«Capernaum»: η κοινωνικά επιβαλλόμενη απεμπόληση της παιδικότητας

Ακαριαία συγκίνηση, ρεαλισμός και η θέση του «τρίτου κόσμου» στα μάτια του κοινού

| 19/02/2019

Έχουμε ένα δωδεκάχρονο παιδί, τον Ζαίν με βρώμικα ρούχα και αχτένιστα μαλλιά. Η φτώχεια είναι εξαρχής σκιαγραφημένη σε όλη του την στάση και κυρίως στις εκφράσεις του προσώπου του. Είμαστε στην Beirut του Λιβάνου. Του έχει επιβληθεί εξαρχής το να διωχθεί από την οικογένεια του ή ίσως να σηκωθεί να φύγει και να την απαρνηθεί. Το πλαίσιο διαβίωσης μαζί της για αυτόν είναι ασφυχτικά επώδυνο και οικονομικά και σωματικά. Είναι επιβολή το να φύγει, όχι επιλογή. Επιλογές δεν έχουν οι λαοί του φτωχού κόσμου. Του Ζαίν του έχει επιβληθεί λοιπόν εξαρχής να τριγυρνάει στους δρόμους της μεγαλούπολης μονάχος και μονάχα για να επιβιώσει. Ένας αγώνας αντοχής. Προφανώς αδιέξοδος και απαισιόδοξα αποτυχημένος. Μια ταινία τέτοια εξαρχής δηλώνει πως χαρίζει υψηλή δραματικότητα και συγκίνηση προς όλους.

Η ταύτιση κοινού και κεντρικού χαρακτήρα –πόσο μάλλον όταν είναι ένα παιδί που γνωρίζουμε πως δεν έχει καμιά τύχη για ζωή- γίνεται σχεδόν ακαριαία. Ο ρεαλισμός στις τέχνες και κυρίως στον κινηματογράφο, ο αφηγηματικός ρεαλισμός, έχει πάντα την παραπάνω απλή λειτουργία. Μπορεί να θεωρηθεί ωστόσο και ως τρόπος εκμετάλλευσης ενός σοβαρού κοινωνικού θέματος με στόχο την παραγωγή θεάματος. Προφανώς είναι υγιέστατο να μελαγχολούμε, να συγκινούμαστε, να οργιζόμαστε με τα πάθη της ανθρωπότητας. Το σινεμά άλλωστε κατέχει αυτή την δυναμική. Ακριβώς όμως έχοντας υπόψη αυτή του την δυναμική, ένας κινηματογραφιστής οφείλει να δομήσει το υλικό του έτσι ώστε η θεματική απλότητα, η σεναριακή σαφήνεια να μην αποσιωπήσει την όποια ουσιαστική μελέτη του θέματος. Το «Capernaum» ενώ μπορεί να μας κάνει να δακρύζουμε σε κάθε του σκηνή παρέχει ταυτόχρονα εργαλεία –σε όποιον θέλει να τα βρει- για να μιλήσουμε (ξανά) για τα παιδιά. Για τα παιδιά που έτυχε να γεννηθούν σε ένα κόσμο όπου δεν μπορούν να γίνουν ποτέ τους προνομιούχα. Η ταινία μάς δίνει το δικαίωμα να συλλογιστούμε (ξανά) στο αν και κατά πόσο είναι ηθικά –και όχι νομικίστικα- έγκλημα κατά της ανθρωπότητας η ύπαρξη του «τρίτου κόσμου». Το ότι μάθαμε να θεωρούμε πως η φτώχεια σε αυτόν είναι φυσική κατάσταση. Κανονικότητα. Όπου τα παιδιά δεν έχουν καμιά απολύτως επιλογή να είναι όπως όλα τα άλλα παιδιά. Πόσο συστηματικό έγκλημα είναι η ακραία εκμετάλλευση, η καταπίεση και η μιζεροποίηση των λαών; Πόσο αποδεκτό τέλος είναι ώστε να αντέχουμε να βλέπουμε το στόμα ενός παιδιού να μπορεί να εκστομίσει τα παρακάτω λόγια, όπως εκστομίζει ο Ζαίν στο δικαστήριο: «Κάνω μήνυση στον πατέρα μου γιατί με γέννησε!»;

