκβάλλουν σε ονειρικές εικόνες και σε λυρικές εντάσεις. Αν σε αυτό προσθέσουμε τις επιρροές των δυο μουσικών- από τους Cocteau Twins και γενικώς από την παλιότερη σκηνή της 4AD- τότε έχουμε ένα ποπ δίσκο, εμπορικών προδιαγραφών, αλλά και αισθητικών απαιτήσεων.
Δεύτερο πόνημα για τον παραγωγό και μουσικοσυνθέτη Jack Antonoff -υπό το όνομα Bleachers– το «Gone Now» αναφέρεται στο έτος 2001, την χρονιά της επίθεσης στου Δίδυμους Πύργους, αλλά και το έτος που ο τραγουδοποιός έχασε την αδελφή του. Με διπλό συμβολισμό, ο τίτλος εκφράζει τα βιώματα ενός 18χρονου και μέσω αυτών τις αισθητικές επιρροές του. Όπου μπορούμε να ακούσουμε ρυθμούς και μελωδικές γραμμές από Bruce Springsteen, Prince αλλά και από του συνθ-ποπάδες Naked Eyes! Είναι οι στίχοι, βέβαια, που λειτουργούν ως σπαράγματα σκέψεων τέτοιων που δύσκολα ακούει κανείς σε τρέχοντα ποπ κομμάτια. Με αυτά τα δεδομένα, καθώς ο Antonoff ξεδιπλώνει τις μουσικές μέσω συγκοινωνούντων συνθέσεων, κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του ακροατή με τις διάφορες εναλλαγές της έντασης και του prog- ροκ ύφους τους.
Η δεύτερη δουλειά του Αμερικάνου μαύρου μουσικού Benjamin Booker, με τίτλο «Witness» αλλάζει αρκετά τα δεδομένα του πρωτόλειου του. Βασισμένη και πάλι στα ηλεκτρικά μπλουζ αλά Jack White προσθέτει έτι σόουλ συναίσθημα, ροκ , φολκ και ψυχεδελικά περάσματα και με την νευρώδη παραγωγή δημιουργεί πραγματικό ενδιαφέρον. Σε αυτό ας προσθέσουμε το ταξίδι του στο Μεξικό για πνευματική περισυλλογή όπου παρακολούθησε εκ του μακρόθεν το κίνημα Black Lives Matters και εξ’ αιτίας του έγραψε κοινωνικούς στίχους που φαίνονται και από τους τίτλους των τραγουδιών. Ούτως, η αίσθηση του σκοπού που είναι πανταχού παρούσα, σε συνδυασμό με την ζωντάνια της μουσικής δημιουργεί άλλη, ανώτερη ποιότητα στην τραγουδοποιία του Brooker.
Το πολυαναμενόμενο έκτο στούντιο άλμπουμ των Βρετανών Kasabian, «For Crying Out Loud», με το περίεργο εξώφυλλο κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες και περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία της στιλιστικής ταυτότητας του γκρουπ. Στίχοι και μουσική απ’ τον ηγέτη και πολυοργανίστα Sergio Pizzorno που γοητεύεται από την εποποιία των Oasis αλλά και την indie electropop, χωρίς, βεβαίως, να παραβλέπει τις μπιτλικές μελωδίες. Αν μη τι άλλο, το κουαρτέτο ξέρει άριστα πώς να σκαρώνει εντυπωσιακά φεστιβαλικά τραγούδια με εντυπωσιακά χορωδιακά μέρη. Όπως και να προβάλλει στις μουσικές του νοσταλγικές εικόνες – εικόνες αναχωρητισμού και ηλεγμένης ηδονής.