Αφιέρωμα στις δέκα ταινίες που ξεχώρισαν μέσα στο 2019
Η κινηματογραφική ανασκόπηση της χρονιάς με παρούσες δυο ελληνικές ταινίες.
«Η φωτογραφία είναι αλήθεια. Το σινεμά είναι αλήθεια σε εικοσιτέσσερα καρέ το δευτερόλεπτο.» Αυτό υποστήριζε ο Jean Luc Godard στο Petit Soldat κάνοντας ένα γκρο πλαν στο πρόσωπο της πρόσφατα εκλιπούσας Anna Karina. Λίγο πριν την εκπνοή ακόμα μίας γεμάτης χρονιάς , ανατρέχουμε στα πιο αξιοσημείωτα στιγμιότυπα που άφησε πίσω της η έβδομη τέχνη. H πλατφόρμα του Netflix κατάφερε και φέτος να αφήσει το στίγμα της με πολυδάπανες παραγωγές και συμβόλαια με γνωστούς σκηνοθέτες, όπως το Marriage Story και το Irishman.Χωρίς καμία ιδιαίτερη κατάταξη, πέρα από την τελευταία, ιδού οι δέκα ταινίες του παγκόσμιου και ελληνικού σινεμά που είχαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον:
Once Upon a Time on Hollywood-Μια νοσταλγική ματιά στην «χρυσή» εποχή του μαζικού θεάματος
Ο Ταραντίνο μπροστά στο μόνιμο θεματικό δίλημμα του b-movie και της σινεφίλ καλτίλας, κλείνει το μάτι στο δεύτερο. Με αφορμή τα περιστατικά δολοφονιών διασήμων που τάραξαν την Αμερική την δεκαετία του ’60, ο σκηνοθέτης αξιοποιεί το δίδυμο του φιλόδοξου αλλά άσημου ηθοποιού (Leonardo Di Caprio) με τον κουλ κασκαντέρ και φίλο του (Brad Pitt), καθώς αυτοί συναναστρέφονται με όλο το star system της ματαιόδοξης πόλης του Hollywood. Έτσι αναπαρίσταται με ακρίβεια όλο το περιβάλλον εκείνης της εποχής, από τα drive-in και τις επιγραφές νέον μέχρι τα σίριαλ και τις μουσικές στο ραδιόφωνο, όλο αυτό το κινηματογραφικό μικροσύμπαν που δημιουργεί κάθε φορά στις ταινίες του. Στο magnus opus του επιλέγει να σχολιάσει καυστικά την ποπ κουλτούρα, την οποία λατρεύει: διασκεδάζει και την ίδια στιγμή ειρωνεύεται την αυτοαναφορική εγωπάθειά της, νιώθει δέος απέναντι στο πώς μεταπλάθει την πραγματικότητα σε μυθοπλασία κι αισθάνεται θλίψη για το πώς μπορεί να επιβάλει αυτήν τη μυθοπλασία ως (νέα) πραγματικότητα. Ο φόνος της Sharron Tate από τον Charles Manson σφραγίζει πέρα από ένα δραματικό επίλογο, ένα πολιτικό σχόλιο για τον κοντόφθαλμο πασιφιστικό χαρακτήρα των hippies αλλά και την αλόγιστη, εγωιστική βία που συστήνεται ως αντισυστημική.
Midsommar- Παγανιστικός τρόμος και ελεγειακά μεσοκαλόκαιρα
Σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει μια τραγική απώλεια και να σώσει τη σχέση της, μια νεαρή γυναίκα αποφασίζει να ταξιδέψει με τον σύντροφό της και τους φίλους του σε ένα παγανιστικό φεστιβάλ, όπου μια σειρά παράξενων γεγονότων παίρνουν βίαιη τροπή. Χωρίς να καταφεύγει σε εύκολα σχήματα που θα προκαλέσουν τρόμο, ο Ari Aster ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, επανανοηματοδοτεί το horror είδος με μια μόνιμα φωτεινή ταινία διαδραματιζόμενη στο κατακαλόκαιρο. Ο τρόμος και το δράμα εκτυλίσσονται υποδόρια, σε ένα εξιλεωτικό φυσικό τοπίο με τα μακρόθυμα πρόσωπα των διοργανωτών, τις κατάλευκες ενδυμασίες και τον τονισμένο πλουραλισμό των χρωμάτων τα οποία αρκούν για να σαγηνεύσουν τους τρωτούς και ανυποψίαστους ταξιδιώτες. Αν και σε αρκετά σημεία η πλοκή υποβαθμίζεται, εντείνοντας το θολό σεναριακό τοπίο, το τελικό αισθητικό κυρίως αποτέλεσμα καταφέρνει να μαγνητίσει το βλέμμα και να δώσει μια εμπρηστική κορύφωση.
