Burning: ταινία που δεν μυρίζει τσιχλόφουσκα αλλά φλόγα

Μια από τις πιο ουσιαστικές ταινίες της νέας χρονιάς

| 11/01/2019

Να πούμε πως η ταινία είναι πολύ καλή είναι αυταπόδεικτο στον κάθε θεατή της. Μας κερδίζει εξαρχής και συνολικά λόγω της αφηγηματικής της λιτότητας αλλά και της ακρίβειας που χειρίζεται την ιστορία της και τους χαρακτήρες της. Λόγω της ποιητικής της. Της προοδευτικής της ανάπτυξης που μας θέτει σε θέση ταύτισης και ως εκ τούτου άμεσα αποδεχόμενοι και δικαιολογώντας από μέρος μας κάθε της τροπή. Το «Burning» είναι μια ταινία που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Είναι μια ξεκάθαρη πρόταση για κινηματογράφο ποιότητας όπου υλοποίηση και νοήματα βρίσκονται σε πλήρη συγχρονισμό. Να μιλήσουμε για την πλοκή δεν έχει κανένα νόημα. Είναι όλα μπρος στο πανί.

Είναι σκληρή στα νοήματα της. Είναι ξεκάθαρη. Δεν δικαιολογεί τίποτε. Κρίνει συμπεριφορές. Συμπεριφορές που είναι πασιφανείς σε κάθε μέρος του σύγχρονου κόσμου και της σύγχρονης κουλτούρας μας. Δεν απολογείται και δεν προσπαθεί να λειάνει τις απόψεις της για να είναι αρεστή. Είναι αντιθέτως αρεστή ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο. Είναι αινιγματική που σημαίνει πως δεν στέκεται μονοεπίπεδα και μονοερμηνευτικά. Η ταινία μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις στην σύγχρονη μ ε τ α μ ο ν τ έ ρ ν α αντίληψη ζωής. Μια κυρίαρχη της εποχής αντίληψη που απεχθάνεται οτιδήποτε θεμελιακό και θεμελιώδες και θέτει ως «ευγενείς» στόχους προς κατάκτηση τους μη-στόχους, το ευκαιριακό, την ασάφεια, την φτήνια και τον αέρα κοπανιστό. Η ταινία δείχνει πόσο εφιαλτικό είναι να κοιτάζεις ένα smartphone παρά τα μάτια ενός ανθρώπου.

Η ταινία απεχθάνεται λοιπόν την φτήνια της καθημερινότητας, τις ανούσιες σύγχρονες σχέσεις και ως εκ τούτου την ανυπαρξία τους. Την ασυνέχεια των συναισθημάτων. Ερμηνεύει με το δίκιο της την ταξικότητα του έρωτα και της αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους. Η ταινία είναι κραυγή αγωνίας για το που βαδίζουμε όσο αποδεχόμαστε την απεμπόληση του συλλογικού και την εξιδανίκευση του ατομικού. Την επίφαση της ανεξαρτησίας ενώ μετατρεπόμαστε σε μίζερα προϊόντα ατομικότητας. Γεμάτοι συμπλέγματα και εμμονές. Η ταινία δείχνει με τον τρόπο της πως έχουμε γίνει καταναλωτές ικανοποιήσεων παρά άνθρωποι που ικανοποιούνται την ζωή. Η ταινία χτυπάει την αστική και κατ’ επέκταση μικροαστική υποκρισία, την τυπικότητα και τυποποίηση των συμπεριφορών, απορρίπτει την ενοχοποίηση του παθιασμένου, του φοβισμένου, του αδύναμου, την αλλοίωση της ομορφιάς. Την μικροπρέπεια που κυριαρχεί σε μια υποδουλωμένη καρδιά. Δεν δέχεται την αυτοταπείνωση του κόσμου.

