Buñuel, μας λείπεις ρε φίλε!
Αναφορά σε ένα χαμένο σινεμά της οξείας αντίληψης και της κάθε τύπου ανατροπής
Luis Bunuel. Ανάμεσα στο πλήθος ξεχωριστός. Αδόκιμος πάντα έμοιαζε μέσα στις συμβάσεις της κινηματογραφικής δημιουργίας, μα ταυτόχρονα τόσο οικείος. Τόσο αναγκαίος. Μόλις στα 29 του πήρε μια κάμερα στα χέρια και άρχισε την αποδομική του «ασχολία». Αποφάσισε πως θα σκίσει διάπλατα τους δομημένους ορίζοντες της τέχνης και θα στοχεύει τις κρατούσες και δομημένες αξίες της κοινωνίας. Ήταν εκεί, ογκόλιθος στην εμπροσθοφυλακή, με τον ανδαλουσιανό σκύλο που δάγκωνε κατά παραγγελία του την «συγχωρεμένη» μπουρζουαζία. Γιατί ποτέ δεν έκρυψε πως αυτή, και μονάχα αυτή, ήταν από πάντα ο στόχος του. Αυτή που παρασιτεί πάνω στην υπόλοιπη κοινωνία προφανώς με τον πλούτο της και περισσότερο με τη νοοτροπία της: ο Μπουνιουέλ ανέδειξε, με πάσα περηφάνια καλλιτέχνη, την νοσηρότητα της.
Ωστόσο οι ανίδεοι αστοί αγάπησαν το πρώτο του φιλμ και ο Bunuel έμεινε έκπληκτος με αυτή τους την παρεκτροπή. Αναγκάστηκε να δηλώσει: «Τι μπορώ να κάνω για αυτούς τους ανθρώπους που λατρεύουν οτιδήποτε μοντέρνο, ακόμα και όταν είναι ενάντια στις βαθύτερες πεποιθήσεις τους; Για αυτή την βλακώδη αγέλη που βλέπει ομορφιά ή ποίηση σε κάτι το οποίο ουσιαστικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια απελπισμένη και παθιασμένη έκκληση για φόνο;». Όμως βρήκε λύση και από τον πειραματικό σουρεαλισμό και τις συμβολικές του προεκτάσεις, πέρασε στον κοινωνικό ρεαλισμό και έπειτα στον σουρεαλιστικό σαρκασμό μιλώντας πάντα την ανάλογη γλώσσα και δίχως να εγκαταλείπει ουδέποτε το κυρίαρχο: ξεκάθαρα και απερίφραστα τους τσιγκλούσε για το αδύνατο της αποφυγής από την ταξική τους σήψη και την αναπόφευκτη ανατροπή τους.
Σε αυτά τα χνάρια έζησε τον 20ο αιώνα και έξω από τα δόντια μίλησε για αυτόν. Να ένας λόγος να εκδιωχθεί από την χώρα του την Ισπανία και να αυτοεξοριστεί ωριμάζοντας ταυτόχρονα στο Μεξικό -ακάθεκτος φυσικά συνεχίζει να γυρίζει ταινίες-. Αυτοσαρκαζόταν καθώς αφοριζόταν από την εκκλησία με την φράση «Ευχαριστώ θεέ μου, είμαι άθεος». Με τον τρόπο του και πάλι ξεγλιστρούσε από τις αρχές, τους πουριτανούς και τους κάθε λογής γελοίους. Ταινίες του απαγορεύτηκαν. Βανδαλίστηκαν από φασίστες. Αυτός εκεί: μπελάς στο κεφάλι τους. Ο κόσμος τον αγαπούσε ευτυχώς, το ίδιο και η κριτική (με ελάχιστες εξαιρέσεις), παρομοίως και η ιστορία της τέχνης. Γέρος και κουφός επιστρέφει στη Γαλλία παραμένοντας παιδιάστικα «ανώριμος» γυρίζοντας και πάλι ταινίες: Με αυτό του «βλέμμα» που δεν έλεγε ποτέ του να βλεφαρίσει ποιος να μπορεί να του προσάψει έστω μια υπόκλιση σε όλη του την πορεία;