Παράσιτα-Ένα γλυκόπικρο δράμα για την επέλαση των «από κάτω»
Σε εκλεκτική συγγένεια με τους περσινούς Κλέφτες Καταστημάτων, η νέα ταινία του σκηνοθέτη Μπονγκ Τζουν-χο Παράσιτα σχολιάζει τις κοινωνικές αντιθέσεις μέσα από τον ιδιάζοντα ταξικό πόλεμο που αναπτύσσεται μεταξύ δυο οικογενειών κάτω από την ίδια στέγη. Η οικογένεια του Κι-Τάεκ αρχικά ζει σε ένα υπόγειο, διπλώνοντας χάρτινα κουτιά πίτσας για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Όταν δίνεται στον γιο του η δυνατότητα να εργαστεί ως καθηγητής για μία πλούσια οικογένεια, όλοι αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για μία άνευ προηγουμένου ευκαιρία, την οποία σπεύδουν να αρπάξουν. Έτσι, μπαίνουν από την πίσω πόρτα η αδερφή, ο πατέρας και η μητέρα ως μέλη του υπηρετικού προσωπικού, τα οποία απολύθηκαν κάτω από απροσδιόριστες συνθήκες. Από εκεί και έπειτα ξετυλίγεται ένα κουβάρι αντιθέσεων και ψυχολογικών εκβιασμών, προκειμένου οι «εισβολείς» να εδραιώσουν την «παρασιτική» τους σχέση με τους «ξενιστές».
Τζόκερ- Αντι-ήρωας κατά λάθος
O σκηνοθέτης Τοντ Φίλιπς επιχείρησε να αφηγηθεί την ιστορία του Άρθουρ Φλεκ, ενός αποτυχημένου σταντ-απ κωμικού που δουλεύει ως κλόουν για να βιοποριστεί και κάτω από το νοσηρό, ασυγκράτητο πολλές φορές, χαμόγελό του κρύβεται ένας περιθωριακός άντρας με πολλά προβλήματα. Ούτε ένας φαντεζί κωμικός, ούτε ένας μεγαλομανής πρίγκιπας της αναρχίας και του σκότους, αλλά ένα γέννημα-θρέμμα της νιχιλιστικής, αλλοτριωμένης κοινωνίας που χάνει σταδιακά την επαφή του με την πραγματικότητα και γλιστράει στην άβυσσο της παράνοιας. Ο Άρθουρ Φλεκ είναι ένας φτωχός κωμικός που ζει με την άρρωστη μητέρα του κάπου στην Γκόθαμ Σίτι. Ο ανατριχιαστικός ήχος του γέλιου του, που μοιάζει να βγαίνει από τα βάθη της κόλασης είναι μια από τις πολλές αρετές του χαρακτήρα του Xοακίν Φίνιξ, που καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στον καταθλιπτικό βιοπαλαιστή και τον ψυχικά ασθενή. Το μόνο που χρειάστηκε για να παραδοθεί στον εαυτό του ήταν ένα βίαιο γεγονός, που το έδωσε απλόχερα η καταθλιπτική μητρόπολη της Γκόθαμ. Από εκεί και έπειτα ακολουθεί μια χαοτική πορεία που κανείς δεν μπορεί να ανακόψει και χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη βία και φόνους.
«Η Ευνοούμενη»-Μια σπουδή στη ματαιότητα της εξουσίας
Οι αρχές του 18ου αιώνα βρίσκουν την αυλή του βρετανικού παλατιού σε αναβρασμό. Μια νέα εποχή προμηνύεται για τη μοναρχία και τους ευγενείς, καθώς το φεουδαρχικό σύστημα υπό το φως των τεχνολογικών εξελίξεων και της πληθυσμιακής αύξησης θα φτάσει σε τέλμα, αν δεν ενσωματώσει αυτό τον ορυμαγδό αλλαγών. Για τη βασίλισσα Άννα (Ολίβια Κόλμαν), όμως, τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία, καθώς όλα διοικούνται από την Λαίδη Σάρα (Ρέιτσελ Γουάιζ), οπότε ακόμη και ο πόλεμος με την γειτονική Γαλλία φαντάζει με πρόσκληση σε πάρτυ. Η άφιξη της νεαρής έκπτωτης ευγενούς Αμπιγκέιλ (Έμμα Στόουν) έρχεται να ανατρέψει την εσωτερική κατάσταση του παλατιού, διεκδικώντας την εύνοια της βασίλισσας με κάθε τρόπο. Ενώ αρχικά συστήνεται ως η πειθήνια υπηρέτρια και μακρινή ξαδέλφη της Λαίδης Σάρα, σταδιακά μετατρέπεται σε μια χειριστική μέγαιρα που παρατηρώντας σιωπηλά τα μυστικά του παλατιού, αρχίζει να κινεί και πολιτικά νήματα. Στον αντίποδα τοποθετείται η αυταρχική αλλά ειλικρινής Λαίδης Σάρα που ως παιδική φίλη και αργότερα κρυφή ερωμένη της βασίλισσας προάγει τη δική της πολιτική ατζέντα. Έτσι δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο γύρω από το οποίο πολώνεται ολόκληρη η πλοκή και εκφράζεται με τη συνεχόμενη αλλαγή του κέντρου βάρους της αφήγησης.
