Ιδεες για το Bauhaus

Για το όραμα και τις αντιφάσεις ενός σημείου αναφοράς στον 20ο αιωνα

| 11/04/2019

Οι επέτειοι η αλήθεια είναι πως πάντα με φέρνουν σε μια αμηχανία μπροστά σε ό,τι θυμίζουν. Ξαφνικά κάνουν επίκαιρο κάτι, για μία μέρα ή για ένα σφιχτό θραύσμα χρόνου, και συχνά στεκόμαστε απέναντι σ’ αυτό περισσότερο επειδή θεωρούμε πως είναι η ώρα του, παρά επειδή το αναζητήσαμε. Ωστόσο, όταν πρόκειται για μια σημαντική χρονική απόσταση από ένα γεγονός πολιτικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό –και συνηθέστερα όλα αυτά μαζί- η απόσταση αυτή δίνει μια ουσιώδη αξία σε μια επέτειο. Αποτελεί περισσότερο έναν αναστοχασμό στη δύναμη και δυναμική του ιστορικού γεγονότος, και βοηθά στην αναζήτηση ενός ιστορικού συνεχούς μέσα σε, για παράδειγμα, 100 χρόνια από την εμφάνιση του ως σήμερα. Και το Μπάουχαους σίγουρα χαρακτηρίζεται από ένα συνεχές στον αιώνα που μετράει.

Τίποτα σε σχέση με το κίνημα του Μπάουχαους δεν μπορούμε να πούμε πως είχε μικρή σημασία. Εκτός από το βάρος της ιδέας καθαυτής, η ιστορική συνθήκη, μέσα από την οποία γεννήθηκε αλλά και εντός της οποίας έμελλε να υπάρξει, αποτέλεσαν μοναδικές συγκυρίες. Ο Α’ Παγκόσμιος, που έληξε όταν η αρχή μιας ιδέας για ένα νέο τρόπο κατασκευής αντικειμένων και σύλληψης της αρχιτεκτονικής, ξεκινούσε να συζητιέται από μια ομάδα αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών και κατασκευαστών[1], και η δημοκρατία της Βαϊμάρης που αποτελούσε μια συνεχώς επισφαλή πολιτική κατάσταση, δημιούργησαν μια κατάσταση ιδιαίτερη, και μέσα σε μια παραδοξότητα, φιλική σε νέα εγχειρήματα. Μα και καλλιτεχνικά, τα κινήματα της πρωτοπορίας που ήδη αντηχούσαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έσπειραν στο γερμανικό έδαφος την επιθυμία για μια πρωτότυπη ιδέα, ριζοσπαστική και επηρεασμένη από τον αέρα του κατακερματισμού της εικόνας όπως την ήξεραν, και του πειραματισμού με μία νέα πρόσληψη της σύνθεσης. Ο φουτουρισμός, παρότι μεταγενέστερα απέκτησε ιδεολογικά εντελώς αντίθετες πολιτικές προσλαμβάνουσες, έκανε λόγο για τη μαζική κουλτούρα και τη μηχανή ως τέχνη. Η αφαίρεση του κυβισμού και του εξπρεσιονισμού, και η ρήξη τους με την αναπαράσταση ως είχε, ο χλευασμός του νταντά απέναντι σε κάθε καλλιτεχνική σύμβαση, και συνολικά οι προκλήσεις που διαδέχονταν η μία την άλλη, αποτελούσαν ερείσματα και πρόκληση για μια νέα θέση.

Η ιδέα του Γκρόπιους,ιδρυτής και διευθυντής της σχολής, ήρθε σε μια ιστορική συνθήκη που, εντελώς απροσδόκητα, ευδοκίμησε. Η ιδέα για μια σχολή που θα συνδύαζε τον καλλιτέχνη με τον τεχνίτη, που θα παρήγαγε φόρμες αισθητικής αξίας και αυτές θα χρησιμοποιούνταν με όρους βιομηχανικής παραγωγής, για την κατασκευή καθημερινών αντικειμένων, βρήκε ανταπόκριση σε μία εποχή που ήταν πρόθυμη να εξετάσει όλα τα καινοτόμα συστήματα και να δώσει τελικά την δυνατότητα να δοκιμαστεί ένα νέο όραμα.

Η λογική πίσω από το Μπάουχαους έμοιαζε με αυτή μιας συντεχνίας. Η δομή δεν θύμιζε την κλασσική μιας σχολής τέχνης, και σε αυτή δεν υπήρχε η ιεραρχία του καθηγητή-μαθητή. Μάστορες, τεχνίτες και μαθητευόμενοι συνυπήρχαν στα εργαστήρια και είχαν ως σκοπό τη σπουδή και δημιουργία ενός καλλιτέχνη-τεχνίτη, που θα κατείχε μια νέου τύπου γνώση. Το κράμα της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας και της άρτιας τεχνικής κατάρτισης ήταν ο καταρχήν σκοπός της σχολής. Δεύτερος στόχος ήταν η θεμελίωση της τυποποιημένης φόρμας, ικανής για μαζική παραγωγή, και κατάλληλης για χρήση από πλήθος καταναλωτών, την πλειοψηφία του λαού.

