Blade Runner 2049… είναι ή όχι ρέπλικα;

Μια επιβεβλημένη (και αρχική) σύγκριση

| 06/10/2017

Δυστοπία θηλυκό

(νεολογισμός) η (λογοτεχνική, κινηματογραφική κ.λπ.) παρουσίαση μιας (μελλοντικής) κοινωνίας ή ενός κόσμου που έχει καταστραφεί και δυστυχεί

μια δυστοπική κοινωνία είναι αυτή στην οποία κυριαρχεί η μιζέρια, η ανθρώπινη δυστυχία, η φτώχεια, η καταπίεση, η βία, η ασθένεια, η ρύπανση.

[αποσπάσματα από ό,τι κυκλοφορεί ως λήμμα στο διαδίκτυο)

Φαντασμαγορική εικόνα που σε αποστομώνει, μουσική που ανατριχιάζει, πλάνα υψηλής εικαστικής δυναμικής που εξυμνούν τον κινηματογράφο, ο Blade Runner Κ. μπαίνει στο κάδρο, τα πάντα μοιάζουν πιο απειλητικά από ποτέ και αναστατώνομαι καθώς κάτι περιμένω. Είμαι σίγουρος πως προσμένω εκείνη την γνώριμη κάπνα και τους προβολείς να διασπούν την ακόμη πιο γνώριμη ασταμάτητη βροχή, εκείνη την ανεξάντλητη υγρασία που διέφθειρε την πιο εφιαλτική πόλη που επισκέφτηκα ποτέ. «Είδα πράγματα που εσείς οι άνθρωποι δεν θα πιστεύατε ποτέ. Όλες αυτές οι στιγμές θα χαθούν μέσα στο χρόνο σαν τα δάκρυα στην βροχή». Η τέχνη μια προσπάθεια αιώνιας ζωής. Συγκίνηση, φόρτιση, διανοητική επίδραση. Επιβεβαίωση πως είμαστε άνθρωποι. Προσδοκία λοιπόν μπρος στα πρώτα πλάνα. Συνέπεια μιας παλιότερης ανάμνησης, ως απόγονοι αυτών των κινηματογραφικών αναπολήσεων. Το Blade Runner ήταν μια πόλη που μας γέννησε, μας μεγάλωσε, μας στοίχειωσε ενώ οι επιβλητικές διαφημιστικές ταμπέλες των μονοπωλίων δεν σταμάτησαν να εκπέμπουν μηνύματα που επιβεβαιώνουν πως πέρα από άνθρωποι είμαστε και συνειδησιακό εμπόρευμα του καπιταλιστικού συστήματος. «Enjoy Coca Cola» και τώρα… «Enjoy Blade Runner».

Τα έργα τέχνης ζητούν την εμπιστοσύνη μα και την ψυχραιμία

Δεν είναι μικρό γεγονός. Μιλάμε για την, τριάντα χρόνια μετά, επιστροφή μιας από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές δημιουργίες. Λίγες συνέχειες δημιουργούν τέτοιες προσδοκίες. Γιατί έχουν ως αφετηρία – και ως τροχοπέδη ταυτόχρονα – το πολύ ισχυρό φιλοσοφικό αντίκτυπο της πρώτης εκείνης σύλληψης. Έχουν αφετηρία ένα σύμπαν που έθεσε την κλίμακα κινηματογραφικής αφήγησης σε πολύ υψηλό επίπεδο. Ένα σύμπαν που μετατράπηκε σε εργαλείο ανεξάντλητης συζήτησης πάνω σε θεματικές που η σκέψη της ανθρωπότητας έχει βάλει στην ημερήσια διάταξη. Οι συνέχειες ενός αριστουργήματος ξεκινούν ένα αγώνα δρόμου άνισο μέσα από μια συμπεριφορά μίμησης. Και στο τρόπο και στον στόχο. Πράγμα αδιανόητο. Η επιτυχία στην μαζική κουλτούρα δεν μπορεί να αντιγραφεί. Άλλωστε η λέξη κουλτούρα είναι έννοια μεγατόνων. Και για να την δαμάσεις, πρέπει να εκφράσεις ιδέες μεγατόνων. Η καλλιτεχνική ιδέα πρέπει να είναι αναγκαία προσθήκη ώστε να γεμίσει ένα κενό. Κοινών ερωτημάτων, επίκαιρων και αιώνιων αναζητήσεων. Το Blade Runner κατάφερε ακριβώς αυτό. Αποδείχθηκε έργο τέχνης αναφοράς.

