«Αποφοίτηση»… με πτυχίο υποταγής

Οι δομές και η συντήρηση των εξουσιαστικών σχέσεων, στο βραβευμένο φιλμ του Cristian Mungiu

| 10/10/2016
★★★★★

Σε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που ορίζω ευθύς, εξαρχής ως κινηματογραφικό αριστούργημα και πρότυπο επαγωγικής και πολυεπίπεδης δόμησης, ένα κορίτσι, – στην «δημοκρατική» πλέον, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε, Ρουμανία -, «μαθαίνουμε» αν και δεν βλέπουμε (και αυτή τη σεναριακή επιλογή της απόκρυψης, κρατήστε την γιατί έχει τεράστια σημασία) ότι πέφτει θύμα βιασμού, λίγο πριν δώσει εξετάσεις για υποτροφία σε χλιδάτο πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Ο πατέρας – ένας επιστήμων – κάνει τα πάντα χρησιμοποιώντας όλες του τις επαφές για να υπάρξει μια πιο επιεικής αντιμετώπιση από τους εξεταστές και να απαλύνει έτσι – και όπως οφείλει πιστός στον ρόλο του – τον πόνο της μονάκριβης του κόρης. Αυτή ωστόσο η αθώα «εξυπηρέτηση», μετατρέπει το κορίτσι, καθ’ όλη την διάρκεια των αστυνομικών ερευνών και των σχολικών εξετάσεων, σε υποχείριο των πατρικών επιλογών, κόβοντας κάθε της ανεξαρτησία και κάθε δική της επιλογή στην μετατραυματική της ζωή. Το κορίτσι βγαίνει πλέον από το κάδρο και θέση παίρνει ο πατέρας.

Ο θεσμός της οικογένειας στο στόχαστρο

Και αρχίζουν τα πρώτα ερωτήματα. Έτσι δεν είθισται σαφώς στις δομές μιας ενωμένης, ιεραρχικά σωστής και «αγίας» οικογένειας; Τα παιδιά – ειδικά αν τραυματιστούν ψυχικά και σωματικά – δεν πρέπει να γνωρίζουν κι αυτά τον ρόλο τους και να παραμένουν ακόμα πιο δεμένα κάτω από την προστατευτική ομπρέλα των γονιών, με το πρόσχημα της απειρίας τους στην διαχείριση της ζωής τους, με όποιο κόστος ή όποια συνειδητή ποδηγέτηση κι αν έχει αυτό για την διαπαιδαγώγηση τους; Διότι, όπως έχουμε άλλωστε δασκαλευτεί, η οικογένεια και οι ρόλοι των γονέων μέσα σε αυτή είναι μια μικρή εικόνα της κοινωνίας, αποτελεί το άλφα και ωμέγα της κοινωνικής συνοχής και ολοκλήρωσης, το σχολείο κάθε υγιούς συμπεριφοράς των ανήλικων ατόμων, το άσυλο, εν τέλει, και ο άκριτος φρουρός των παιδιών που οφείλουν (και) να το βουλώνουν, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες – κι ας παραπονιούνται κλαίγοντας ώρες ώρες – και να παίρνουν παραδείγματα προς ακολουθία για την κοινωνική τους «αποφοίτηση». Ως εκ τούτου, το κορίτσι δεν πρέπει να έχει λόγο. Πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί μες στην καθορισμένη κανονικότητα της, σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτε. Ούτως ή άλλως, κανονίζει ο μπαμπάς για όλα! Σε αυτό το πλαίσιο ποιος ο λόγος να υπάρξει μομφή και να μπει σε περιπέτειες ο οικογενειακός θεσμός, μέσω της διατάραξης του, λόγω μιας μικρής λεπτομέρειας όπως ο βιασμός και τα τραύματα και οι παραγόμενες προβληματικές, ενώ το Oxford, περιμένει; Τι σημασία έχει η ζωή, όταν κυρίαρχος στόχος είναι η αποδοχή και το κοινωνικό status;

