Bιβλία από την Λατινική Αμερική (μέρος Α')

Ιστορίες και εμπειρίες από (και για) μια την ήπειρο των αντιθέσεων

| 17/03/2018

Για την ακρίβεια, από και για την Λατινική Αμερική βιβλία καθώς πρόκειται όχι μόνο για Λατινοαμερικάνους συγγραφείς αλλά και για Ευρωπαίους που αναφέρονται σε πρόσωπα ή καταστάσεις της εν λόγω ηπείρου. Έτσι, τα συγκεντρώσαμε όλα μαζί και συνεχίσαμε με τις πιο πρόσφατες εκδόσεις σε μια αναγνωστική διαδικασία που ξεκίνησε προς στο τέλος του καλοκαιριού. Και αυτή, παράλληλα, με τα άλλα δυο αφιερώματα που έχουμε ήδη αναρτήσει- βιβλία για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση (μέρος Α και μέρος Β) όπως και για τρία εμβληματικά βιβλία των Ντε Σαντ, Λαφάργκ, Debord. Θα ακολουθήσουν και έτερες ομαδοποιήσεις βιβλίων στο προσεχές μέλλον.

Σέσαρ Βαγιέχο -Πάκο Γιούνκε

Ο λόγος για τον Περουβιανό συγγραφέα Σέσαρ Βαγιέχο (1892-1938), με ινδιάνικο αίμα και εκ των σημαντικότερων ποιητών της Λατινικής Αμερικής. Υπήρξε καινοτόμος λογοτέχνης, κοσμογυρισμένος, χωρίς υφολογικές ετικέτες, υπερρεαλιστής αλλά και μοντέρνος, θιασώτης εν πολλοίς του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και του ιθαγενισμού ( κίνημα για την αποαποικιοποίηση των συνειδήσεων των ιθαγενών από τη δυτική κουλτούρα όπως γράφει ο Νίκος Πρατσίνης στο επίμετρο).

Ο Βαγιέχο ήταν πάντοτε πένης και για πολλά χρόνια στην φυλακή- στρατευμένος μαρξιστής γαρ- με κρίσεις κατάθλιψης και πέθανε στο Παρίσι την αυγή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το «Πάκο Γιούνκε» ( Εκδόσεις των Συναδέλφων σε συλλογική μετάφραση) είναι μια  νουβέλα για παιδιά που γράφτηκε το 1931, κατά παραγγελία ενός περιοδικού της Μαδρίτης,για σχολικούς νέους,, και απορρίφθηκε απ’ τον εκδότη ως πολύ θλιβερό για να είναι παιδικό. Τελικά τυπώθηκε είκοσι χρόνια μετά στο Περού.

Τώρα, πλέον, τούτο το μικρό διαμάντι αποτελεί κείμενο στα βιβλία του σχολείου όπου κατά καιρούς ανασταίνει διαμάχες ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά λόγω της ρεαλιστικής ταξικότητας του αλλά και του διάχυτου πεσιμισμού του όσον αφορά την έκβαση της ιστορίας. Αυτή η διαφωνία έχει να κάνει και με τον προοδευτικό χώρο της πατρίδας του καθώς θα επιθυμούσε την καθαρτική έξοδο με το δίκιο να θριαμβεύει- μην ξεχνάτε την τότε εποχή.

Η υπόθεση του βιβλίου είναι μια  μπούλινγκ αλλά με θέματα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Το φτωχό χωριατόπαιδο, ο Πάκο Γιούνκε, πηγαίνει για πρώτη φορά σχολείο, στην ουσία, για να ψυχαγωγεί και να κάνει παρέα στον Ουμπέρτο, γιο του ντόπιου προύχοντα, Άγγλου διευθυντή των ιδιωτικών σιδηροδρόμων της χώρας. Η μητέρα του πρώτου δουλεύει υπηρέτρια στο μέγαρο του τελευταίου.