bladeRunner

[

Σε τι ωφελεί η δυστοπία;

Ο Ridley Scott με αφορμή την νουβέλα του Philip K. Dick δημιούργησε κάτι νέο, κάτι πρωτότυπο, κάτι αυθεντικό. Ο ίδιος ο Dick, δήλωσε ειρωνικά πως ο σκηνοθέτης δεν είχε προσλάβει τίποτα από το βιβλίο του. Ναι όντως. Τίποτα. Πήρε μια ιδέα – όπως όλοι οι καλλιτέχνες κάνουν – και την πήγε σε άλλα μονοπάτια. Οδήγησε σε μεγαλύτερη κλίμακα μαζικά τον κόσμο προς τα εκεί. Το underground έγινε μαζική αντίληψη. Τα επίκαιρα υπαρξιακά ερωτήματα αργά ή γρήγορα γίνονται κοινός τόπος όλο και περισσότερων ανθρώπων. Έτσι ξεκίνησε μια αλυσιδωτή αντίδραση που δεν σταμάτησε ποτέ… μέχρι που η Warner Bros αποφάσισε να κάνει μια κόπια της και να την καλμάρει (κάπως). Κάλμαρε την δυστοπία. Χρηματοδότησε αυτή την φορά τις διαφημίσεις, την όξινη βροχή, την μιζέρια. Προσπάθησε να φέρει λίγο πιο κοντά στα μέτρα της την ανθρώπινη σκέψη που βασανίζεται.

Ο σύγχρονος κόσμος, μοιάζει λιγότερο απειλητικός πλέον. Επεξηγήθηκε. Έγινε παραμύθι παρά μελλοντολογική διάγνωση. Μοιάζει μεταφυσικά αισιόδοξος. Δεν χωράνε άλλο στον κόσμο μας δύσμοιρες, οδυνηρές, πεισιμιστικές αφηγήσεις. Δημιουργούν αφετηρίες αποφυγής, απόκρουσης, αντιμετώπισης των αιτιών. Όπως και να έχει το μέλλον δεν περιμένει κανέναν. Τόσος λίγος ο χρόνος του καθένα μας σε τούτη την γη. Οδυνηρό. Αλλά έχε ελπίδα, ακούμε όλο και συχνότερα. Αόριστη συμβουλή μέσω μιας αόριστης έννοιας. Η σκληρή πρόβλεψη του μέλλοντος πέρα από μια βολική αιτιολόγηση της ανθρώπινης αδυναμίας λειτουργεί και ως θέση πολιτικής συνειδητοποίησης. Η δυστοπία είναι εργαλείο διάρθρωσης ιδεών. Όχι συντήρησης ψευδαισθήσεων. Και αυτό ήταν το πρώτο Blade Runner.

Για την πλοκή… (ή όσα επιτρέπεται να πούμε)

Έχουν περάσει τα χρόνια και ένας Blade Runner, ο K. καταδιώκει νέα μοντέλα από ρέπλικες. Το Los Angeles έχει καταστραφεί, οι ρέπλικες έχουν απαγορευτεί γιατί συνειδητοποιήθηκαν πολύ γρήγορα και αρνήθηκαν να παραμείνουν σκλάβοι. Μέσα στα χρόνια όμως δόθηκε εκ νέου η άδεια να δημιουργηθούν. Τα νέα μοντέλα ωστόσο αρνούνται να κάνουν κακό στο αφεντικό τους. Η εταιρία Tyrell έχει κλείσει και την θέση της έχει πάρει η εταιρία Wallace. O K. ξεκινάει ένα ταξίδι αυτογνωσίας ως άνθρωπος, ως ρέπλικα δεν γνωρίζουμε αλλά… ο σκηνοθέτης απαγόρεψε, με παγκόσμιο μήνυμα, να πούμε οτιδήποτε άλλο για την υπόθεση για να μην χαλάσει ο ενθουσιασμός, μη χαθεί η έκπληξη. Περιττό. Αν μια ταινία σέβεται το κοινό, το κοινό σέβεται τον εαυτό του. Και μιας και ο κινηματογράφος δεν είναι πλοκή, κάτι μη γοητευτικό συμβαίνει εδώ: Μια ταινία δεν μένει στο «τι είναι τι» αλλά στο «γιατί είναι αυτό που είναι». Η πρώτη ταινία, ήταν σίγουρη για τον εαυτό της. Δεν τρόμαζε μπρος στην πλοκή της, γιατί λειτουργούσε η αντίληψη πως «δεν είναι τι κοιτάς που έχει σημασία μα τι βλέπεις». Ανάμεσα στις δυο ταινίες, βλέπω δυστυχώς -μετά τον πρώτο ενθουσιασμό – μια διαφορά μεγέθους.