Η Δουλειά της- μια θαυμάσια αποτύπωση της «αόρατης» γυναίκας της κρίσης
Η Παναγιώτα Σιμιρτζή (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) ζει με την οικογένεια της και τον άνδρα της (Δημήτρης Ήμελλος) σε μια φτωχική μονοκατοικία κάπου στην Αθήνα. Στωικά αφοσιωμένη στην φροντίδα των παιδιών της και στο νοικοκυριό, μοιάζει απορροφημένη στο ρόλο της νοικοκυράς. Όταν όμως ο άντρας της μείνει άνεργος, αυτή πρέπει να στηρίξει πέρα από συναισθηματικά και οικονομικά την οικογένειά της, οπότε βγαίνει για πρώτη φορά στα σαράντα της χρόνια στην αγορά εργασίας της μεταμνημονιακής Ελλάδας. Όντας σχεδόν αναλφάβητη και με μηδέν προϋπηρεσία, η Παναγιώτα θα προσληφθεί σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: σε μια εταιρεία καθαρισμού σε ένα καινούργιο mall. Εκεί νιώθοντας αποδεσμευμένη από τους συνήθεις οικιακούς της ρόλους, έρχεται σε επαφή με τις υπόλοιπες γυναίκες καθαρίστριες και κοινωνικοποιείται, για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Με ελάχιστα χρήματα και ένσημα, παρά τις υπερωρίες, κερδίζει σταδιακά αυτοπεποίθηση και οικονομική ανεξαρτησία και κάνει αθόρυβα την προσωπική της επανάσταση, ακόμα και αν αυτή συντελείται στις χειρότερες κοινωνικές συνθήκες.
Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών- Τρόμος και αθλιότητα στην ελληνική επαρχία
Σκοτεινό και καθηλωτικό, το νέο φιλμ του Σύλλα Τζουμέρκα δεν διηγείται απλά την ιστορία μιας ξεπεσμένης επαρχίας κάπου στην Στερεά Ελλάδα, αλλά ψυχογραφεί όλη την βαλκανική μικροαστική επιρροή που την κατακλύζει. Ανάμεσα σε θρησκευτικά οράματα στην θάλασσα του Μεσολογγίου και ξεραμένους εμετούς σε τουαλέτες θλιβερών τριτοδεύτερων κλαμπ, η δολοφονία ενός ξιπασμένου τραγουδιστή θα ανασύρει όλες τις μύχιες, αταβιστικές σκέψεις των κατοίκων. Την υπόθεση αναλαμβάνει μια μέθυσος αστυνομικός (Αγγελική Παππούλια) με θολή κρίση και προβληματικό παρελθόν, η οποία προσπαθώντας να υπερβεί όλους τους προσωπικούς δαίμονες καταλήγει να ξετυλίγει ένα επικίνδυνο κουβάρι παλαιών υποθέσεων που θα προτιμούσαν να μείνουν στο συρτάρι. Παράλληλα με αυτήν, ο θεατής παρατηρεί την ζωή της αδερφής του θύματος, μιας υποτακτικής γυναίκας που βρίσκει καταφύγιο στην πίστη για να ξορκίσει ένα εξίσου μαύρο παρελθόν. Ποτέ άλλοτε η γεωγραφική ιδιαιτερότητα της λιμνοθάλασσας και της τοπικής παραγωγής χελιών δεν προσομοίαζε περισσότερο με τον προσωπικό βούρκο και το υπαρξιακό «σύρσιμο» που βιώνουν ένας προς ένα όλοι οι χαρακτήρες.
