Brant Bjork:

Ο καθόλου τυχαίος τύπος που θα παρακολουθήσουμε την Παρασκευή στο ΑΝ

| 20/10/2014

Καλά κρατεί η παράδοση που θέλει όλους τους σημαντικούς καλλιτέχνες της ευρύτερης σκηνής του “stoner” ήχου, να περνούν μια βόλτα από εδώ. Κι αυτό γιατί μάλλον καλά κρατεί συνάμα και η άνθηση αυτής της underground σκηνής εγχώρια. Αυτή τη φορά, στις 24 Οκτώβρη έρχεται στο ΑΝ Club μία από τις πιο αξιοσημείωτες φιγούρες του stoner / desert rock ήχου. Ο λόγος για τον Brant Bjork, τον οποίο οι περισσότεροι ίσως θα τον ξέρουν ως ιδρυτικό μέλος και ντράμερ των Kyuss. Για πολλούς οι απαρχές του stoner υπήρχαν και παλιότερα, αλλά οι Kyuss ήταν αυτοί που στις αρχές του ‘90 του έδωσαν παγκόσμια φήμη εκτινάζοντάς το. Εκ του αποτελέσματος μπορούμε να τους θεωρήσουμε και “πατέρες” του…

 

Πραγματικά δε με ενδιαφέρει πώς το λένε. Eίμαι στη φάση εδώ και πολλά χρόνια και έχω καταλάβει πια ότι οι δημοσιογράφοι απλώς θέλουν να του δώσουν ένα όνομα. Δε θα το πούνε rock ‘n’ roll, γιατί έτσι το έλεγαν στα 50’s. Δε θα το πούνε heavy metal, γιταί έτσι το έλεγαν το 60’ και το 70’. Αν τη σήμερον ημέρα λέγεται stoner rock, από εμένα οκ. Όλα rock ‘n’ roll είναι, και όλοι καπνίζουμε χόρτο, οπότε έχει νόημα ούτως ή άλλως.

Brant Bjork, απάντηση στη χιλιοειπωμένη ερώτηση “γιατί το αποκαλείτε stoner”;

 

Ο Brant, παιδί προβληματικών γονιών, εθισμένων στα ναρκωτικά, υιοθετήθηκε από άλλη οικογένεια που έμενε στο Palm Desert της California. Από το λύκειο ακόμα, όντας φίλος με τους δύο έταιρους συνιδρυτές των Kyuss, τον Josh Homme (νυν frontman των Queens of the Stone Age εδώ και πολλά χρόνια) και τον John Garcia (Slo Burn, Unida) ξεκίνησαν να παίζουν ως Katzenjammer, και λίγο καιρό αργότερα μετονομάστηκαν σε Sons of Kyuss, όνομα που τους έδωσε ο Brant Bjork εμπνευσμένο από παιχνίδι D&D (Dungeons and Dragons), φυσικά καταλήγοντας στο σκέτο Kyuss. Τέσσερα άλμπουμ έχουν στο δυναμικό τους, με τον Bjork να παίζει καταλυτικό ρόλο στη σύνθεση των τριών. Μετά και το release του “Welcome to sky valley”, o Bjork αποχωρεί από τη μπάντα εκνευρισμένος με τον Homme, ο οποίος αρνούνταν όλο και περισσότερο να παίξει τα κομμάτια του Bjork. Μετά την αποχώρησή του οι Kyuss θα εκδώσουν ακόμα ένα άλμπουμ, “…and the Circus leaves town” και θα διαλυθούν. Αποτελούν ένα ακόμα παράδειγμα μπάντας με σύντομη διάρκεια ζωής, αλλά ασύλληπτη επιρροή για όλον τον ροκ ήχο της επόμενης δεκαετίας. Το “Welcome to sky valley”, μαζί με το “Blues for the red sun” θεωρούνται από τα κλασικότερα του είδους.

Μετά τη διάλυση των Kyuss, ο Bjork ήταν ακόμα …21 ετών. Και φυσικά δε γινόταν να σταματήσει.

 Εγώ και ο Josh ήμασταν η δημιουργική δύναμη των Κyuss. Είχαμε βαθιά κατανόηση ότι η ύπαρξη της μπάντας είχε ανάγκη και τους δύο. Τον καιρό του “Sky Valley”, ήμουν πολύ νέος, 19 με 20 χρονών, και σίγουρα είχα ένα μεγάλο καλλιτεχνικό όραμα με τους Kyuss. Το δούλεψα πολύ στο “Blues for the Red Sun”, μα στο “Sky Valley” υπήρξε σύκρουση μεταξύ εμού και του Josh για το πού θα πάει το πράμα. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά στο παρελθόν, και δεν ήξερα πώς να το χειριστώ.