Bauhaus building in Dessau, Walter-Gropius (1925)

Το Μπάουχαους, παρά την συνεχή του δράση και κινητικότητα στα χρόνια λειτουργίας του, δεν έπαψε να διέπεται από μια εγγενή αντίφαση: το ρόλο του καλλιτέχνη. Ποτέ δεν αποσαφήνισε τη θέση του στο ποια θα ήταν η λειτουργία του στην πράξη. Σίγουρα ο Γκρόπιους ενέμενε στη πάγια πρόταση που από το Werkbund ακόμα είχε οριστεί: σε καμία περίπτωση δεν θα δινόταν η απόλυτη πρωτοκαθεδρία στη μηχανή. Στο Μπάουχαους θα γινόταν το «βάφτισμα» του καλλιτέχνη σε έναν νέο ρόλο, που θα ένωνε το ανεξάρτητο, εξατομικευμένο έργο του με τον σχεδιασμό και την παραγωγή εργοστασιακού τύπου αντικειμένων. Όμως αυτή η θέση ανέβλυζε αντίφαση, καθώς όλες οι πρακτικές σκέψεις και η έννοια της λειτουργικότητας- που διέπει όλη την ιδεολογία και αισθητική πίσω από το Μπάουχαους- τείνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κι επειδή ο Γκρόπιους και οι σύντροφοί του θεωρούσαν ότι η βιομηχανική παραγωγή θα μπορούσε να αποτελέσει μια διέξοδο της κουλτούρας όπως την γνώριζαν, και γι’ αυτό πάσχισαν να προκαλέσουν την κατασκευή προϊόντων με αισθητικό περιεχόμενο, η χρήση αυτή της βιομηχανικής παραγωγής κινδύνευε να καταστήσει τον καλλιτέχνη, μόνο σχεδιαστή του λειτουργικού και ικανού για μαζική παραγωγή εμπορεύματος.

Το όραμα για μια σχολή που θα παρήγαγε αντικείμενα καθημερινής χρήσης με σκοπό όχι μόνο τη λειτουργικότητα του προϊόντος αλλά και την δημιουργία ενός αισθητικού ερεθίσματος σε αυτόν που θα το χρησιμοποιούσε, αποτέλεσε τον ευγενή σκοπό του Γκρόπιους και του Μπάουχαους συνολικά. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι στην πράξη «έβλεπε» τόσο την καλλιτεχνική δημιουργία, όσο την λειτουργική αξία των πραγμάτων που παράγονταν, και την δυνατότητα τους να κατασκευάζονται με όρους μαζικής παραγωγής. Αντίθετα ίσως, την ιδέα αυτή, αν προσπαθήσουμε να την ανιχνεύσουμε κριτικά στις μέρες μας, θα την βρίσκαμε να αναπαράγεται σε κολοσσούς της βιομηχανίας επίπλων και οικοσκευών. Το όραμα στο οποίο στόχευε η δημοκρατική σχολή της δεκαετίας του ’20, χρησιμοποιείται σήμερα με τον πιο επικερδή τρόπο –σίγουρα εκφυλισμένη, καθώς η ποιότητα μπροστά στην αισχροκέρδεια των πολυεθνικών λίγα σημαίνει πάντοτε-  για την κατασκευή προκάτ αισθητικής έτοιμων διαμερισμάτων, από το πάτωμα ως το σαπούνι, δημιουργώντας πανομοιότυπες ζωές, οδηγώντας μας να ζούμε σε σπίτια που περισσότερο μοιάζουν με μικρές περιποιημένες φυλακές, παρά σπιτικό.

Παρά τις αντιφάσεις σε σχέση με τη θέση του καλλιτέχνη- που ούτως η άλλως αποτελεί μόνιμο ζήτημα στην ιστορία της τέχνης- και τον προβληματισμό που προκύπτει από την σύνδεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της βιομηχανίας, σκεπτόμενοι τις ιδέες που έσπειρε για λιτές φόρμες και μαζική παραγωγή και το πώς τελικά αυτές χρησιμοποιούνται ως σήμερα, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την συνειδητοποίηση της επίδρασης που έχει η ιδέα αυτή έκτοτε ως και στο σύγχρονο άνθρωπο.

 

[1] Το Wurkbund ήταν η πρώτη ομάδα που έθεσε αυτά τα ζητήματα και από αυτή σε μεγάλο βαθμό εμπνεύστηκε ο νέος τότε Γκρόπιους.
*Εικόνες άρθρου: 1. Wassily Chair, Marcel Breuer (1925-1926), 2. Bauhaus building in Dessau, Walter-Gropius (1925), 3. Κomposition (ii), Wassily Κandinsky (1923) 4. Μινιατούρα-μοντέλο της καρέκλας του Breuer © LUDD Makerspace, bauhaus meets commons (2019) φωτ: Χρήστος Σκυλλάκος

Γεννημένη το 1993 στην Αθήνα, μεγάλωσε επίσης στην Αθήνα, ενώ ονειρεύεται διακαώς να είναι κάπου αλλού. Έμαθε να αγαπά τις τέχνες, και σπουδάζοντας ιστορία και θεωρία της τέχνης, αγάπησε να μαθαίνει γι’ αυτές. Κοιτάζει, φωτογραφίζει και γράφει για τους ανθρώπους συχνότερα απ’ ότι πιστεύει σ’ αυτούς, ωστόσο δεν χάνει ακόμα την ελπίδα.