Μια αναγκαστική σύγκριση (ως κινηματογραφικές εμπειρίες)

Είναι θεμιτή η σύγκριση των δυο ταινιών; Ή οφείλουμε να παρακολουθήσουμε την δεύτερη  ως κάτι το αυτόνομο; Και να θέλαμε, είναι αδύνατο. Για να παρακολουθήσεις την δεύτερη, πρέπει να γνωρίζεις την πρώτη. Εξάλλου, αμφότερες οι ταινίες είναι η ιστορία του Blade Runner με την δεύτερη να τοποθετεί την υπόθεση 20 περίπου χρόνια μετά την πρώτη, οπότε η σύγκριση είναι αναγκαστική μέσα από την δηλωμένη χρονική της συνέχεια. Παρομοίως, η όλη λογική της δεύτερης ταινίας, βασίζεται στο σύμπαν, στην θεματική, στην εικαστική και στις αναφορές των χαρακτήρων που υπήρχαν (και) στην πρώτη. Η σύγκριση, λοιπόν, είναι και αναγκαστική και επιβεβλημένη. Σύγκριση που προφανώς πρέπει να γίνει με θεμιτό και όχι οπαδικό τρόπο, σεβόμενοι την διαφορετικότητα των συντελεστών και των ιδεών τους και δίχως να αναιρούμε το γεγονός πως κάθε συνέχεια μιας ιστορίας έχει το απόλυτο δικαίωμα να μιλήσει (και) αυτόνομα. Παρένθεση: Προτείνω στον καθένα να δει το δεύτερο μέρος με ανοιχτό μυαλό, με πλήρη εμπιστοσύνη στην έκπληξη και στην ομορφιά που παράγει ο κινηματογράφος. Θεωρώ ταυτόχρονα πως κάθε έργο τέχνης τέτοιας δυναμικής πρέπει να έχει την μέγιστη ευκαιρία να αποτελέσει βίωμα, να «ζήσει», να αξιολογηθεί μετά την πρώτη (δεύτερη, τρίτη.. νιοστή) προβολή της, μέσα από τον διάλογο της με τον θεατή. Το βιαστικό τούτο κείμενο είναι ανοιχτό προς πάσα αναθεώρηση που ο χρόνος επιβάλλει.

11

Το αυθεντικό και η ρέπλικα (;)