Η βία και οι προσβολές κυριαρχούν μέσα στην τάξη, με τον Ουμπέρτο όχι μόνο να χειροδικεί πάνω στον Πάκο αλλά και να του κλέβει τα αλάνθαστα κείμενα του και να τα παρουσιάζει για δικά του. Η τάξη διχάζεται, πολλοί παροτρύνουν τον Πάκο να αντιδράσει και τον προστατεύουν ενώ ο δάσκαλος λειτουργεί ουδέτερα με ήπιες παραινέσεις στον Ουμπέρτο, δέσμιος και αυτός της εξουσίας που εμφορείται ο πατέρας του. Η πάλη οξύνεται με αφορμή την επιβράβευση του μικρού αφέντη λόγω των γραπτών του υπηρέτη και η αυλαία του αφηγήματος πέφτει χωρίς κάποια πράξη δικαίωσης του μαθητή εκ μέρους του συγγραφέα. Στις προθέσεις του Βαγιέχο ήταν να δείξει την εξουσία του χρήματος και κατ’ επέκταση της ιδιοκτησίας ακόμη και των ανθρώπων- σε κάποια στιγμή ο Ουμπέρτο λέει πως ο Πάκο είναι δικός του, του ανήκει και το θεωρεί φυσικό. Το ίδιο πιστεύει, μάλλον, και ο Πάκο. Το τέλος, λοιπόν, μένει ανοιχτό στην δικαιοδοσία του αναγνωστικού κοινού να βγάλει τα συμπεράσματά του. Αντί προλόγου υπάρχει ένα κείμενο που υπερασπίζεται την φιλοσοφία της συλλογικής μετάφρασης, η οποία, παρεμπιπτόντως είναι περιεκτικότατη.

Pino Cacucci «Φρίντα Κάλο: ¡VIVA LA VIDA!»


Συνεχίζοντας, ο Pino Cacucci αν και Ιταλός γράφει για την θρυλική Μεξικάνα ζωγράφο Φρίντα Κάλο και το «¡VIVA LA VIDA!» ( Εκδ. Άγρα)- σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια- εξελίσσεται μέσα από έναν παραληρηματικό μονόλογο λίγες μέρες πριν την θανή της καθώς ζει ξανά τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωή της.

Βαθύς γνώστης και με πολλές γραφές για την λατινοαμερικάνικη κουλτούρα και για τη «μεξικανικότητα», ο Κακούτσι βυθίζεται στα συναισθήματα της επαναστατημένης Κάλο που αν και γεννημένη το 1907, επέμενε πως το έτος γέννησής της ήταν το 1910, η χρονιά της Μεξικανικής Επανάστασης. Η ηφαιστειώδης σχέση της με τον κομμουνιστή ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα, οι φιλονικίες τους, τα χωρίσματά τους, το ατύχημά της και ο σιδερένιος σταυρός του μαρτυρίου της- οι πίνακές της, χάρτες του πληγωμένου κορμιού της, οι έρωτές της, μαζί και του Τρότσκι, το Κόμμα, η αποχώρηση του Ντιέγκο, τα συντροφικά μαχαιρώματα.

«Δολοφονημένη από τη ζωή», έλεγε πως είναι αλλά με ασίγαστο πάθος και τρελαμένη για ζωή,  γλύτωσε τον θάνατο κατακρεουργημένη και πέρασε άπειρες νύχτες πόνου και εγχειρήσεων : «Μέτρησα τα χρόνια μου με τα τεχνητά μέλη που άλλαζα, τους νάρθηκες από γύψο και ατσάλι, που τους ζωγράφισα και τους στόλισα με χίλια χρώματα, σαν να ήταν πανοπλίες που με προστάτευαν σε μάχες καρναβαλιού, πολύχρωμα κιβούρια σε φάρσα μακάβρια. Στις μέρες μου έδιναν ρυθμό οι χειρουργικές επεμβάσεις, χαμένες μάχες λες ενός πολέμου που δεν μου παραχωρούσε εκεχειρία καμιά, με τις νοσοκόμες να διαδέχονται η μία την άλλη, με τις χλωμές λάμπες στα δωμάτια που μύριζαν νοσοκομείο.»

