Brian De Palma, ένας επαναστάτης στα όρια του συστήματος

Αφιέρωμα στον μεγάλο σκηνοθέτη με αφορμή το βιογραφικό ντοκιμαντέρ «De Palma», στις 22ες Νύχτες Πρεμιέρας

| 24/09/2016

«Ποτέ δεν έγινα αποδεκτός σαν ένας συνηθισμένος καλλιτέχνης. Ό,τι και να λέγεται για τον David Lynch ή τον Martin Scorsese… αυτοί θεωρούνται μείζονες κινηματογραφικοί δημιουργοί και κανείς δεν το αρνείται αυτό. Εγώ ποτέ δεν είχα αυτή την θέση», λέει με μια δόση θαυμασμού για τους συνοδοιπόρους του, μα και παραπόνου ή/και καλλιτεχνικής μετριοφροσύνης για τον εαυτό του, ο Brian De Palma. Και εκτιμώ αμέσως την ειλικρίνεια του. Όμως πέραν των δικών του λόγων και της σχετικής του αυτογνωσίας, ο De Palma, με τις πάμπολλες συμμετοχές του σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, τις εκθειαστικές μα και αμαυρωτικές κριτικές, τις εμπορικές επιτυχίες και τις τρομερές αποτυχίες μέσα στα 45 χρόνια που παραμένει ενεργός, μοιάζει να ενόχλησε μα και να ενθουσίασε την παγκόσμια γνώμη, κριτήρια που τον θέτουν δικαιούχο «κράτησης» μιας θέσης στη κινηματογραφική ιστορία. Για τους οπαδούς του, φαίνεται πως μπορούν πλέον να νιώθουν ικανοποιημένοι για την χρόνια λατρευτική εμπιστοσύνη στο έργο του και οι επικριτές του ίσως πρέπει να αρχίσουν να επανεκτιμούν τις πρότερες απαξιωτικές θέσεις τους.

Ο ιταλικής καταγωγής σκηνοθέτης, που έμελλε να βρίσκεται στα έμπροσθεν του «νέου κύματος» του Hollywood, δίπλα σε ονόματα όπως ο Scorsese, o Spielberg, ο Coppola κ.α., είχε κι αυτός την κατάρα, του να είναι ανεξάρτητος και εξαρτημένος μαζί από το βιομηχανικό σύμπλεγμα του αμερικάνικου κινηματογράφου. Λοιδορήθηκε, κατηγορήθηκε, θεωρήθηκε «δεύτερος» και επαναλαμβανόμενος, ενώ την ίδια στιγμή πολλές από τις ταινίες του, καθόρισαν μια συγκεκριμένη οπτική στο σύγχρονο σινεμά, γίνανε κλασικές, συζητήθηκαν όσες λίγες. «Ή με μισούν ή με λατρεύουν» έχει πει παλιότερα ο ίδιος, γνωρίζοντας πως η πλειονότητα της διεθνής κριτικής ποτέ δεν έριξε το ανάλογο βάρος, που έριξε σε άλλους σύγχρονους του. Όνομα πάντα υπό αμφισβήτηση, έμοιαζε για αυτήν, ένας καλός τεχνίτης που εξασκείτε στο ύφος και στον εντυπωσιασμό, δίχως όμως κάποιο αισθητικό και ιδεολογικό όραμα και δίχως υψηλό ηθικό ανάστημα.