Το Blade Runner του 1982 είναι ανέγγιχτο, είναι αξεπέραστο όπως από τον χρόνο έτσι και από κάθε νέα καλλιτεχνική του προσέγγιση. Το Blade Runner του 1982 είναι μια αυθεντική πρόταση, το Blade Runner του 2017 μοιάζει να είναι μια πανέμορφη, μια πανέξυπνη μα με χαμηλό προσδόκιμο ζωής, ρέπλικα. Το πρώτο σε ένα δίωρο κατάφερε να δομήσει μια ολοκληρωμένη κεντρική θεματική, ένα κεντρικό πυρήνα. Η δύναμη της βρισκόταν πως την μελετούσε και την εικονογραφούσε συμπυκνωμένα, πολύπλευρα, πολυπρισματικά, κυρίως συνεκτικά και που προφανώς δεν την εξαντλούσε. Ο κεντρικός πυρήνας ήταν αυτό το εργαλείο που καθόρισε μια ολόκληρη αντίληψη για το μέλλον. Δημιούργησε έναν ζωντανό και απτό εφιάλτη, κάτι που θέλει κότσια για να αναμετρηθείς ιδεολογικά, ηθικά μαζί του. Έμοιαζε με προσωπική πάλη του καθένα από εμάς με τις επιθέσεις ιδεών του. Το Blade Runner 2049 παράτησε το οπλοστάσιο του. Πήγε την κουβέντα αλλού. Μας σέρβιρε κάτι πανέτοιμο για τις νέες γενιές του θεάματος που δεν πολυτρώγονται με αγωνίες τέτοιας κλίμακας. Η υψηλή σύλληψη έγινε κατανοητή, προσιτή, αν και δαιδαλώδης, αφήγηση. Δεν κατάφερε να δομήσει ένα εναλλακτικό μέλλον (ένα εμβαθυντικό δηλαδή παρόν) που να μοιάζει εφιαλτικότερο, ποιοτικά και ποσοτικά πιο δυσοίωνο. Καθώς όμως είναι όλο και πιο αντιληπτό στις μέρες μας πως τα androids still dream of electric sheep θα έπρεπε να προσμένουμε κάτι τέτοιο: Είναι ανάγκη μα δυστυχώς και σημάδι των καιρών.

Ήταν οι λεπτομέρειες, οι δραματικοί τόνοι των διαλόγων, η ευφυής ειλικρίνεια και αυθεντικότητα των διαλόγων και των θέσεων, ήταν το φόντο της πόλης και ο εφιάλτης της βροχής, της υγρασίας, της σήψης, της καταστροφής, των καπνών, οι αγχωτικές αλλεπάλληλες και ασταμάτητες κινήσεις του φωτός μέσα από τα στόρια. Το Blade Runner δεν είχε απόσταση από το πανί. Το βλέμμα των χαρακτήρων μας τέσταραν διαρκώς. Λογική της λεπτομέρειας, μια σκηνογραφική απόδοση ζώσας μιζέριας. Κάθε σεκάνς και μια επιμέρους θεματική, παράγωγη της κεντρικής μα και αυτόνομη ταυτόχρονα. Υπήρχε ένα κοινό νήμα σε όλους τους τομείς. Τίποτα παράταιρο, τίποτα επί τούτου φαντασμαγορικό. Το Blade Runner δανειζόταν από την παρούσα πραγματικότητα αλήθειες και τις επέστρεφε και πάλι πίσω συντριπτικά πιο αναπτυγμένες, με ωμότητα και με… ποίηση. Στην νέα ταινία, όλες οι επιμέρους θεματικές μοιάζουν με αποσπασματικά ψήγματα δίχως κεντρικό πυρήνα, πέρα ίσως από ένα «ταξίδι αυτογνωσίας» του κεντρικού χαρακτήρα – που εν τέλει αναρωτιέμαι, αν υπήρχαν και άλλοι χαρακτήρες -. Τι πιο αόριστο; Ταξίδι αυτογνωσίας. Δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Προς τα πού ωστόσο ταξιδεύει; Στην επεξήγηση και αναθεώρηση γρίφων, αινιγμάτων, αφαίρεσεων της πρώτης ταινίας και ταυτόχρονα σε κάποια ενδιαφέροντα και πολιτικώς σκληρά μεν, πολυσυζητημένα, εξαντλημένα, τόσο γνώριμα ζητήματα του παρόντος, του επίκαιρου παρόντος δε. Δανείζεται από την πραγματικότητα και τα μεταφέρει σχεδόν αυτούσια με αλλαγμένο, sci-fi σκηνικό στο μέλλον. Παιδική εκμετάλλευση, σεξουαλική εκμετάλλευση, εύρεσης ταυτότητας, μια δόση οικολογίας και κάποιες βιβλικές αναφορές μα η μεγάλη αναζήτηση της σχέσης ατόμου και κοινωνίας, χάνεται κάπου πίσω από όλα. Η τεχνητή συνείδηση που μας εμφυτεύεται και μας καθοδηγεί προς την απελπισία και την ήττα είναι παρούσα μα ως ένας ακόμη σχολιασμός. Με δυο λόγια: Η δυστοπία περισσότερο σαν ένα ντεκόρ και η εικαστική πολυπλοκότητα περισσότερο σαν μια άσκηση ύφους. Η εικόνα δεν μπορεί με «μαγικά» να παράξει και να ολοκληρώσει ιδέες αν παραμένει σχετικά διεκπεραιωτική.