Ο Κακούτσι, μέσω της Κάλο, διηγείται την φλογερή της σχέση με τον Ριβέρα και κατ’ επέκταση την ζωή της, το Μεξικό της- με το «¡VIVA LA VIDA!» (τίτλος πίνακά της)  να αποτελεί το φανταστικό μανιφέστο της εμβληματικής καλλιτέχνιδος,  η οποία βρέθηκε εγκλωβισμένη σε ένα λειψό σώμα και γι’ αυτό διψασμένη για την Ζωή. Και είναι μέγα κατόρθωμα του Ιταλού συγγραφέα να σε πείθει πως ο τρόπος που εκφράζεται η Κάλο είναι ο δικός της, πως δεν θα μπορούσε να είναι κανένας άλλος. Τόσο πολύ έχει μπει στην σκέψη της αλλά και στην τρυφερή, αλλά κοφτερή γλώσσα της.

Juan Villoro- “Οι ένοχοι”

Παραμένουμε στο Μεξικό και στον Juan Villoro, μάχιμο δημοσιογράφο αλλά και δεινό συγγραφέα και μεταφραστή και στο πολυβραβευμένο βιβλίο του, “Οι ένοχοι” (Εκδ. Κουκκίδα), σε ωραία μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου. Μεταμοντέρνος, εκλεκτικιστής, ο Βιγιόρο, γράφει επτά διηγήματα για το κοινωνικό γίγνεσθαι της πατρίδας του, ενώ επιδιώκει να συμβάλλει στην προσπάθεια της σύγχρονης μεξικάνικης λογοτεχνίας να ξεφορτωθεί για τα καλά τα επίπλαστα φολκλορικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν ως διαβατήρια για τις δυτικές αγορές του βιβλίου.

Ούτως, με γλώσσα που δεν είναι πάντοτε απλή και πλοκή στα όρια του σουρεαλισμού ο συγγραφέας σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις γράφει παράλογες ιστορίες που συμβαίνουν σε ανθρώπους και διαψεύδουν διαρκώς τον εαυτό τους στην ανάγκη να επιβιώσουν και να νιώσουν δημοφιλείς και σπουδαίοι: ένας ταλαιπωρημένος τραγουδιστής σε συγκρότημα μαριάτσι (παραδοσιακή μεξικάνικη μπάντα) προσελκύει τα φώτα της δημοσιότητας εμφανιζόμενος σε σόου με το εντυπωσιακής στύσης ψεύτικο μόριό του, ένα ιγκουάνα που γίνεται κατοικίδιο, ένας άλλος που συνάπτει σχέση με την γυναίκα που γνώρισε εν πτήση και συνεχίζει να συνευρίσκεται μαζί της σε διάφορες πόλεις μόνο κατά την διάρκεια εμπορικών ταξιδιών, έτσι ώστε όταν χάνει κάποιο «ραντεβού» λόγω καθυστέρησης να ακούει γκρίνιες και διάφορα άλλα τέτοια δράματα συμβαίνουν στις σελίδες των «Ενόχων».

Το χιούμορ αναβλύζει από κάθε πρόταση του Βιγιόρο, εντελώς κυνικό και συνεχές, περιγράφονται σκηνές απείρου κάλλους και αστειότητας που κάλλιστα θα μπορούσαν να συμβούν στην χώρα του συγγραφέα. Περισσότερο ολοκληρωμένο μοιάζει το τελευταίο διήγημα, «Μεξικανοί φίλοι», ένθα ένας Αμερικανός δημοσιογράφος, ένας γκρίνγκο, από μεγάλο έντυπο, επιθυμεί να γράψει ρεπορτάζ για την αυθεντική, την γνήσια κοινωνία του Μεξικού. Προσλαμβάνει έτσι κάποιο ντόπιο με απώτερο σκοπό να τον οδηγήσει εκεί που το «πραγματικό» συμβαίνει. Φυσικά, ο Μεξικανός κάνει τα πάντα για να τον ικανοποιήσει και γι’ αυτό εφευρίσκει και στήνει φανταστικά σκηνικά γεμάτα φολκλόρ στερεότυπα όπως τα έχει στο μυαλό του κάθε μέσος δυτικός: ψεύτικα δρώμενα βίας, ηθελημένους ιδιωματισμούς μιας και ουδείς πλέον τους χρησιμοποιεί ως και ιγκουάνα στον δρόμο αφήνει για να εντυπωσιάσει τον αποσβολωμένο γκρίνγκο. Όλα πάνε πρίμα έως ότου κάνει εμφάνιση η πραγματικότητα η ίδια· δεν είναι δυνατόν να είσαι φολκλορικός στον δικό σου τόπο. Το τοπικό χρώμα είναι τελικά μια καθαρή ψευδαίσθηση. Το πικρό χιούμορ κυριαρχεί στα λεγόμενα του Χουάν Βιγιόρο έτσι ώστε η αίσθηση του κωμικοτραγικού να μην αφήνει τον αναγνώστη να γελάσει με την καρδιά του διότι την διασκεδαστική τρέλα των καταστάσεων την βαραίνουν απίστευτα το άγχος και η αγωνία των πρωταγωνιστών πνιγμένων στις ενοχές και στις διαψεύσεις τους.