Στον Bjork πάντα άξιζε ένας μεγαλύτερος ρόλος από τον αποκλειστικό ρόλο του drummer. Παίζει το ίδιο καλά και κιθάρα και μπάσο, και έχει γράψει πολλά από τα αξιομνημόνευτα κομμάτια των Kyuss, όπως το Green Machine, το Gardenia, 50 million year trip, Thumb, και πολλά άλλα.


Η περιπλάνηση στην …έρημο

Πριν προσγειωθεί στους Fu Manchu, ίδρυσε μια δισκογραφική εταιρεία, και άφησε τη σφραγίδα του σε ένα σωρό μπάντες (Solarfeast, Fatso Jetson και φυσικά στους Mondo Generator του Nick Oliveri), της ίδιας συνομωταξίας, ή, για να κυριολεκτούμε, της ίδιας παρέας. Στην Καλιφόρνια εκείνη την περίοδο ο stoner ήχος ήταν “εργολαβία” μιας τεράστιας παρέας από μουσικούς.

Αποκορύφωμα λοιπόν αυτής της παρέας (που ο καθένας θα ήθελε να έχει), τα συλλογικά μαζέματα πολλών εξ’ αυτών σε ένα παλιό σπίτι μέσα στην έρημο του Palm Desert, γεμάτο με μουσικά όργανα και σπάνιο “ρετρό” εξοπλισμό και μηχανήματα για ηχογραφήσεις, μαζεμένα από τον Dave Catching,  “αθόρυβο” μεν, αλλά πολύ σημαντικό μέλος της παρέας αυτής. Τα τραγούδια όλα ηχογραφούνταν “on the spot”, δηλαδή επί τόπου, σε μερικές ώρες. Τα καλέσματα προς όλους γίνονταν από τον Josh Homme, και έμειναν γνωστά ως “The Desert Sessions”. Συνοδεύονται από πολλές ιστορίες, ιδιαίτερα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ηχογραφήθηκαν όλα τα τραγούδια, οι οποίες φυσικά δεν επαληθεύτηκαν ποτέ. Λόγω αυτού, όπως είναι φυσικό, με το ντόρο που έγινε γύρω από αυτές, για τους φαν του είδους απέκτησαν ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Καλλιτέχνες όπως ο Mark Lanegan και η PJ Harvey συμμετέχουν σε πολλά από αυτά τα sessions, δέκα (!) στον αριθμό.

Η ώρα των FuManchu

Έχοντας εκδόσει τρία άλμπουμ, και αναζητώντας το next step, οι Fu Manchu εντάσσουν στους κύκλους τους τον Brant Bjork, και λίγους μήνες μετά αυτό μετουσιώνεται σε ένα ακόμα άλμπουμ – σταθμό, το The Action is Go. Ο Bjork ακολούθησε τους Fu Machu σε πολλά άλμπουμ ακόμα, συμπεριλαμβανομένου και του King of the Road, και κατα τη διάρκεια όλων αυτών των ετών η μπάντα αποκτούσε διαρκώς όλο και μεγαλύτερη φήμη, φτάνοντας σε αναγνωρισιμότητα κολλοσούς όπως οι Monster Magnet και οι Clutch.

Τι θα δούμε τώρα από τον Brant Bjork.

 Την τελευταία δεκαετία ο Bjork έχει αφιερωθεί στη δική του solo καριέρα, κάνοντας ταυτόχρονα και side projects δεξιά και αριστερά, με πιο σημαντικό αυτό των Che (παρά την πολύ μικρή διάρκεια ζωής), σε συνεργασία με τον κολλητό του φίλο και αντικαταστάτη του στους Kyuss Alfredo Hernandez. Οι Che εξέδωσαν μόνο ένα άλμπουμ, με τίτλο “Sounds of Liberation” (το όνομα της μπάντας και ο τίτλος του άλμπουμ μας κινούν την περιέργεια να μάθουμε αν είναι τυχαία ή αν όντως δείχνουν μια στροφή προς την πολιτική ή κάτι τέτοιο, αλλά δυστυχώς παραπάνω στοιχεία δεν έχουμε). Τραγούδια από το Sounds of Liberation πάντως, ακόμα παίζονται στις συναυλίες από τον ίδιο τον Bjork.

O Brant Bjork ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του το 1999, ξεκινώντας με το άλμπουμ “Jalamanta”, στην ηχογράφηση του οποίου μάλιστα, έπαιξε όλα τα όργανα, μπάσο ντραμς και κιθάρα ηλεκτρική, συμπεριλαμβανομένων και των φωνητικών. Ακόμα 8 (!) άλμπουμ ακολουθούν από τότε, είτε με το προσωνύμιο Brant Bjork, είτε Brant Bjork and the Operators, είτε Brant Bjork and the Bros, καθιστώντας τον μία τεράστια μηχανή παραγωγής μουσικής, και όπως είναι φυσικό, μία τεράστια και αναντικατάστατη φιγούρα του είδους. Πέραν του Jalamanta, τα άλμπουμ “Keep Your Cool” (2003) και “Gods and Godesses” (2010) ανήκουν στην κατηγορία “must listen”.