Παρών σε όλα τα προστάγματα της τέχνης για έξι δεκαετίες. Φίλος αγαπητός των σουρεαλιστών. Ευπρόσδεκτος στις πιο αγενείς παρέες των καλλιτεχνών και των αντισυμβατικών διανοούμενων. «Παντρεύοντας την κινηματογραφική με την ποιητική εικόνα, δημιουργούσε μια νέα πραγματικότητα, σκανδαλώδης και ανατρεπτική» θα πει ο νομπελίστας ποιητής Octavio Paz και αυτή η αναφορά είναι λευκή επιταγή. Ο Dali, ο Lorca, ο Breton, o Cocteau, ο Picasso, ο Fuentes, o Man Ray, ο Brecht, κολλητοί του. Ποιος άλλος κινηματογραφιστής έχει να καμαρώσει για ένα τέτοιο παρεάκι;
Όταν μιλάμε για τον Bunuel μιλάμε για το βαρύ οπλοπολυβόλο της παγκόσμιας τέχνης και διανόησης. Όπλο που σούταρε εξ επαφής ό,τι ήταν και έπρεπε να ήταν στόχος (σε δεύτερη φάση πρέπει να τον βλέπουμε ως σπουδαίο κινηματογραφιστή). Το έργο του Bunuel είναι ο μαρξισμός κινηματογραφημένος. Διανοητικός, σαρκαστικός, δοκιμιακός, μαέστρος του κυνισμού και της αυθάδειας. Αντάρτης. Δεν έδινε δεκάρα σε κανένα. Ούτε σε παραγωγούς, ούτε σε παπάδες, ούτε σε κρατικούς λογοκριτές, ούτε σε κριτικούς, ούτε σε σένα, ούτε σε μένα. «Η ανύπαρκτη καλλιτεχνική ποιότητα (σ.σ. του «L’ Age d’ Or») αποτελεί ύβρις, συνδυάζοντας ως δημόσιο θέαμα, τα πιο αισχρά, σιχαμερά και ανούσια περιστατικά. Πατρίδα, οικογένεια, θρησκεία, σέρνονται στην λάσπη», θα γράψει η «Le Figaro» το σωτήριο έτος του 1930. Μια τέτοια κριτική που αυτοεξεφτελίζεται και που σέρνεται παροιμιωδώς στις υποκλίσεις αποτελεί πράγματι ένα θρίαμβο για τον δημιουργό.
Ενδιαφέροντα προς μελέτη για τον Bunuel ήταν όσα κατείχαν μια προϋπάρχουσα δυναμική αλλοτρίωσης. Αυτά που αποτελούσαν είτε φορείς της είτε ήταν ήδη βαθιά αλλοτριωμένα. Τα άπλωνε στον ήλιο για κοινή διαπόμπευση. Έτσι δημιούργησε ένα αφοπλιστικό σύμπαν ακόμη και για τους μη μυημένους φιλοσοφικά ή κινηματογραφικά. Ταυτόχρονα διαολοέστελνε κατά συνθήκη την πλοκή, χαβαλέδιαζε κάθε τρείς και λίγο με την κινηματογραφική γλώσσα, υπερέβαλε μα δεν αυτογελοιοποιούταν και σαφώς δεν είχε ποτέ έγνοιες για την συμβατική αφήγηση και τα συμβατικά γούστα και τις ιδέες του κοινού. Είχε βάλει σκοπό να κινηματογραφήσει -και με πλήρη τεχνικό και κινηματογραφικό έλεγχο πράγματι- ό,τι συνθέτει την αστική κληρονομιά που κουβαλάμε όλοι μας. Μια κληρονομιά που μεταλαμπαδεύτηκε από τους εξουσιαστές στους εξουσιαζόμενους. Μια τέτοια μαχητικότητα δεν μπορεί να αγγίζει μόνο τον στόχο ή το περιεχόμενο. Υπάρχει ανάγκη και για αισθητικού τύπου ανατροπές. Εκεί εδράζεται ο σουρεαλισμός του. Το έργο του πλέον αποτελεί αλφαβητάρι του σινεμά σε όλους τους τομείς είτε για να δημιουργήσεις, είτε για να απολαύσεις, είτε για να αντιληφθείς το τι γίνεται γύρω σου. Είναι πριν από όλα μέθοδος. Αποτελεί ένα αισθητικό μανιφέστο, ένα πολιτικό μανιφέστο και μια αριστεία στον κινηματογράφο και την αισθητική.