brian-de-palma-8

Η κακεντρέχεια εμμονικού επιπέδου έφθασε στο σημείο σύγκρισης με την ναζίστρια σκηνοθέτη Λένι Ρίφενσταλ. Αυτοί που το δήλωσαν, φαίνεται πως ποτέ τους δεν κατανόησαν ποιο ήταν το επίπεδο κριτικής που ασκήθηκε στην Ρίφενσταλ. Απλά κουνούσαν τα κεφάλια τους καταφατικά σε κάθε «αυθεντία». Κάποιοι, λιγότερο προσβλητικοί και κάπως εγκρατείς, τον συνέστησαν ως μισογύνη, διότι απεικονίζει τις γυναίκες σαν τα άγρια θύματα ή τους αγριότερους θύτες. Ίσως γιατί ποτέ τους δεν κατάλαβαν, τι σημαίνει δραματουργία, άποψη πάνω στην πραγματικότητα και όχι συμβιβασμός στα γούστα του κοινού και του politically correct λεξιλογίου. Ο ίδιος θα απαντήσει επιστρέφοντας τους τις «υπεράνω» υποκρισίες: «Κανένας δεν παραπονέθηκε όταν σκότωσα έναν άντρα στο «Sisters». Οι γυναίκες είναι πιο συμπαθητικές όταν κινδυνεύουν. Κάποιος είπε πως η ιστορία του σινεμά φτιάχτηκε φωτογραφίζοντας γυναίκες. Κι αυτό είναι αλήθεια».

Ένας λογοκλόπος μαθητής του Hitchcock;

Σε όλη του την δημιουργική πορεία, τον ακολουθεί μια ιδιότητα, που ποτέ ο ίδιος δεν απαρνήθηκε. Με μερικά καλλιτεχνικά διαλείμματα και ασχολούμενος με άλλα κινηματογραφικά είδη, από αυτό το οποίο τον κατοχύρωσε, και συχνά με αρκετά άνισα αποτελέσματα (όπως στην επιστημονική φαντασία και την κλασική περιπέτεια) ο De Palma παρέμεινε πάντα πιστός σε αυτό που έμελλε να μεγαλουργήσει. Με την ευθύτητα, την ωμότητα και την σκληρότητα της τεχνικής του, ανανέωσε, και δεν είναι διόλου μηδαμινό αυτό, το χιτσκοκικό σασπένς δίνοντας το τις σύγχρονες ανάσες που του χρειαζόταν. Κι αυτός με την σειρά του, την έννοια της στρεσογόνας φοβίας, της επικείμενης σύγκρουσης και της αγχώδης προσμονής, ως μονάδες μέτρησης μιας υπό διάλυσης κοινωνικής και ατομικής πραγματικότητας, τις ανέβασε ένα σκαλί παραπάνω από την θέση που είχαν στην κινηματογραφική αφήγηση και δυναμική. Δίπλα στον Πολάνσκι, έκανε εικόνισμα μα και διάβασε σωστά, κάνοντας κτήμα του τις οδηγίες του δασκάλου του.  Ο De Palma, πήρε αυτό το, b κατά πολλούς, είδος κινηματογραφικής γραφής, το έφερε σε ένα πιο αμφισβητούμενο παρόν, του έδωσε την αναγκαία φρέσκια οπτική και το δικαίωσε ως μια ανάγκη της δυτικής κοινωνίας, να ομφαλοσκοπεί ως συνήθως, μα τώρα με μεγαλύτερη σαφήνεια.

Κι όμως τα παραπάνω, για κάποιους «σχολαστικούς», θεωρούνται λογοκλοπή. Και κατακάθισαν πάνω από τον De Palma, ως μομφή και στιγματισμός. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει λόγος να αναφέρω την πασίγνωστη ρήση του Picasso περί λογοκλοπής και το αυτονόητο πως βεβαίως όλη η τέχνη αποτελεί παράγωγο μιας μόνιμης, και μη ενοχικής για τους «εγκληματίες», κλοπής! Και δεν την αναφέρω γιατί αυτοί που κάνουν παρέα με τον φθόνο, σαφώς και την γνωρίζουν και δεν τους ιδρώνει καν το αυτί, αφού έχουν συνηθίσει στην ασφάλεια του κριτή και όχι στην ανασφάλεια του δημιουργού. Όμως γιατί βάλανε αυτόν στο στόχαστρο; Αν ήταν τόσο αδιάφορος και τόσο αντιγραφέας και τόσο αποτυχημένος θα τον είχε εκβάλει στα λήμματα η ίδια η ζωή. Ειδάλλως κάτι κάνει που ενοχλεί και έτσι είναι. Ο De Palma είναι «ενοχλητικός» και αποτελεί μέσα στην συμβατική φόρμα του κινηματογράφου, ενόχληση στα χρηστά ήθη του Hollywood. Έβγαλε στην φόρα τα άπλυτα και τα άφησε έκτοτε, να μυρίζουν.

