«Είναι όλα μιμήσεις και ψέματα. Τα πάντα!»

Το «Persona» του Ingmar Bergman στο θέατρο είναι παρομοίως βασανιστικό

| 30/01/2017

Βασανιστικό όπως όταν πρωτοείδαμε όλοι την ταινία στους κινηματογράφους και στις οθόνες μας και συγκλονιστήκαμε ταυτιζόμενοι με την θλιβερότητα του ατόμου και την κατάβαση του στην υπαρξιακή του αγωνία. «Καμία τέχνη δεν περνά στη συνείδησή μας με τον τρόπο που μια ταινία το κάνει, πηγαίνοντας κατευθείαν στα συναισθήματά μας, βαθιά κάτω στα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής μας.» θα πει ο Ingmar Bergman. Αυτή την μοντερνιστική, – και σκληρή, ειλικρινής, σκοτεινή – του αντίληψη, υπηρέτησε στην τέχνη. Το «Persona» μοιάζει να είναι το αποκορύφωμα της, παίρνοντας υπόψη πως παρέμεινε 50 χρόνια (!) μετά, ένα μνημειώδες έργο μελέτης της ανθρώπινης προσωπικότητας, δίχως σκουριά πάνω του, δίχως μια άσπρη τρίχα. Ανέγγιχτο στον χρόνο, αμετάλλακτα οδυνηρό.

Η ιστορία γνωστή και βαθύτατα εμπνευσμένη. Η ηθοποιός Βόγκλερ μετά από μια ψυχική κατάρρευση σε μια παράσταση, βρίσκει καταφύγιο στην απομόνωση και στην θαλπωρή της νοσοκόμας Άλμα. Ανάμεσα στις δυο γυναίκες δημιουργείται μια σχέση, όπου μια σειρά μονόλογοι, εξομολογήσεις, ψέματα, παρατηρήσεις, αποσιωπήσεις, φτάνουν στην σύγκρουση, που δεν ορίζεται διαπροσωπικά μα ξεκάθαρα ατομικά και πλήρως εσωτερικά.

Εκατοντάδες οι ερμηνείες και οι αναλύσεις έκτοτε. Εκατοντάδες οι μελέτες. Ακαδημαϊκές, αισθητικές, συναισθηματικές, υποκειμενικές. Εκατοντάδες οι προσεγγίσεις για «την καλύτερη ταινία που φτιάχτηκε πότε», σύμφωνα με την Susan Sontag. Σαν να μην έφτανε το ίδιο το έργο, σαν να μην έκανε την ολοκληρωμένη του τοποθέτηση, έγινε αφετηρία περισσότερων ερωτημάτων ή εκ νέου αναρωτήσεων. Το θέατρο δεν άντεξε να παραμείνει αμέτοχο στο εκτόπισμα του και στην πολυπλοκότητα των ιδεών του. Και εδώ στην χώρα μας και στις μέρες μας κάποιοι καλλιτέχνες τιμώντας την ιδιότητα τους ως τέτοιοι, επαναφέρουν στο προσκήνιο την ζωντανή και φρέσκια κόλαση που δημιούργησε το πρότυπο κινηματογραφικό αριστούργημα. Αυτό που κοχλάζει φέρνοντας αντιμέτωπα τους πάντες και τα πάντα. Την ηθοποιό με την ηθοποιό, τους χαρακτήρες με το κοινό, το κοινό με την συνείδηση του και την διαμελισμένη, σαν σε ρωγμή, προσωπικότητα του. «Με τα ακατάληπτα μυστικά μας» όπως λέει ο ίδιος ο δημιουργός του.

persona_3

Το ψέμα και οι ρόλοι ως στοιχείο της τέχνης και του ανθρώπινου ψυχισμού

Το σινεμά είναι ψέμα. Είναι μια φιλτραρισμένη και ως εκ τούτου πλαστή απεικόνιση της πραγματικότητας μέσω ενός τεχνικού εργαλείου, της μηχανής καταγραφής και προβολής. Ο Bergman το δηλώνει μορφολογικά εξαρχής στην ταινία του, στην ιστορική εισαγωγή της. Παρομοίως, στην θεατρική απόδοση της ομάδας «Elephas tiliensis», ο χώρος σφιχτός, απομονωμένος, αδρανής, μη ρεαλιστικός (ώστε η «προσωπικότητα» των χαρακτήρων να δράσει ανενόχλητη από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος), με όλα τα αντικείμενα της δράσης εμφανή, έτοιμα προς χρήση, η ίδια η ύπαρξη του σκηνοθέτη στον χώρο και τα βίντεο περάσματα στο σκηνικό, φιλτράρουν πλασματικά την πραγματικότητα και ως εκ τούτου το θέατρο αποδεικνύεται επίσης ψέμα, ως μια δραματοποίηση της πραγματικότητας από ανθρώπους που εκφράζουν ρόλους. Οι ρόλοι ή οι «personas», εξάλλου, είναι ένα στοιχείο βασικό των αφηγηματικών τεχνών, όχι γιατί κάποιος το επινόησε ως τέχνασμα, αλλά γιατί βρήκε την αφετηρία, το έναυσμα στην ίδια την πραγματικότητα. Στην ανθρώπινη αντίδραση μπροστά στο κόσμο. Ας αναρωτηθούμε. Είμαστε βέβαιοι για το απόλυτο του αυθόρμητου των ενεργειών μας; Ή η ζωή είναι μέρος ενός ρόλου που αποκτήσαμε ηθελημένα και μη, σε σύγκρουση ή και σύνθεση με τους πάντες και τα πάντα, για να υπάρξουμε, να δομήσουμε την προσωπικότητα μας;

