Auditorium
Thievery Corporation, Samantha Crain, VENN, The Saxophones, Elbow
Δεν είναι καθόλου καινούρια τούτη η στήλη. Έκανε την πορεία της για αρκετό καιρό, στο παρελθόν («Δίφωνο», «Jazz& Τζαζ») πέρασε στην διαθεσιμότητα και έρχεται και πάλι στο προσκήνιο του φιλόξενου «Περιοδικού». Κυρίως νέες μουσικές θα παρουσιάζει αλλά δεν θα παραλείπει να μεταφέρει δημιουργικές προτάσεις από το κυρίως ρεύμα της δισκογραφίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι η συνοπτική αλλά ουσιαστική παρουσίαση των καλλιτεχνικών προϊόντων.
Το όγδοο κατά σειρά στούντιο άλμπουμ των πολύ γνωστών, Thievery Corporation – ήτοι, οι Eric Hilton και Rob Garza – βρίσκει τους μουσικούς στο Πόρτ Αντόνιο της Τζαμάικα, σε ένα μέρος όπου η μουσική περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποτελεί βασικό συστατικό ζωής. Με το “The Temple of I & I”, το ντουέτο θέλησε, προφανώς, να επιστρέψει στις ρίζες της τέχνης του, στο απλό και έντονα ρυθμικό dub και ρέγγε ύφος, στην αίσθηση εκείνη που πρωτοακούσαμε από τους ιδρυτές του είδους. Εάν αυτή ήταν η πρόθεση των TC τότε πετυχαίνουν τους στόχους τους απόλυτα: ένα αισθητικό ταξίδι στην μενταλιτέ της μουσικής του μεγάλου νησιού, στο χαλαρό κυμάτισμα του απ – τέμπο ρυθμού και ένα πρόταγμα στον ουτοπικό πολιτισμό του ουμανισμού και της αντιπολεμικής – ενάντια στην βία – ηθικής. Ήδη από το δεύτερο κομμάτι, “Letter to The Editor” το κοινωνικό μήνυμα είναι εμφανές, “I’m sick of trick or treaters in costumes like dem as leaders”. Ανάμεσα στους τραγουδιστές και μια ντόπια φωνή, η Racquel Jones που συνδυάζεται πολύ καλά με το όλο σχήμα. Οι ηλεκτρονικές επεμβάσεις των δύο είναι διακριτικές χωρίς ποτέ να χάνεται το στίγμα του γκρουπ αλλά αυτό που κυριαρχεί είναι, βεβαίως, το γιορταστικό και μαζί το συμμετοχικό κλίμα που εκπέμπει η μουσική.
Ήδη στην πέμπτη προσπάθειά της, η Samantha Crain, έγραψε το “You Had Me At Goodbye” στην διάρκεια τεσσάρων μηνών στο σπίτι της, στην συντηρητική Οκλαχόμα όπου έκανε διάφορες δουλειές για την εξοικονόμηση χρημάτων σχετικά με τις ηχογραφήσεις και τις περιοδείες της. Εμπνευσμένη από μαχητικές γυναίκες στην ζωή και στη μουσική, η τραγουδοποιία της επηρεάζεται από φιγούρες όπως η Patti Smith και η Cindy Lauper, αλλά είναι η δική της προσωπικότητα που καθορίζει τις μετά – φολκ ροκ μπαλάντες της, ενίοτε ακουστικές, οι περισσότερες ηλεκτρικές – όλες, όμως, χαρακτηρισμένες από τις ιδιαίτερες μελωδίες της και την πριμαριστή εκφραστική φωνή της – άκου το “Red Sky, Blue Mountain” ή Tο “When the Roses Bloom Again”.
Το βρετανικό τρίο των VENN κυκλοφορεί το ντεμπούτο του άλμπουμ, “Runes” και μας φέρνει κοντά σε αυτό που ίσως ακούγονταν αν εμφανίζονταν σήμερα οι Wire σε μια πιο ροκ εκδοχή. Βεβαίως, σε κομμάτια σαν και το “Esalen 64”, η αίσθηση πάει στους Joy Division και γενικώς, το συνεχές χτύπημα στα ντραμς με την αντίστοιχη συνοδεία του μπάσου θυμίζει krautrock πρότυπα περασμένα μέσα από πανκ προδιαγραφές. Τούτων δοθέντων, το πρωτόλειο των VENN κερδίζει τις εντυπώσεις καθώς η προσοχή στις όχι τετριμμένες μελωδικές γραμμές προσθέτει έτι στα ρυθμικά σχήματα που έλκουν έντονα τις επιρροές τους από το αγγλοσαξονικό μουσικό παρελθόν.
Από το Όκλαντ της Καλιφόρνια, οι The Saxophones κυκλοφορούν εδώ το EP, “Ιf You’re On The Water” , με χαλαρές, μελαγχολικές, μελωδίες – βίντατζ μπαλάντες· o Alexi Erenkov και η συμβία του, Alison Alderdice, με λιτή ενορχήστρωση – κρουστά, σαξόφωνο, κιθάρα και σάμπλερς – προτείνουν τρεις κομψές αισθητικά συνθέσεις που έχουν επηρεαστεί από το κλίμα των Tindersticks χωρίς, βέβαια, να εξαντλούνται σε αντιγραφές αλλά σε δημιουργικά ηχητικά δάνεια που βοηθούν να δημιουργήσουν το δικό τους αιθέριο στιλιστικό προφίλ.
Πληροφορίες για τους δίσκους: www.rockarolla.com
Το έβδομο άλμπουμ των βρετανών Elbow, χωρίς να διαφοροποιείται δραματικά απ’ τα προηγούμενα, τελειοποιεί την μελωδικά χαμηλότονη μουσική τέχνη του γκρουπ έτι περαιτέρω. Το “Little Fictions”, «ελαφρό» στην επιφάνεια αλλά περίπλοκο και συμπαγές στο βάθος μοιάζει να ρέει συνεχώς από κομμάτι σε κομμάτι με την ένταση να καραδοκεί σε κάθε στροφή. Συνοδευόμενη από την πλαστική φωνή του ηγέτη και στιχουργού των Elbow, Guy Garvey, χρησιμοποιεί τα ηλεκτρονικά και τα κρουστά με ένα συνεχώς επαναλαμβανόμενο ρυθμό που βρίσκεται στο απόγειο του με το “All Disco” και θυμίζει, ίσως, Velvet Underground. Εν ολίγοις, ο ήχος του κουαρτέτου αξίζει να προσεχθεί και να ακουστεί επισταμένως καθώς κάθε φορά αποκαλύπτει όλο και περισσότερα υφολογικά στοιχεία.
Πληροφορίες: http://elbow.co.uk/