Αλλά ξεφεύγοντας για λίγο από την ερμηνεία του έργου του και επιστρέφοντας στα ζητήματα της φόρμας, ας δούμε τι είχε πει κάποτε ο ίδιος, περί αντιγραφής. «Όλα είναι γραμματική. Αν έχω την λέξη διαθέσιμη και έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και μπορώ να την χρησιμοποιήσω ξανά πιο αποτελεσματικά, γιατί όχι; Είναι μια διαφορετική ερμηνεία του ίδιου πράγματος». Σε παρόμοια γραμμή, ο βραβευμένος – και μοναδικός – με Pulitzer, κριτικός κινηματογράφου Roger Ebert, θα γράψει επ’ ευκαιρίας του «Blow Out»: «ο De Palma συνεχίζει την πρακτική του, με αναφορές σε άλλες ταινίες, άλλους σκηνοθέτες και πραγματικά γεγονότα και παρόλα αυτά είναι η καλύτερη και πιο γνήσια του δουλειά». Ή αλλιώς, κάθε τι υπαρκτό, αν ιδωθεί από διαφορετική οπτική, δίνει μια νέα και πολυεπίπεδη σειρά ερμηνειών και δυναμικών και άρα γεννά νέες εκτιμήσεις της οντότητας του. Και κάθε τέτοια έρευνα – όπως είναι η τέχνη – είναι θεμιτή και πλήρως αναγκαία, για την ανθρώπινη σκέψη.  Έτσι, αρνούμαι πως στέκει η κατηγορία του κακού αντιγράφου, αλλά ας αφήσω την κινηματογραφική ιστορία, να μιλήσει τελεσίδικα.

brian-de-palma-6

Τα θρυλικά περιοδικά «Cahiers du Cinema», δίνουν από την άλλη, βάρος στην λέξη «δημιουργία». Ο De Palma «δημιουργεί μια κληρονομιά των καλύτερων περασμένων χρόνων του αμερικάνικου σινεμά, δημιουργεί σαν τον Χίτσκοκ, και σημασία έχει η λέξη «δημιουργεί». Έχει την ίδια ποιότητα να παραμένει απλός και θεμελιακός στο ύφος και σε αυτό που παράγει. Και αυτή είναι μοναδική περίπτωση στο αμερικάνικο σινεμά». Για μένα, ακόμη και τώρα που έπεσα σε τούτον τον ατέρμονο κύκλο συζήτησης περί αντιγραφής, καλύτερα και αναγκαία θεωρώ σαφώς την ύπαρξη των όποιων «αντιγράφων», παρά η απουσία τους. Πως όμως να απαντήσω στο ερώτημα που τέθηκε στον τίτλο; Ίσως ήδη να έχει απαντηθεί. Σίγουρο είναι όμως πως ο Brian De Palma, επιβεβαιώνει όπως σαφώς και ο Χίτσκοκ, και με προσωπική, ιδιαίτερη και θρασύτατη αισθητική σφραγίδα, την εκμαυλισμένη κοινωνία της χώρας του, την βασισμένη στον τρόμο, την βία και την υποκριτική αλήθεια των ηθικών ιεροεξεταστών που πουλάνε και αγοράζουν συνειδήσεις σε μια εποχή του τέλους των (αμερικάνικων) ονείρων. Και αυτό δεν ήταν και δεν είναι διόλου αποδεκτό.