Το μελανό σημείο

 Όπως είναι φυσικό οι απανταχού φανς ζητούσαν για πολλά χρόνια την επανένωση των Kyuss. “Είμαι σίγουρος πως όλοι θα απαντήσουμε θετικά σε αυτή την ερώτηση την αμέσως επόμενη στιγμή, εκτός από τον Josh”, δήλωνε ο άλλοτε μπασίστας των Kyuss, Nick Oliveri. Ο Brant Bjork δήλωσε “το κάνω μόνο για τσάμπα μπύρες”. Φυσικά ο Josh Homme ήταν το εμπόδιο σε αυτό το reunion από την πρώτη στιγμή, όντας και ο μόνος βέβαια που έχει μπει “στα μεγάλα σαλόνια” με τους Queens of the Stone Age και με δεκάδες άλλα project και συμμετοχές παντού.

 Τελικά τα λοιπά μέλη των Kyuss, αψηφώντας τον Homme, επανενώνονται με το παραλλαγμένο παρατσούκλι “Kyuss Lives!”, με τον Garcia να δηλώνει “there is no Kyuss without Josh”. Η μπάντα πραγματοποιεί παγκόσμια περιοδεία, περνώντας φυσικά από τη χώρα μας δύο φορές, γνωρίζοντας την ανάλογη απήχηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιοδίας, βρίσκονταν σε δικαστικές διαμάχες με τον Josh Homme, ο οποίος είχε πάρει και τον Scott Reeder με το μέρος του, διότι ανέφεραν το όνομα Kyuss στον προσωνύμιό τους. Διαμάχες οι οποίες έβγαλαν τόσα πολλά άσχημα σκηνικά στην επιφάνεια, όπως ανταλλαγές email μεταξύ των πρώην Kyuss, αηδιαστικές δηλώσεις, κλπ (είναι γνωστό ότι και οι υπόλοιποι Kyuss και ειδικά ο Garcia δεν είναι και οι καλύτεροι χαρακτήρες).

 Εν τέλει, το δικαστήριο απεφάνθη, ότι δε γίνεται να χρησιμοποιήσουν τη λέξη Kyuss στο όνομα της (επανενωμένης) μπάντας. Το άλμπουμ λοιπόν που είχαν στα σκαριά, τελικά το εξέδωσαν ως Vista Chino. Οι κριτικές που απέσπασαν, δυστυχώς ήταν αποκαρδιωτικές, δείχνοντας έτσι ότι όντως, “there is no Kyuss without Josh”. Πολύς κόσμος με λατρεία για τους Κyuss απογοητεύτηκε με το release αυτού του δίσκου.

Όπως και να έχει, εμείς θα δούμε έναν από τους μεγαλύτερους μαέστρους της συγκεκριμένης μουσικής. Ίσως και από επιλογή του, ίσως και λίγο ότι η μουσική αυτή είναι από μόνη της “underground”, ο Brant Bjork δεν βρίσκεται στα μεγάλα σαλόνια, δεν τον λες παγκοσμίου φήμης. Αν όμως γνωρίζεις λίγο από την ιστορία του συγκεκριμένου είδους, τότε ξέρεις ότι την Παρασκευή θα δεις έναν από τους πιο influential τύπους σε αυτό.

 Δε θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει άλλος χώρος πέραν του ΑΝ Club, και οι λόγοι είναι γνωστοί. Όχι μόνο γιατί εκεί έπαιξε και πριν έξι χρόνια όταν είχε επισκεφθεί τη χώρα μας για πρώτη φορά (ως σόλο, γιατί τον έχουμε ξανασυναντήσει με τους Fu Manchu παλιότερα), αλλά γιατί από εκεί μέσα έχει εφορμήσει ότι “stoner” έχει συμβεί στην πόλη μας, τόσο απλά.

Η λογική λέει ότι την Παρασκευή θα ευχαριστηθούμε έναν ορυμαγδό από τις καλύτερες στιγμές του Bjork στη σόλο καριέρα του, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Οι πιθανότητες να ακουστεί κάτι και από Che, πόσο μάλλον από Κyuss …  απλώς υπάρχουν.

 Το σίγουρο είναι ότι… ακόμα το’ χει.

ΥΓ. Και για όσους δεν το κατάλαβαν από τα παραπάνω και ακόμη ρωτάνε: Όχι,  δεν έχει καμία σχέση με την Ισλανδή (!) τραγουδίστρια της pop, Björk Guðmundsdóttir…

BRANTBJORK_AN_WEB_BLUE