bacal_002

Από το ειδικό στο γενικό, από την οικογένεια στην κοινωνία

Ο πατέρας λοιπόν, ελέγχει τα πάντα. Η μητέρα από την άλλη, πιο προσγειωμένη και “πιο μητέρα” κι αυτή στον ρόλο της και κεκλεισμένη των σπιτικών θυρών, μοιάζει με αντίβαρο ή απλά ίσως η άλλη πλευρά στο ζύγι. Βλέπει τα πράγματα – κατά πως φαίνεται – κάπως πιο ασχεδίαστα και ανθρώπινα και συναισθηματικά αλλά και πάλι εφόσον δεν κατέχει μήτε αυτή ίχνος δικής της ανεξαρτησίας – και φυσικά πώς να προσφέρει λιγάκι και στην κόρη της; – λειτουργεί και αυτή σχετικώς άβουλα, συνεκτικά, ανεχτικά και εν τέλει επικουρικά μέσα στα πλαίσια που ο άντρας θέτει, στην παραπάνω λογική «ποιος βιασμός, τώρα, λέμε;». Έτσι το κορίτσι παραμένει πλήρως ανήμπορο να ενεργήσει για την ικανοποίηση και της παραμικρή της πρόθεσης και αφήνεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στις μυλόπετρες μιας οικογένειας, που χρησιμοποιεί κάθε τρόπο για να την ορίσει, να την εκπαιδεύσει, να την ολοκληρώσει, να την «απελευθερώσει», να την ευθυγραμμίσει και να την ευτυχίσει καθυποταγμένη μέσα στους όρους της και να την βγάλει πανέτοιμη στον κόσμο ως καλολαδωμένο γρανάζι, όπως και οι ίδιοι οι γονείς ήταν και είναι. Άρα ο βιασμός – που από την μία δεν έχει και δα τόση σημασία και από την άλλη πρέπει να παραμείνει κρυφός από σόια, γείτονες, φίλους και κοινωνικό περίγυρο – μένει τελικά εκεί άγρυπνος και ζωντανός στην ψυχοσύνθεση και στην δημιουργία συνθηκών συμπεριφοράς του ανήλικου κοριτσιού, όχι πλέον ως σωματικός αλλά ως κοινωνικός βιασμός. Αφού δεν τον αποκαλύπτει και δεν τον πολεμάει, ας τον αγκαλιάσει στην ολότητα του κι ας ζήσει μαζί του, ακόμη και εκμεταλλευόμενος των αρνητικών συνθηκών που γεννάει. Βρισκόμενος λοιπόν αυτός, σε μόνιμο πλάνο μπρος στους χαρακτήρες και μπρος σε εμάς, ως απειλή αλλά και ως απαραίτητη συνθήκη, μετατρέπει το κορίτσι σε ένα άβουλο, πειθήνιο και δίχως ξεσπάσματα και αντιδράσεις όν που ως «καλό παιδί» δέχεται όλες τις κοινωνικές αδικίες που εξευτελίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ανταπεξέρχεται παράλληλα σε όλες τις επιταγές και τις αξίες της κοινωνικών όρων, της κοινωνικής ανέλιξης και τις παράγωγες κοινωνικές συμβάσεις. Ένα καθοριστικό, ρυθμιστικό δίπολο, δηλαδή, πλήρως υπαρκτό στην πραγματικότητα και πλήρως λειτουργικό για μια ανθρωποφάγα κοινωνία. Με άλλα λόγια, ο καταπιεσμένος και ο υποταγμένος που νιώθει ελεύθερος και κάνει τον καμπόσο. 

Ο συλλογισμός λοιπόν είναι ο εξής. Αν στην ιστορία της ταινίας, ανάγουμε και συνδέσουμε αντί για το σχήμα της “οικογένειας”, το σχήμα μιας ολόκληρης κοινωνίας, με τη δόκιμη επαγωγικά λογική οικογένεια ίσον κοινωνία (από το ειδικό δηλαδή, στο γενικό), τότε οι ερμηνείες, οι συνειρμοί και τα συμπεράσματα, αποκτούν μια άλλη χροιά, σαφώς πιο οικουμενική, κοινωνιολογική, πολιτική και φυσικά σπουδαία από θεωρητική και καλλιτεχνική άποψη. 