Η πόλη του Los Angeles κάποτε χωρούσε και χώνευε όλους τους χαρακτήρες, ήταν παράγωγα της, εξήγαγε την ιδιοσυγκρασία τους. Ο φόβος τους και οι προσπάθειες τους συνταίριαζαν κάτω από το επιβλέπων βλέμμα της μονοπωλιακής Tyrell Corp. Εκεί και μόνο καθοριζόταν και κάθε φυγή ήταν μια αβέβαιη μα αποφασιστική πορεία προς το άγνωστο. Τα δάκρυα ήταν αποτέλεσμα της βροχής, εκεί τρέχανε, εκεί ξεπλενόταν και εκεί εξαντλούταν. Άνθρωποι και ρέπλικες, κατασκευασμένοι σκλάβοι του συστήματος. Τώρα όλα αλλάζουν: ο Κ. είναι ανεξάρτητος (και κατά συνέπεια μη σκλάβος) από το περιβάλλον. Το αντιμετωπίζει σθεναρά. Δεν τον ορίζει, μα το ορίζει. Διαφορά επίσης, μεγέθους.

Επιγραμματικά η πλειοψηφία της κριτικής δηλώνει γενικόλογα και δυστυχώς χάνει από την αξιοπιστία της: Η νέα ταινία έχει να κάνει με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Μα σοβαρά τώρα; Κάθε μορφή τέχνης, ειδικά σύγχρονης και ακόμη ειδικότερα ο κινηματογράφος, με αυτό το θέμα ασχολείται. Όλη η ανθρώπινη σκέψη με αυτό ασχολείται. Προσπαθεί να δώσει όμως πλευρές της για να μπορέσουμε να το συζητήσουμε. Παραβλέποντας όμως και αυτό επί του παρόντος ας παραμείνουμε στο ερώτημα: τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος; Θα το λέω συνέχεια: Από τις ταινίες δεν περιμένουμε απαντήσεις σερβιρισμένες. Είμαστε ενάντια στον διδακτισμό – που το Blade Runner 2049 επιχειρεί δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό. Περιμένουμε εργαλεία συναισθήματος και μελέτης. Το πρώτο ερώτημα ταυτόχρονα το ακολουθεί ένα δεύτερο. Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να κρατάς ζωντανή μια ελπίδα; Αυτό άρα είναι η ανθρωπιά; Μια ελπίδα; Μα τι είναι η ελπίδα; Και εδώ λείπουν τα εργαλεία. Με αυτή την λογική δεν καταλήγουμε πουθενά. Ελλείψει εργαλείων δεν νοείται κουβέντα. Ας θεωρήσουμε εν τέλει πως άνθρωπος σημαίνει ελπίδα. Δεκτό. Είναι μια βολική απάντηση, μα καθόλου αξιόπιστη. Η πρώτη ταινία έθετε αυτό το ερώτημα. Και κεντρικός πυρήνας της προβληματικής του θετόταν κάπως έτσι: Ο άνθρωπος είναι παράγωγο των αναμνήσεων, παράγωγο των βιωμάτων του, παράγωγο της ιστορίας και της εποχής του. Οι αναμνήσεις δημιουργούνται μέσα στην εποχή μας, μέσα σε μια δοσμένη κοινωνία που παράγει όλο τον υλικό κόσμο για να τον βιώσουμε. Άρα μεταφορικά και αλληγορικά και όπως αλλιώς θέλουμε είναι πάντοτε τεχνητές παρά αληθινές. Είμαστε σκλάβοι της εποχής, μιας εποχής παρούσας, βαθιά δυστοπικής και καθόλου φαντασιακής. Ελπίδα και ανθρωπιά σημαίνει τέχνη. Μην χαθεί… στις συνέχειες.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.