Ανανεωτής της εικόνας

Τις δεκαετίες του 60’ και του 70’ οι τέχνες – και το σινεμά – βρέθηκαν μπρος σε ένα ανοιχτό πεδίο πειραματισμού. Ήταν εποχή πολιτικών ανακατατάξεων και διεργασιών καθώς μόνιμα «ο πόλεμος ήταν ένας πυροβολισμός μακριά», και επηρέασαν βαθύτατα και την καλλιτεχνική έκφραση. Η Αμερική, του συντηρητισμού σε όλες τους τομείς της ζωής και της εμπορικής λογικής των μεγάλων στούντιο που αναζητούσαν μια στασιμότητα στην ηθική των μαζών και κατά συνέπεια μια εμμονή στην κλασική «ξύλινη» και ακίνδυνη κινηματογραφική γλώσσα, ήρθε σε επαφή με τα γαλλικό, το ιταλικό και γερμανικό «νέο κύμα» και δεν έμεινε ανεπηρέαστη μπρος στην θύελλα των αισθητικών και φιλοσοφικών τους επιθέσεων. Βρήκε φωνή μια άλλη Αμερική. Νέοι σκηνοθέτες και δημιουργοί, προσπάθησαν να ανανεώσουν, με πενιχρά οικονομικά και τεχνικά, μέσα την κινηματογραφική αφήγηση.

Ένας από αυτούς είναι και ο νεαρός Brian De Palma. Προσδοκία του ήταν να γίνει ο «αμερικάνος» Godard. Εφαρμόζοντας στο νέο χρονικά στάδιο της αμερικάνικης κοινωνίας, παλιές – και όχι αναγκαστικά διαδεδομένες – κινηματογραφικές τεχνικές της χώρας του καθώς και της γαλλικής «nouvelle vague», προσπάθησε να μελετήσει με την σειρά του την σύγχρονη πραγματικότητα, με τάσεις πολιτικής κριτικής. Εκτεταμένα «ηδονοβλεπτικά» πλάνα, λίγοι διάλογοι, split screens, jump cuts, γωνίες λήψεις και ανορθόδοξα καδραρίσματα καθώς και η απροκάλυπτη βία, θα γίνουν με τα χρόνια – αν και αρχικά αρκετοί τα έβλεπαν με καχυποψία – τα σημεία αναφοράς, τα στερεοτυπικά δείγματα γραφής, η στήριξη ενός προσωπικού ύφους τύπου «de palma». Παράλληλα, δείχνει να μην μένει αμέτοχος στις κινηματογραφικές συζητήσεις και την θεωρία της φόρμας του σινεμά καθώς «πρώτα από όλα, με ενδιαφέρει το ίδιο το μέσο του σινεμά. Θέλω οι θεατές να γνωρίζουν ότι βλέπουν μια ταινία όσο και αν συναισθηματικά δένονται με την δράση». Κάτι που ο ίδιος θεωρούσε μια κάποια εφαρμογή της μπρεχτικής θεωρίας της «αποστασιοποίησης». Μαζί με τον Scorsese, τον Friedkin αλλά και τους παλιότερους «ανεξάρτητους» όπως ο Sydney Lumet και ο Robert Altman, δώσανε από κοινού και δίχως να αποτελούν ένα οργανωμένο καλλιτεχνικό κίνημα, ένα φρέσκο αέρα πειραματικής ανανέωσης στο σκουριασμένο και ανώδυνο τόπο του Hollywood, κι αυτό πλέον δύσκολα αμφισβητείται.