bacal_001

Η έννοια της “βοήθειας”, της προστασίας και της ελευθερίας

Αλλά ο πατέρας θα πει κάποιος ηθικολόγος ή συντηρητικός ή παραδοσιακός ή καλοπροαίρετος ή αγαθός φίλος μας, προσπαθεί – και οφείλει να προσπαθεί – να βοηθήσει την κορούλα του. Ίσως και δεν είμαι χυδαίος αμοραλιστής για να μην συμφωνώ εν μέρει. Αλλά ο σκηνοθέτης μας, κι αυτός εν μέρει, και διότι χρησιμοποιεί το οικογενειακό σχήμα για περαιτέρω κοινωνική εμβάθυνση όπως είπαμε, έχει άλλη γνώμη. Μέσω της εξέλιξης της ιστορίας, μας διασαφηνίζει και μας επιβεβαιώνει και μας ξεκαθαρίζει πως πολλές φορές η επονομαζόμενη «βοήθεια» που δίνουμε σε κάποιον(!) είτε με την θέληση, είτε παρά της, είτε με άγνοια του, καταντάει ένας πραγματικός καταναγκασμός και πλήρης εξανδραποδισμός, διότι διαγράφει αργά και προοδευτικά κάθε του επιλογή ελευθερίας. Στην ταινία, αυτόν τον καταναγκασμό τον επιβάλλει ο πατέρας στο κορίτσι. Αλλά εγώ επιμένω να το ερμηνεύω και αλλιώς. Πως στην πραγματική μας ζωή, ο καταναγκασμός επιβάλλεται στον καθένα μας από το σύνολο των κοινωνικών (και πολιτισμικών και διαπροσωπικών) θεσμών. Ποιος θα αρνηθεί πως οι σωτήρες και οι προστάτες μας, δεν μας “βοηθούν”, δηλαδή μας ορίζουν, να γίνουμε αυτό, εκείνο και το άλλο; Το σχολείο, η οικογένεια, το κράτος, οι νόμοι, αλλά και οι παραδόσεις, οι ρόλοι και οι φίλοι, οι σχέσεις, οι αγάπες μας και λοιπά και λοιπά, δεν μας «βοηθούν», σε κάθε βήμα της ζωής μας και παράλληλα εμείς δεν τους το ανταποδίδουμε με το αζημίωτο, έτσι για την χαρά της κοινωνικής «ανακύκλωσης» μιας καλά κρυμμένης καθολικής μιζέριας; Ας θέσω εδώ όμως και κάτι περαιτέρω. Έχουμε ανάγκη προστασίας και προστατών για να αποκτήσουμε κοινωνική εμπειρία και να ανταπεξέλθουμε στις κοινωνική διαπάλη ή η ύπαρξη των προστατών, αποτελεί φρένο για την ενδυνάμωση της ελεύθερης συνείδησης του ατόμου; Η εξουσία τι από τα δυο έχει ανάγκη; Και επειδή είναι ευκόλως κατανοητό τι θέλει, θεωρώ πως κάνει τα πάντα για να ορίσει την οικογένεια και την εσωτερική της ιεραρχία ως θεσμό θέσφατο, ώστε ευλογώντας την οικογένεια, να ευλογούμε και το κράτος. Είναι σαφές, λοιπόν, πως, με αυτά και με αυτά, μαθαίνουμε να δεχόμαστε με ευχαρίστηση τον μόνιμο ψυχικό και συνειδησιακό μας βιασμό, δηλαδή πιο απλά, την καταπίεση, την «διαπαιδαγώγηση» και την χειραγώγηση της όποιας ανεξαρτησίας μας από εξωατομικούς παράγοντες. Είτε σε οικογενειακό, είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Το να μην ίσχυε αυτό και όλοι να ήμασταν πλήρως ανεξάρτητοι, φυσικά και είναι υπόθεση ανεδαφική και ουτοπική. Αλλά η ταινία, εμένα δεν μου μιλάει για την έννοια μιας γενικής και αντικειμενικής και θεμιτής αλληλεξάρτησης των ανθρώπων στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή απλά της επιρροής του ενός ατόμου από κάποιον άλλον, αλλά για την έννοια της επιβολής της εξουσίας, ως ιεραρχική δομή πάνω στους πιο αδύναμους. Δεν μιλάει για την κοινωνία, αορίστως, αλλά για την εκμεταλλευτική, ειδικώς.

Τι καταφέρνει ο Cristian Mungiu και η ταινία είναι αριστουργηματική

Και τώρα παίρνω φόρα. Είμαι ενθουσιασμένος με την ταινία στο σύνολο της γιατί όταν η πατρική φιγούρα, που είναι η μοναδική, καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, σε μόνιμο και σταθερό πλάνο από άποψη ουσίας, αποτελεί μια αλληγορία για το κοινωνικό τερατούργημα της εξουσίας πάνω από το κεφάλια των ανθρώπων που τους κινεί μαριονετίστικα και αυτό δίνεται με τα καλύτερα στοιχεία του κοινωνικού δράματος χαρακτήρων, σε κλειστούς επί το πλείστο χώρους, σε μια δίωρη ψυχοφθόρα κατάβαση στην όλη κοινωνική σαπίλα που βασιλεύει σαν κτήνος φανερό και μη στις ανθρώπινες σχέσεις και που λειτουργούν μόνο στα πλαίσια του δούνε και λαβείν και ιδιοτελώς και σιχαμερώς ανειλικρινή και ο δημιουργός που τα δόμησε όλα αυτά έχει ήδη φύγει από τις φετινές Κάννες με το βραβείο σκηνοθεσίας και δίχως αυτό να είναι το πρώτο που αποσπά στο πρωτοκαθεδρεύων κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, – μετρά ήδη ένα βραβείο σεναρίου, ένα βραβείο FIPRESCI (της παγκόσμιας ομοσπονδίας κριτικών κινηματογράφου), βραβεία υποκριτικής για τους ηθοποιούς που χειρίζεται και χωρίς να έφταναν όλα αυτά και ένα Χρυσό Φοίνικα -, και έτσι συνεχίζει ακάθεκτος να ταράζει συνειδήσεις και να ωριμάζει δημιουργικώς και εμάς κατά συνέπεια και είναι άριστος στην γνώση και πλήρης στον τρόπο μεταφοράς στο κοινό της σφιχτής αφήγησης, γεμάτης ρεαλισμό σε κάθε πλάνο, σε κάθε διάλογο και στις ενέργειες και τις εκφράσεις των χαρακτήρων και με σαφή και ξεκάθαρο κοινωνικό σχολιασμό και δίχως τίποτα το περιττό να παραμένει και κάθε τι που μπορεί να πλατύνει και να μας βγάλει από την συνολική ατμόσφαιρα, την πλοκή και την ερμηνεία των ιδεών, το πετάει με τόσο τέχνη εκτός, κρατώντας μέσα στο φιλμ και μπρος στο πανί τα απολύτως και άκρως αναγκαία, καταλαβαίνουμε από τα πρώτα λεπτά γιατί την «Αποφοίτηση» πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως ένα σπουδαίο παράδειγμα υποκριτικής τέχνης, σκηνοθετικής αρτιότητας και νοηματικής ουσίας. Μέσα από το κάτοπτρο του οικογενειακού δράματος δεν ξεφεύγει καθόλου, μα είναι μοναδικά παρούσα, η πολιτική και κοινωνική κριτική αυτή και μόνο αυτή, έτσι καθάρια μπρος στα μάτια μας με αποτέλεσμα να μην μπορούμε παρά να παραδεχτούμε πως γουστάρουμε που μας εγκλωβίζει και μας συγκλονίζει με την ευθύτητά της.