Luis Sepulveda-  « Το Τέλος της Ιστορίας»

Στην Χιλή ο Luis Sepulveda κυκλοφόρησε το πρώτο και μοναδικό μέχρι τώρα μυθιστόρημά του, «Το Τέλος της Ιστορίας» (Εκδ.Opera), σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, ένα βιβλίο με αρκετά βιωματικά στοιχεία κσι αφιερωμένο συγχρόνως στα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση και στην σύντροφό του, ποιήτρια Κάρμεν Γιάνιες- την κρατούμενη με τον αριθμό 824.

Ο Sepulveda ήταν από τα 15 του στην κομμουνιστική νεολαία και παντρεύεται με την εκλογή της Unidad Popular και του Σαλβατόρ Αγιέντε.  Αποκτά παιδί  και αμέσως εντάσσεται στην GAP, την ομάδα προστασίας του el Presidente ενάντια στις ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες για να τον συλλάβουν μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέτ το 1973. Υπέστη βασανισμούς, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε ποινή είκοσι οκτώ ετών. Με την πίεση της Διεθνούς Αμνηστίας και πολλών ανά τον κόσμο διανοουμένων απελευθερώνεται και εξορίζεται, για να δραπετεύσει στην συνέχεια  για να ενταχθεί στην Ταξιαρχία Σιμόν Μπολίβαρ, η οποία πολεμά με τους Sandinistas στη Νικαράγουα.

Την γυναίκα του την συνέλαβαν λίγο αργότερα και την κράτησαν στην Βίλα Γκριμάλντι, συνώνυμο των βασανισμών και των δολοφονιών κατά την διάρκεια της χούντας. Παρ΄ όλα αυτά η Γιάνιες, επιβιώνει και φεύγει με το παιδί της στην Σουηδία. Είκοσι χρόνια ζουν χωριστά- αντάρτης ο Σεπούλβεδα έως τα 30 του συμμετέχει, κατόπιν, σε οικολογικά κινήματα και εφτά χρόνια αργότερα, το 1986 αρχίζει να γράφει. Ένδεκα χρόνια οι δυο τους- με άλλες οικογένειες στην Ευρώπη- παίρνουν την απόφαση να ζήσουν μαζί ξανά στην Ισπανία.

Τώρα, κεντρικός ήρωας στην ιστορία είναι ο Χουάν Μπελμόντε, βετεράνος αντάρτης που εκπαιδεύτηκε στην σπουδαιότερη στρατιωτική σχολή της Σοβιετικής Ένωσης ως ελεύθερος σκοπευτής- αποτραβηγμένος, πλέον, στη γη της μακρινής Παταγονίας με την σύντροφό του που έχει χάσει την μιλιά της στη Βίλα Γκριμάλντι. Στην εποχή του στυγερού νεοφιλευθερισμού και στην Χιλή που δεν έχει επουλώσει τις πληγές που άνοιξε το χουντικό καθεστώς, ο Μπελμόντε καλείται από πρώην συντρόφους του να καθαρίσει έναν περιώνυμο βασανιστή του Πινοτσέτ που εκτίει ποινή ισοβίων ενώ διαβιεί σε κελί με όλα τα κομφόρ ενώ μέσω του ιστοτόπου του συνεργάζεται με διάφορες συμμορίες. Πρόκειται για τον αρχιβασανιστή Μιγκέλ Κρασνόφ του οποίου ο παππούς ήταν Κοζάκος αταμάνος υποστράτηγος του ρώσικου Αυτοκρατορικού Στρατού που ναι μεν ηττήθηκε απ’ τον Κόκκινο Στρατό αλλά ο Τρότσκι του χάρισε τη ζωή. Όμως, τόσο αυτός- βαμμένος αντιμπολσεβίκος- όσο και ο γιός του, φανατικός του Ναζισμού, τελείωσαν άδοξα την καριέρα τους, μετά τον πόλεμο, απ’ το σοβιετικό καθεστώς. Τώρα, στην εποχή που οι παλιοί βασανιστές καθαρίζουν την μαύρη εικόνα τους και που, σε αντίθεση με ότι έχει προηγηθεί, υπάρχει η La Oficina, το «βαθύ» γραφείο που δημιουργήθηκε στις αρχές του ‘90 κατά των ακροαριστερών οργανώσεων για την κοινωνική ειρήνη.