Κι έτσι ας επιστρέψουμε στην λέξη «persona», όπου στα λατινικά εμπεριέχει επίσης μια γλωσσολογική προβληματική. Σημαίνει προσωπικότητα, προσωπείο, πρόσωπο. Όπως και άνθρωπος, ψυχή, φιγούρα, σιλουέτα αλλά και… κανένας. Μια λέξη σκέτη σύγχυση δηλαδή με πάμπολλες έννοιες. Πολυπλοκότητα και πολυποικιλότητα. «Θα σας πω κάτι μπανάλ. Είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι. Όχι μόνο εσείς και εγώ, σχεδόν όλοι, αυτό είναι το καταθλιπτικό του πράγματος. Διδασκόμαστε τα πάντα για το σώμα μας, για τη αγροτική παραγωγή στη Μαδαγασκάρη και για την τετραγωνική ρίζα του «π» ή όπως σκατά λέγεται, αλλά τίποτα για την ψυχή»  λέει ο ίδιος ο Bergman. Η ανθρώπινη ψυχή λοιπόν και προσωπικότητα που για αυτή δεν ξέρουμε τίποτα αλλά που πρέπει να μάθουμε. Για τον διαχωρισμό της, την σύνθεση της, τη δόμηση της. Και έτσι ο Bergman, με βάση αυτό το τρίπτυχο επικεντρώθηκε στη μελέτη της ψάχνοντας να βρει και την κατάλληλη φόρμα. Αυτή την ανθρώπινη συνθετότητα, την ασάφεια, αυτή την αφαίρεση, το έργο προς εξυπηρέτηση του, την θέτει σε μια συνθήκη. Μια συνθήκη ψεύδους. Οι δυο χαρακτήρες, συμπληρωματικοί ή μη, συγκυριακά ή μη, λειτουργούν εξαρχής μέσα σε αυτή την συνθήκη, αυτή προβάλλουν, αυτήν υπηρετούν. Οι εξομολογήσεις και οι σιωπές από την μία όπως και οι αλήθειες, οι ειλικρίνειες και οι αποσιώπηση τους, από την άλλη, υποβόσκουν, υπάρχουν, τρέφονται, φέρουν και δομούν εν τέλει αυτή την συνθήκη ψεύδους και υποκρισίας. Χάνουν κάτω από το σκέπαστρο του κυρίαρχου, την ιδιότητα τους και δεν αποτελούν πλέον αλήθειες. Όπως δηλώνει και ένα τραγούδι «όλη η αλήθεια του κόσμου, συμφωνεί σε ένα μεγάλο ψέμα».

«Η Persona είναι ένας στοχασμός πάνω σε αυτό που δείχνει κανείς ότι είναι, σε αυτό που πιστεύει ότι είναι, σε αυτό που πραγματικά είναι, σε αυτό που δεν θέλει να είναι και σε αυτό που παρά την θέληση του είναι» γράφει στην μελέτη του για τον Bergman ο Raymond Lefèvre, καθηγητής φιλοσοφίας και κριτικός τέχνης. Η ύπαρξη των προσωπείων και των ρόλων στην τέχνη και κυρίως στην ζωή μας, που εναλλάσσονται και κατά συνέπεια διαχωρίζουν, ο ανθρώπινος ψυχισμός με τις σκέψεις, τις ιδέες που μονίμως είτε ταυτίζονται, είτε διασπώνται μα πάντα δομούν την ενότητα του. Έτσι στο έργο, αυτός ο στοχασμός τίθεται μη οριοθετημένα και μη απολυτοποιημένα μα μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ώστε η δράση να παραμένει πλήρως ανοιχτή, σε πλήρη διαπλοκή, αλληλοτροφοδότηση και αδιάσπαστη. Αδιάσπαστη όπως και η ροή του έργου. Καθώς η προσωπικότητα, δεν χωρίζεται σε πράξεις, μα είναι άχρονη και αμετακίνητη, ένα ενιαίο ρέων συνονθύλευμα, έτσι και το θεατρικό (όπως το κινηματογραφικό) έργο έχει μια ροή πολύπλοκα ξεκάθαρη και ενιαία. Ικανή να δίνει την δυνατότητα να προσεγγίσουμε την ουσία του περιεχομένου του. Πως, τα δυο πρόσωπα μέσα από την σύγκρουση και την ταύτιση, μέσα από τον διαχωρισμό και την εξίσωση, συνεχώς και αδιαλείπτως, δημιουργούν ένα αμάλγαμα ενός τελικού «προϊόντος», της μιας μοναδικής persona, του σύγχρονου τυραννισμένου ανθρώπου που καταρρέει, ανασηκώνεται, ξαναπέφτει αβοήθητος μέσα στους ρεαλισμούς, τις μύχιες σκέψεις του, τις προσδοκίες του, τις ενοχές, τις αισιοδοξίες και τις αυταπάτες και τα πλαστά του ηθικά διλλήματα και παρόλα αυτά ρέει και επιβιώνει αλλά κανείς δεν μπορεί να διακόψει την σταθερή του πτώση.