bacal_003

Ο δημιουργός, δίχως διάθεση άμεσης ηθικολογίας, ούτε όμως εφηβικού αμοραλισμού και νεανικής αφέλειας, αλλά με σοφή και εμπνευσμένη εμβάθυνση, αναδεικνύει και κρίνει τις εξουσιαστικές σχέσεις και πως αυτές συντηρούνται και ανακυκλώνονται και μας πείθει για τον αισχρό, αναξιοκρατικό, αστικό και εκφυλισμένο τρόπο και στάση ζωής στην Ρουμανία του και στην Ελλάδα μας και όλοι μαζί στην Ευρώπη μας, που η ατομική ελευθερία εφόσον μετριέται με όρους ιδιοκτησιακού καθεστώτος – όπως τα παιδιά μέσα στην οικογένεια -, στην πραγματικότητα μένει άνυδρη, ακατοχύρωτη και μη εγγυημένη. Η πραγματική συνειδησιακή ελευθερία του ατόμου και ως εκ τούτου των μαζών, μέσα σε αυτό το αστικό πλαίσιο, είναι βιασμένη κατά συρροή.  

Κάποια συμπεράσματα

Έτσι από την μία, αναγκαζόμαστε να συμπεράνουμε πως για να ζήσει κάποιος σήμερα πρέπει να φιλήσει όπου φτύνει, να έχει γλώσσα ως τον ουρανό και να θεωρεί τους ανθρώπους και τις σχέσεις, ως χρηστικά αντικείμενα και ως τη συμφέρουσα επιλογή της κάθε αναγκαίας στιγμής και σε δεύτερο και ουσιαστικότερο επίπεδο την επίγνωση πως όσο ζούμε φοιτούμε στο «πανεπιστήμιο» της κοινωνικής γαλέρας και αποφοιτούμε με ένα γλυκό χαμόγελο που τα καταφέραμε, περήφανα «καταξιωμένοι» με το πτυχίο της μόνιμης υποτέλειας, ευγένειας, ασφάλειας, ησυχίας και τα λοιπά και τα λοιπά. Βιασμός του νου, δηλαδή, από την γέννα ως τον θάνατο. Αυτό σημαίνει, και για όποιον θέλει να το παραδεχτεί, καπιταλιστική – που η ταινία ευθέως το αποσιωπά και ο δημιουργός ίσως το αγνοεί αλλά εμμέσως και συνειρμικά το αναδείχνει – κοινωνία.

Η δύναμη τούτης της ταινίας με ανάγκασε να αποτυπώσω δίχως δεύτερες σκέψεις αυτά που προέκυψαν στο νου μου όσο τη έβλεπα κι ας μοιάζουν πιθανών ή και μη, εν τέλει, σε κάποιους αναγνώστες ή συνομιλητές, σχετικώς αβάσιμα ή και βουλησιαρχικά και «σκοντάφτοντα» σε λογικά άλματα, συμπεράσματα. Κάθε γνώμη όμως, ακόμη και αδόκιμη, είναι μια θεμιτή συνεισφορά σε ένα διάλογο, είτε βρει την χαρά να γίνει, είτε όχι.

*Στους κινηματογράφους από την ερχόμενη Πέμπτη 13 Οκτώβρη

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).