Η πρόταση της εκκαθάρισης σχετίζεται με το ενδιαφέρον της ρώσικης επιχειρηματικής ελίτ για την άρση εμποδίων σχετικά στις εισαγωγές χιλιάνικων μεταλλευτικών προϊόντων στην πρώην ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό και τον πλησιάζουν οι παλιοί επαναστάτες φίλοι του, που τώρα έχουν αλλάξει στρατόπεδο. Σε αυτό το πολιτικό νουάρ, ο Σεπούλβεδα ανασυνθέτει πολλά από τα θέματα που τον απασχόλησαν στα δεκάδες διηγήματά του στην μορφή μυθιστορήματος, όπου, πέρα από τη συνεχή, αγχώδη δράση, θέτει και φιλοσοφικά ζητήματα. Ο «πρώην» επαναστάτης βρίσκεται σε ηθικό δίλημμα: σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια έχει σημασία μια τέτοια πράξη; Η εκδίκηση βοηθάει να ανοίξει ο δρόμος για να αλλάξει η κοινωνία; Δεν υπάρχει λήθη, ούτε, βεβαίως, απαλλαγή από τα εγκλήματα που διεπράχθησαν αλλά ακόμη ένας φόνος- έστω τέτοιου υποκειμένου- θα ανοίξει έστω μια χαραμάδα για το μέλλον; Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του «Τέλους της Ιστορίας» με το συγγραφέα να κινεί τα νήματα πλήθους fiction χαρακτήρων αλλά και ιστορικών προσώπων στο πίσω- μπρος της ιστορικής διαδικασίας χαρίζοντάς μας ένα απολαυστικό, είναι αλήθεια, αφήγημα.

Caryl Férey- Κόνδωρ»

Παραμένουμε στην Χιλή, την Χιλή του Γάλλου συγγραφέα Caryl Férey και στο πρόσφατο βιβλίο του «Κόνδωρ» (Εκδ. Άγρα)- σε έξοχη μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ- ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα που συνταιριάζει με το προηγούμενό του, «Μαπούτσε» που αναφερότανε στην δοκιμασία της Αργεντινής από την χούντα του Βιντέλα.

Στο τελευταίο του μιλάει για την περίοδο Πινοτσέτ και τις τεράστιες επιπτώσεις που είχε στην χιλιάνικη κοινωνία με την εφαρμογή του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Όπως γράφει και ο ίδιος, ο Férey , «Ο Κόνδωρ είναι επίσης πολύ διαφορετικός από τα άλλα “ξένα” βιβλία μου: εδώ η βία είναι λιγότερο ωμή (στη Χιλή η ανασφάλεια έχει κοινωνική διάσταση), το χάος είναι περισσότερο ψυχολογικό, υπάρχει μια σχεδόν μεταφυσική ένωση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, τον Εστέμπαν και την Γκαμπριέλα».

Ο πρώτος είναι δικηγόρος, γόνο καλής οικογένειας που όταν δεν πίνει ασχολείται με υποθέσεις των αδυνάτων για να διασκεδάσει τις ταξικές ενοχές του. Η κοπέλα είναι Ινδιάνα Μαπούτσε που σπουδάζει κινηματογράφο για να φέρει στο φως την εγκληματική καταπίεση που έχει υποστεί και υφίσταται ο λαός της και είναι προορισμένη να λειτουργήσει ως σαμάνα της φυλής.