Εν τέλει, τι είναι το «Persona» αν όχι μια απολογητική εξομοίωση των πάντων που κυριαρχούν στο τσακισμένο Εγώ του καθενός; «Πόσο πόνο μπορούμε να αντέξουμε και να κατανοήσουμε;» αναρωτιέται ένας κριτικός τέχνης βλέποντας το έργο του Bergman και μοιάζει να έχει δίκιο.

Persona

Ο Bergman σε θεατρική απόδοση

Ο Bergman στο θέατρο ικανοποιεί. Παλιότερα είχα δει εντυπωσιασμένος, το «Μέσα από τον σπασμένο καθρέπτη» σε μια, εφάμιλλης με τη τωρινή, πλούσια και βασανιστική προσέγγιση. Διακρίνω σεμνότητα στην προσέγγιση των ιδεών και της αισθητικής αντίληψης του Bergman από πλευράς των θεατρικών συντελεστών όπως και την καλλιτεχνική τους ευρυμάθεια, το ενδιαφέρον τους για την σύνδεση της γλώσσας του σινεμά με το θέατρο και της σύνθεσης ενός νέου ισχυρού μείγματος. Είναι ο ίδιος ο Bergman, επίσης, θεατρικός. Το «Persona», όπως και μεγάλο μέρος της περιόδου των 60s, είναι ένα πρωτοπόρος πειραματισμός του μοντερνισμού στο σινεμά και στην αποδομική υποκριτική του θεάτρου. Οι σκηνοθέτες, λοιπόν, που ασχολούνται με αυτόν τον κύριο και τα έργα του, μοιάζουν να τον κατανοούν πολύ καλά. Και ως συνέπεια, αν έχεις μελετήσει και κατανοείς τον Bergman, έχεις μελετήσει και κατανοήσει ένα τεράστιο κεφάλαιο της σύγχρονης τέχνης, ανεξάρτητα, μορφής της. Αποκτάς ουσιαστική καλλιέργεια, αναγκαία για παραγωγή δυνατής, λειτουργικής τέχνης. (Έτσι, είναι αδιάφορη η οποιαδήποτε σχολαστική αρνητική κριτική κάποιων στοιχείων του θεατρικού, διότι όλοι οι συντελεστές έρχονται αντιμέτωποι με ένα μνημειώδες έργο τεραστίων διαστάσεων, και καταφέρνουν να το επιβεβαιώσουν ξανά. Προσεγγίζουν, ασχέτως αν φτάνουν το πρωτότυπο, με στόχο να επανέλθουμε ξανά και ξανά στην πρώτη, γοητευτική και οδυνηρή του αλήθεια. Κάθε κριτική, θα ήταν χυδαία.)

«Το κείμενο του Bergman είναι ένα υπαρξιακό θρίλερ, μια κωμωδία της κατάστασης του καλλιτέχνη που διερωτάται εναγωνίως για την αλήθεια, ενώ έχει τέλεια επίγνωση της συνθήκης του ψεύδους που κατασκευάζει» διαβάζω στο σκηνοθετικό σημείωμα του θεατρικού έργου. Εγώ δεν θα το συγκεκριμενοποιούσα και δεν θα το οριοθετούσα. Αλλάζοντας μονάχα μια λέξη, βλέπουμε να αλλάζει και η ποιοτική ουσία του. Αντί για «καλλιτέχνη» θα έβαζα «άνθρωπο» και τότε η έννοια “persona” θα είχε καθολική σημασία. Και έτσι ο στόχος του Bergman θα συνεχίσει να μας κατατρέχει. «Δεν θέλω να παράγω έργα τέχνης που το κοινό να μπορεί να αράζει και να τα πιπιλίζει αισθητικά … Θέλω να του δίνουν ένα χτύπημα στη πλάτη, να του καψαλίζουν την αδιαφορία του, να το ξαφνιάζουν μέσα στον εφησυχασμό του.»

*Η παράσταση, συνεχίζει ως 19.2 στο «Θέατρο Νέου Κόσμου», Τετάρτη με Κυριακή.

** Ο τίτλος του άρθρου, είναι από απόσπασμα διαλόγου της ταινίας.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.