Η ταινία φέρνει στο προσκήνιο ως ερώτημα στο αν και πόσο εξωγήινο είναι να αγαπούμε. Η ταινία μιλάει για την αλλοτρίωση των συναισθημάτων –και κατ’ επέκταση της προσωπικότητας- και αφού δεν έχει μείνει τίποτα πλέον να κρατάμε στα χέρια μας (ούτε λεφτά, ούτε συναισθήματα, ούτε προσωπικότητα), τότε δεν μένει παρά να επιβεβαιώσουμε την πλήρη αποδοχή της ήττας μας. Του πως και πόσο ο εξουσιαστής θα μας ξεφτιλίζει. Του πως και πόσο θα του επιτρέπουμε να σερνόμαστε πίσω του ώστε να μας επιβάλλει τις δικές του αξίες ενώ ταυτοχρόνως θα προδίδουμε την γη, το αίμα, τις επιλογές και τις αλήθειες μας. Στο αν οφείλουμε να νιώσουμε ενοχικά εφόσον σκεφτούμε να τον στείλουμε στα τσακίδια.

Το αγόρι της ταινίας μοιάζει εξωγήινο μαζί με τις προσδοκίες του. Γελοίο, βλακώδες, απροσάρμοστο. Σαν ζώο βαλσαμωμένο. Σαν εξωτικό αξιοθέατο μιας άλλης εποχής για μελέτη και παρατήρηση. Ως οπισθοδρομικό. Επειδή τολμάει και αγαπάει με σαφήνεια. Είναι εκτός της μαζικής κουλτούρας και άρα «αλλοιωμένο». Η ταινία μιλάει για το πως πιεζόμαστε προς την ανυπαρξία. Προς ένα ευκαιριακό τίποτα: Ο γυμνός χορός του κοριτσιού δεν σημαίνει πλέον τίποτα. Το κλάμα ενοχής της δεν σημαίνει επίσης πλέον τίποτα. Όλα είναι μια επίφαση, μια τυπική συμπεριφορά, μια συστηματική αναζήτηση εν τέλει να πριμοδοτήσουμε το κενό μας συναισθηματικό κόσμο, το πλαστό αξιακό μας σύστημα. Ο μεταμοντερνισμός στη ζωής μας έχει εξιδανικεύσει το τίποτα ως στόχο. Καμιά πατρίδα για τους ανθρώπους.

Η ταινία είναι ένας εφιάλτης. Μια πραγματική απόγνωση. Ας μην σταθούμε μονάχα στο πρώτο επίπεδο: Όπου ένα αγόρι ερωτεύεται και θέλει ένα κορίτσι που με την σειρά του δεν μπορεί να αγαπήσει γιατί το κερδίζει ένας πλούσιος και πετυχημένος. Μα ωστόσο πως μια τέτοια ακριβώς συνθήκη –συνθήκη μειωτική για τον μη πετυχημένο- αναγκάζει τον άνθρωπο να τρέφει αυταπάτες ανέλιξης: να μετατραπεί σε αυτό που δεν είναι, να αποκτήσει ψευδή ύπαρξη ενώ έχει τεθεί σε πραγματική ανυπαρξία, να προσπαθεί να είναι κάτι ενώ είναι το πλέον αδύνατο καταφέρνοντας η κάθε του προσπάθεια να μην είναι τίποτε περισσότερο παρά τάισμα από τις σάρκες του. Η ταινία δείχνει τους ανθρώπους που κοιτάζουν ανήμποροι, σχεδόν σε παραλυσία τις ζωές τους να ορίζονται από τον πλούτο και την εξουσία. Να την ακολουθούν και να την υπακούουν. Να την μιμούνται. Μια εξουσία και ένα σύστημα ιδεοληψιών του σύγχρονου κόσμου που μας ρουφά, μας απομυζάει, μας μασάει, μας χωνεύει και μας φτύνει. Αυτό ονομάζεται παράδοση των όπλων. Πλήρη συνθηκολόγηση στη μιζέρια. Σε αυτά τα πλαίσια άντε να δούμε πως να μιλήσουμε τώρα για έρωτες και αγάπες…

Η ταινία είναι βασισμένη σε σοβαρή λογοτεχνία και είναι σοβαρή κινηματογραφική τοποθέτηση. Η ταινία γνωρίζει πως να δίνει βάρος στις λεπτομέρειες και την κινησιολογία των χαρακτήρων για να δομήσει αισθήσεις και νοήματα. Είναι άρτια. Η ταινία αυτή είναι ταινιάρα. Δεν μυρίζει τσιχλόφουσκα μα φλόγα. Είναι ο ευρυγώνιος καθρέπτης του σπιτιού μας και της κοινωνίας μας.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.