brian-de-palma-4

Το Hollywood, τα όρια του και η πολιτική

Όμως το Hollywood ως άλλο εργαστήρι εξουσίας, κατέχει ή εφευρίσκει πάντοτε, νέα όπλα. Πέραν την ευθείας επίθεσης, υπάρχει και ο, με κάθε τρόπο, προσεταιρισμός. Οι κολακείες προς το έργο του De Palma που εξέλειπαν από πλευράς κριτικής και παραγωγών, δώσανε στον υπόγειο και διαβρωτικό ρόλο της εμπορικής επιτυχίας να κάνει την δύσκολη δουλειά. Έτσι οι ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες δώσανε στον σκηνοθέτη, όπως και σε πολλούς σύγχρονους του, την αυταπάτη της επιτυχίας με έμμεση συνέπεια την αποστασιοποίηση από την αρχική «επαναστατική» του διάθεση στην φόρμα και στο περιεχόμενο. Μεταποιήθηκε δηλαδή σε ένα βαθμό, μην μπορώντας να υπερβεί την κατάσταση των πραγμάτων. Αν και κάποτε είχε δηλώσει ότι «το αμερικάνικο σύστημα καταστρέφει τα δημιουργικά ταλέντα και έχει συμβεί σε πολλούς δημιουργούς, που κάνανε μερικές καλές ταινίες και τώρα κάνουν κάτι περιττές που είναι αδιάφορες ακόμη και αισθητικά κι αυτό με λυπεί», ίσως και ο ίδιος μέσα στα χρόνια δεν κατάφερε να παραμείνει μια εξαίρεση. ‘Η ας τεθεί αλλιώς το ερώτημα. Θα μπορούσε, μήπως τελικά να είναι ένας ακόμη αμερικάνος δημιουργός του σινεμά, που «πολιτικολόγησε», στα πλαίσια των ορίων που το ίδιο το Hollywood έθεσε;  Από τις μέρες που ξεκίνησε να κάνει ανεξάρτητες, χαμηλού προϋπολογισμού, πρωτοποριακές ταινίες και με πλήρη, σχετικά, έλεγχο της γραφής στο χαρτί και στη κάμερα, ταινίες που βαπτίζονταν στις κοινωνικές διεργασίες της εποχής, ο De Palma, χάρη στην τεχνική του οξυδέρκεια, έγινε  – εν είδη κέρδους – πάλι σχετικά, άλλος ένας σκηνοθέτης προς ενοικίαση. Και έτσι η όποια ελευθερία γραφής, χάθηκε στα πλαίσια των εμπορικών αναγκών. Και μπορεί οι εταιρίες, ακόμη και από την αρχή της σταδιοδρομίας του, να χρησιμοποίησαν ακραίως διαφημιστικά το κινηματογραφικό ύφος του, πάνω σε αυτό όμως πάτησε και ο ίδιος και δημιούργησε προσωπικά αριστουργήματα. Το Hollywood όμως νίκησε και κατάφερε να τον ενσωματώσει μερικώς, με αποτέλεσμα ως άλλος ένας ήρωας των έργων του να πει: «Αυτό είναι το αμερικάνικο σύστημα. Αυτό που έχει αξία είναι ο αριθμός ανθρώπων που θα προσελκύσεις.» Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως έγινε ποτέ σερβιτόρος τους. Όταν είχε πλήρη έλεγχο της παραγωγής, κατακεραύνωνε την διεθνή πολιτική των ΗΠΑ. Το «Redacted» που ψηφίστηκε από το «Cahiers du Cinema», καλύτερη ταινία του 2008, στοχεύει την αμερικάνικη επέμβαση στο Ιράκ, για να μας πει κινηματογραφικά το αυταπόδεικτο. «Τι πουλάμε; Αεροπλάνα, όπλα, ρουκέτες, πυραύλους, σε όλα αυτά τα κράτη στον κόσμο. Να που έγκειται το ενδιαφέρον μας. Οι εξαγωγές μας είναι η άμυνα».  Για αυτό μέχρι και μποϋκοτάζ της ταινίας, καλέσανε διάφοροι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε μια τέτοια αντιμετώπιση. Στη πρώτη προβολή του «Scarface», λέγεται πως ο Scorsese γυρνά στον ηθοποιό Bauer ψιθυρίζοντας «Παιδιά είστε υπέροχοι – αλλά προετοιμαστείτε, γιατί θα την μισήσουν στο Hollywood[την ταινία] … γιατί μιλά για αυτούς». Δεν είναι η πρώτη φορά λοιπόν, που μια ταινία του De Palma, γίνεται ένα μικρό καρφί στο μάτι της βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, η βιομηχανία γνωρίζει τους όρους παραγωγής καλύτερα από τον καθένα. Μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πάντα προς ίδιον όφελος. Και έτσι και το «Scarface» με τα χρόνια έγινε κινηματογραφικό cult, έγινε ένα από τα εμπορικότερα χαρτιά του Hollywood και το «Say hello to my little friend» μια κενή ατάκα.