 «Κόνδωρ» ονομαζόταν το σχέδιο του χουντικού καθεστώτος σε συνεργασία με την C.I.A. για την εξαφάνιση αριστερών στελεχών που βρίσκονταν στην εξορία και σε πολλές περιπτώσεις είχε δυστυχώς αποτελέσματα. Ο Férey περιδιαβαίνει τις φτωχογειτονιές του Σαντιάγο, ανακαλύπτεται και τέταρτο πτώμα νεαρού από υπερβολική δόση, γεγονός που κινητοποιεί την Γκαμπριέλα. Με μια φίλη της που την γνώρισε στις μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις για δωρεάν εκπαίδευση που φιλμάριζε στην πρωτεύουσα αποφασίζουν να συναντηθούνε με τον δημοκρατικό δικηγόρο Εστεμπάν Ρος-Τάγλε για να βρει τους αίτιους. Από κει ξετυλίγει την αφήγησή του ο Γάλλος συγγραφέας στο, μάλλον, πιο ώριμο έως τώρα μυθιστόρημά του, όπου, ναι μεν η βία είναι πανταχού παρούσα αλλά εκείνο που αναδεικνύεται είναι το ψυχολογικό κομμάτι της ιστορίας. Υπάρχουν, βέβαια, έτεροι χαρακτήρες- ο πρώην αριστεριστής Στέφανο με πολλά χρόνια εξορίας, που τώρα ξαναλειτουργεί, συνειδητά, έναν κινηματογράφο στην πλήρως υποβαθμισμένη Λα Βικτόρια, όπως, επίσης, ο αρχιβασανιστής Ελ Νέγκρο, ενώ συνεχώς ακούγεται το όνομα της Μανουέλα. συντρόφου και συγκρατούμενης του πρώτου- εξαφανισμένης εδώ και σαράντα τώρα χρόνια.

Και αν στην Αργεντινή υπήρξε ένα είδος κάθαρσης με τους στρατιωτικούς να καταλήγουν στην πλειοψηφία τους πίσω απ’ τα σίδερα- (βέβαια, το προηγούμενο βιβλίο του Φερέ για την γειτονική χώρα αποκαλύπτει πως υπάρχουν ακόμη ενεργά χουντικά δίκτυα)- στην Χιλή ο δικτάτορας Πινοτσέτ πέθανε ισόβιος γερουσιαστής ενώ έχαιρε πλήρους ασυλίας για τα εγκλήματα που διέπραξε έτσι ώστε να μην υπάρξει δικαίωση για τους δολοφονημένους και τους αγνοούμενους του φασιστικού καθεστώτος.

Φυσικά, η ντόπια ελίτ που έβαλε μπροστά τον στρατό και συνεργάστηκε με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ για να ρίξει τον Αλιέντε εξακολουθεί να νέμεται την οικονομία και κατ’ επέκταση τα πολιτικά πράγματα στην Χιλή. Μια συνεχής αναζήτηση για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης που αφετηρία έχει το Σαντιάγο- από τις παραγκουπόλεις, τις problaciones, έως τα χλιδάτα προάστια για να καταλήξει στην έρημο Ατακάμα με τά πλούσια κοιτάσματα και τα θαμμένα μέλη θυμάτων της χούντας. Ενδιάμεσα συμβαίνουν πολλά και διάφορα. Ο Férey μοντάρει λειτουργικά τα γεγονότα και φιλοτεχνεί ανθρώπινους ήρωες, με σάρκα και οστά, έτσι ώστε ο αναγνώστης να βιώνει, κυριολεκτικά, την οργή μαζί και την απελπισία του συγγραφέα- που συμπληρώνει: «Σε μια κοινωνιολογική επίσκεψη της χώρας, από τις απόκληρες συνοικίες του Σαντιάγο έως τις ζώνες της τοπικής ολιγαρχίας, αντιμετωπίζω θέματα για τα οποία ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα: τον φασισμό της καθημερινής ζωής, τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό, τις συνθήκες επιβίωσης των αυτοχθόνων λαών και την αμφίβολη τύχη ενός πλανήτη στα χέρια πελατειακών κυβερνήσεων». Να σημειώσουμε πως κάπου μέσα στις σελίδες του «Κόνδορα» υπάρχει ένα σύντομο διήγημα επιβίωσης με τον Κολοσσό και την Καταλίνα, γεμάτο συμβολισμούς και αλληγορίες αναφορικά με την φιλοσοφική θέαση του Φερέ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.