Αστική αλαζονεία και ευμάρεια, θρησκευτική και κάθε θρησκοληπτικού τύπου πίστη, δύσμορφη και ανεκπλήρωτη σεξουαλικότητα, ανολοκλήρωτες ενέργειες μέσα στην κοινωνική αναρχία, βιτσιόζικος καννιβαλισμός, καλόγεροι, πόρνες, φτωχοί και εξαθλιωμένοι, μπάτσοι, στρατός, δυσκοίλιοι αστοί που τρώνε πάνω σε καμπινέδες, τάξη και ασφάλεια, ανωτερότητα και εξουσιαστικές σχέσεις, καθωσπρεπισμός και υποκρισία, βρωμιά, σοβαροφάνεια και ξεφτίλα, αλλοκοτιά και αφυσικότητα: Απλά και απτά, όλες οι εκφράσεις του εφιαλτικά παρόντος αστικού κόσμου. Με το έργο του απαξίωνε την εγγενή ψυχασθένεια της αστικής κοινωνίας, τις αρχές και τις αξίες της και του συνόλου της ύπαρξης της, αναγνωρίζοντάς της το δικαίωμα να αυτοκτονήσει εφόσον και άμα δεν την προλάβουν να της βάλουν πρώτοι μπουρλότο στα θεμέλια της οι λαοί, όπως ο ίδιος θα ήθελε. Το έργο του δομείται πάνω στην μεροληψία και τον υποκειμενισμό του προφανώς αλλά είναι και ο μοναδικός τρόπος ώστε ο κάθε καλλιτέχνης να σέβεται τον εαυτό του, την τέχνη του και τις προθέσεις του. Και εν τέλει το κοινό. «Είσαι κομμουνιστής;» τον ρωτάνε ανακριτικά σε μια επιτροπή λογοκρισίας όταν βρέθηκε εξόριστος για λίγο στην Αμερική. «Είμαι ρεπουμπλικάνος (I am a Republican)» απαντά. Χαμπάρι δεν πήραν πως αναφερόταν -με ευφυή τρόπο- στην λαϊκή κυβέρνηση της Ισπανίας την εποχή του Εμφυλίου και όχι στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων των ΗΠΑ: Ο Bunuel λειτουργούσε σουρεαλιστικά, μπρος σε κάθε γεγονός όπως και σε κάθε κοινωνικό εμπόδιο. Κάπως έτσι τον άφησαν ήσυχο.
Ιδιότητες τύπου άσεμνος, προκλητικός, σκληρός και αναίσθητος, ναι τις κατείχε, όσο αρνητικές κι αν μοιάζουν. Άλλωστε η πολιτική και ηθική ορθότητα είναι ακριβώς ορθή σε στάση προσοχής σαν στρατιωτικού που χαιρετάει μονίμως σε replay τους ευεργέτες του. Ο Bunuel δεν «χαιρέταγε» μάλλον κανέναν ενώ από την άλλη, πεσιμιστής, ομφαλοσκόπος, πολυλογάς, ανειλικρινής και καυχησιάρης (ιδιότητες όντως αρνητικές στην γλώσσα -και την ηθική- του λαού που χαίρουν αντιθέτως εκτίμησης και θαυμασμού στον ανώδυνο καλλιτεχνικό κόσμο του σήμερα) ποιος μπορεί να του τις προσάψει; Μπρος σε προσωπικότητες σαν ετούτη, οι ανίσχυρες και παλαιές συμβάσεις του δυτικού κόσμου, είτε πήρανε θέση για εξολόθρευση, είτε τράπηκαν σε φυγή. Και έτσι η τέχνη συγκροτήθηκε μοντέρνα και κυρίαρχη, δραπετεύοντας από το κλουβί της παραγγελίας, της χειραγώγησης και… του γλειψίματος.
«Αγιογραφία» στήσαμε στον άθεο σύντροφο μας. Και την ολοκληρώνουμε. Σαφώς, σπουδαίοι σκηνοθέτες υπήρξαν πολλοί. Ωστόσο, ο πιο ιδιαίτερος και πιο μοναδικός ήταν ο Luis Bunuel. Αδυνατούσε σίγουρα να κάνει συμβατές και χρηστικές ταινίες ή να αφηγείται λογικές και εύκαμπτες ιστορίες σαν την γιαγιά μας. Αλλά έστελνε με περισσή ευκολία την αστική νοοτροπία στο διάολο. Και κάτι τέτοιο μας λείπει σήμερα όπως λείπει ας πούμε από την παρέα ο πιο ευτυχής, περιχαρής, μάγκας και γεμάτος εξυπνάδα, θρασύτητα και γλυκύτητα φίλος μας. Είχε δηλώσει κάποτε: «Θα ήθελα να πεθάνω, ζωντανός». Και προφανώς τα κατάφερε.