brian-de-palma-2

Παρόλη όμως την καταστροφική δύναμη των στούντιο στα αγνά ταλέντα, ας είμαι ακριβοδίκαιος και ας πιστέψω πως η καταστροφή δεν επήλθε επακριβώς και με τέτοιους όρους, για τον Brian De Palma. Το «αυστηρότατο» θεωρητικό περιοδικό «Cahiers du Cinema», του αφιέρωσε μετά από πολλά χρόνια αδιαφορίας, σελίδες σε μια από τις καλύτερες συνεντεύξεις του. Μέχρι τότε, ένιωθε ντροπιασμένο, που δεν έδωσαν στον σκηνοθέτη την αξία που δικαιούταν. Αλλά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, που λένε, και εκεί που είχαν τεθεί οι ιστορικοί και θεμελιωτές auteur του σινεμά, θέση είχε πλέον και ο De Palma. Και αυτό είναι μεγάλη τιμή που γεννά μια μυθολογία, καθώς ο ίδιος ο Jean-Luc Godard, το ιερό τέρας της πρωτοπορίας, χρησιμοποιεί στο αξεπέραστο δοκίμιο του «Histoire(s) du Cinema», μέρη από το «The Fury» και ο μεταμοντερνιστής Quentin Tarantino δηλώνει ότι το «Blow Out» είναι μία από τις τρεις αγαπημένες του ταινίες. Ο δάσκαλος και ο μαθητής λοιπόν, δίνουν την απαραίτητη ιστορική σημασία και βαρύτητα σε ένα πρόσωπο και έτσι σίγουρα, παρά τις κακοτοπιές του, θα μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας «αμφισβητούμενος» και αμφισβητών «δημιουργός». Τόσο που αρνήθηκε να αφήσει την αγαπημένη του Νέα Υόρκη για να πάει στη Καλιφόρνια, όπου στεγάζεται το Hollywood, γιατί «ήθελε να έχει την αναγκαία απόσταση από την βιομηχανία».

Μια μικρή παρουσίαση της ταινίας “De Palma” (2015)

Ντοκιμαντέρ των Noah Baumbach and Jake Paltrow, επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βενετίας 2015

(Πρεμιέρα στην Ελλάδα, 25/9/2016 Αίθουσα: Odeon Όπερα 1 Ώρα: 17:30)

de-palma

Σε παγκόσμια πρεμιέρα έπαιξε στη Βενετία και έρχεται στην Αθήνα για την πανελλήνια πρεμιέρα του στις 22ες Νύχτες Πρεμιέρας, το ντοκιμαντέρ «De Palma», που είναι ίσως, η πιο ολοκληρωμένη συνέντευξη του σκηνοθέτη, για όλη την δημιουργική πορεία της ζωής του. Μέσα από την συνέντευξη παίρνουμε ένα masterclass από τον δημιουργό, ταινία κατά ταινία, για όλα τα behind the scenes και τους τρόπους που γύρισε όλες τις αξιομνημόνευτες σκηνές. Ενώ βρίσκεται πλέον στα 70 του και σε πλήρη ωριμότητα αλλά και βαθιά ευγνωμοσύνη και ευτυχία, δεν συμβιβάζεται και συνεχίζει να κατακεραυνώνει τα στούντιο και την ανθρωποφάγα πολιτική τους. Απαντάει σε πολλές από τις κατηγορίες και τις μομφές της αντιγραφής και της μίμησης, που τον ακολουθούν χρόνια τώρα, μα εμείς νιώθουμε εξαιρετικά οικεία στα λόγια του και στο αγνό πρόσωπο του γιατί μοιάζει – και μάλλον είναι – ένας λαϊκός και απλός άνθρωπος που εκφράστηκε με ιδιομορφία σαφώς, αλλά με καθαρότητα για την κοινωνία της χώρας του και τις συνέπειες που αυτή έχει στους ανθρώπους. Όποιος θέλει να τον γνωρίσει – και να τον αγαπήσει -, το ντοκιμαντέρ δίνει όλες τις απαντήσεις, αφού μπρος στην κάμερα βρίσκεται γυμνός και ειλικρινής. Μονάχα και δίχως διαμεσολαβητές, αυτός και οι ταινίες του.

* Μια μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στον «Monopoli.gr» στις 13 Σεπτέμβρη του 2015

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).