Πόνος και Δόξα- Αυτοβιογραφικός Αλμοδόβαρ σε ένα δείγμα ώριμου σινεμά
Μια γενναία αναδρομή στο -όχι και πολύ φωτεινό- παρελθόν του επιχείρησε να δώσει στο κοινό του ο διάσημος σκηνοθέτης. Όλοι οι φόβοι και οι ανασφάλειες βρίσκονται εκεί: το γήρας, παλιοί έρωτες, εθισμοί, επαγγελματικές συνεργασίες και ο απόηχος του επιτυχημένου παρελθόντος. Ο Σαλβαδόρ Μάγιο(ο κατάκοπος αλλά ειλικρινής Antonio Banderas) υποφέρει από πονοκέφαλο, εμβοές, ισχιαλγίες, άσθμα και το σώμα του μοιάζει να τον εγκαταλείπει. Έτσι αναλαμβάνει το πνεύμα και η νόηση, με την μορφή καταχωρημένων αναμνήσεων που πυροδοτούνται από μικρά καθημερινά περιστατικά. Πρωταγωνίστρια η μητέρα του(Penelope Cruz), μια εργάτρια σε ένα μικρό χωριό έξω από την Βαλένθια και η αδιάκοπη ενασχόλησή της με τις δουλειές ενός ασβεστωμένου φτωχικού που μοιάζει με σπηλιά. Φωτεινές, νοσταλγικές εικόνες της ζωής στην ύπαιθρο διαδέχονται ένα ψυχρό, ψυχαναγκαστικό παρόν σε ένα άδειο αλλά πολυτελές διαμέρισμα. Ανάμεσά τους παρεμβάλλεται μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το παρελθόν, επανένωσης με τον ηθοποιό της ταινίας που τον καταξίωσε στα 80s, αναμέτρησης με τα παλαιότερα έργα του που δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ, συνάντησης με έναν έρωτα που καθόρισε -τραυματίζοντας- την νιότη του. Τακτοποιώντας λάθη και επανατοποθετώντας αναμνήσεις, το σινεμά που μας έχει συνηθίσει ο Αλμοδόβαρ επανέρχεται, αυτή την τελευταία(;) φορά με έντονο προσωπικό στίγμα.
Birds of Passage-Ο εθνογραφικός κινηματογράφος συναντά τον γκανγκστερικό δράμα
Χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια-τραγούδια και καλύπτοντας ένα χρονικό πλαίσιο τριών δεκαετιών, από τα μέσα του ’60 μέχρι τις αρχές του ’80, η ταινία παρακολουθεί δυο φατρίες ιθαγενών στην έρημο της Βόρειας Κολομβίας να συγκρούονται όταν τα νεώτερα μέλη τους εμπλέκονται με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και στην πορεία παραβιάζουν τους κώδικες ηθικής με τους οποίους γαλουχήθηκαν. Η ψυχεδελική αισθητική των 70s που διαδραματίζεται η ταινία συγκρούεται με τις φολκλόρ παραδοσιακές στολές των γυναικών της φυλής, με φόντο μονοπλάνα της κολομβιανής στέπας. Μέσα στο εικοσάχρονο διαφθοράς αναδεικνύεται η δομή μιας αρχαίας τραγωδίας που σφίγγει τον κλοιό, καθώς η ύβρις οδηγεί στην τιμωρία και από εκεί στην αναπόφευκτη – αν και ποτέ αναίμακτη – κάθαρση. Η ταινία έναρξης του περσινού φεστιβάλ Καννών είναι ένα κράμα μιας ιστορίας γυναικείας χειραφέτησης, μιας λυρικής αναδρομής σε έθιμα χαμένων πολιτισμών και μια ψυχρή υπενθύμιση της διαβρωτικής επέλασης των αξιών του δυτικού πολιτισμού, που καταλήγουν σε ένα μοναδικά έντονο κινηματογραφικό αποτέλεσμα.
H ταινία της χρονιάς
Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται- καλογυρισμένο δράμα εποχής με χειραφετητικές αποχρώσεις
Στην Βρετάνη του 1770, η Marianne (Noémie Merlant), μια νεαρή ζωγράφος, καλείται να κάνει το πορτραίτο της Héloïse (Adèle Haenel), μιας νεαρής αριστοκράτισσας, προκειμένου η δεύτερη να παντρευτεί στο Μιλάνο. Όμως η δυσκολία δεν έγκειται στην φιλοτέχνηση του πορτρέτου αλλά στην πεισματική της άρνηση να παντρευτεί από καπρίτσιο της κόμισσας μητέρας της ουσιαστικά έναν άγνωστο. Ο χρόνος πιέζει και η μητέρα μισθώνει την Marianne να παριστάνει την συνοδό στις μοναχικές βόλτες της Héloïse στην παραλία γύρω από τον πύργο και να την ζωγραφίζει κρυφά τα βράδια. Αυτή η κάλυψη ωστόσο φανερώνεται σύντομα και τελικά η Héloïse δέχεται να ποζάρει χωρίς πολλές αντιστάσεις, ξεδιπλώνοντας μια σειρά συναισθημάτων που σιγοκαίουν πίσω από βαθιά βλέμματα και φορτισμένες παύσεις. Μέσα από την διαδικασία του πορτρέτου ξεδιπλώνεται η διαφορετική λογική του female gaze σχετικά με το γυναικείο σώμα, το οποίο δεν κατατέμνεται προκειμένου να καταναλωθεί και να αντικειμενοποιηθεί αλλά σχετίζεται περισσότερο με την παρατήρηση και βαθιά εκτίμησή του.