Αυτό ίσως είναι το κυρίαρχο ερώτημα που εγείρεται σε όλη την ταινία και οφείλουμε να θέσουμε ως κοινό στον εαυτό μας: Είναι ηθικά θεμιτό, είναι ηθικά αποδεκτό σωστότερα, ένα παιδί να απεμπολεί πλήρως την παιδικότητα του (και να ενηλικιώνεται άμεσα!) εξαιτίας της κοινωνικής μιζέριας και της οικονομικής ανισότητας που έχει επιβληθεί στην κοινωνία του και ως εκ τούτου σε αυτόν τον ίδιο; Μήπως άραγε μπορούμε να δούμε την ταινία – και προς τα εκεί ίσως μας σπρώχνει η σκηνοθέτης- υπό μια άλλη –πιο αισιόδοξη- οπτική; Δηλαδή πως ο Ζαίν είναι ο φορέας ελπίδας που έχει την δύναμη (ποια δύναμη ακριβώς πρέπει να αναλογιστούμε;) να ανταπεξέρχεται στην απόλυτη δυσκολία; Δηλαδή να προσεγγίζουμε την ταινία με ένα προνομιούχο –του Δυτικού κόσμου- βλέμμα; Του τύπου: εφόσον αυτό το παιδί τα καταφέρνει στις πιο αντίξοες συνθήκες άρα και εμείς μπορούμε να τα καταφέρουμε σε πιο ομαλές; Όχι κάτι τέτοιο είναι υποκριτική συλλογιστική και έγκειται σε προνομιούχα (για ανθρώπους με λυμένα τα διαβιωτικά προβλήματα) κατάσταση. Από την στιγμή που είναι ακραίως θλιπτικό να βλέπουμε ένα πιτσιρικά να κινείται στους βρώμικους και επικίνδυνους δρόμους μιας πόλης συμπεριφερόμενος ως ενήλικας και δίχως να μην έχει πιάσει ούτε ένα παιχνίδι στα χέρια του, δίχως να έχει χαμογελάσει μια στιγμή, αυτό που κατά την γνώμη μου πρέπει να συλλογιστούμε είναι η θέση μας σε σχέση με αυτό ακριβώς το συναίσθημα που μας παράγεται και την σχέση μας με αυτή την παγκόσμια κατάσταση.

Η φτώχεια του «τρίτου κόσμου» δεν είναι κάτι το φυσικό. Είναι επιβολή αιώνων πάνω σε χώρες, έθνη και λαούς. Είναι αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμός. Αυτή ακριβώς είναι η αιτία και το πρόβλημα. Ο σύγχρονος θεατής του σινεμά οφείλει να μην το ξεχνά ούτε μια στιγμή, να μην το παραλείπει, να μην το αποσιωπάει μέσα στην συγκίνηση του. Συγκίνηση και κριτική σκέψη είναι αναμφιβόλως προσόντα που πρέπει όλοι να κατέχουμε καθώς προσλαμβάνουμε τέχνη, καθώς προσλαμβάνουμε πραγματικά γεγονότα. Άλλωστε δεν μπορούμε να μην πάρουμε τα παραπάνω υπόψη αν σκεφτούμε το εξής που κάνει τα πράγματα προφανή: Το βιωτικό ζήτημα είναι το βασικό και κυρίαρχο για τους φτωχούς ανθρώπους δρώντας μονάχα για την ικανοποίηση αυτή. Το σινεμά, η τέχνη εν γένει για αυτούς τους ανθρώπους είναι κάτι άγνωστο ως ανάγκη και ως δικαίωμα. Άρα η θέση μας δεν είναι θέση ισοτιμίας προς αυτούς. Για να έλθουμε σε μια τέτοια θέση πρέπει να αποδιώξουμε από πάνω μας την εκτόνωση που παρέχει η τέχνη και το θέαμα και να κρίνουμε αντιθέτως την πραγματικότητα μέσω αυτής.

Το Capernaum είναι η ιστορία ενός παιδιού, η ιστορία όλων των παιδιών, η ιστορία μιας πόλης, μια χώρας, μιας σειράς χωρών και μιας παγκόσμιας κλίμακας πολιτισμικής κατάστασης μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Ο Ζαίν (Zain Al Rafeea) ως ηθοποιός μοιάζει να έχει ζήσει πράγματι σε τέτοιες συνθήκες και ως εκ τούτου γίνεται τόσο πιστευτός ερμηνευτικά που όντως δεν αντέχουμε παρά να πονάμε που πονάει. Και αφού πονάει επί 2 ώρες, το να θεωρούμε πως η ταινία δίνει στοιχεία αισιοδοξίας και ελπίδας είναι κάτι το ψευδεπίγραφο. Το να πονάει συνεχόμενα –δείτε την μόνιμη έκφραση του- αποδείχνει μια γενικευμένη ήττα. Πόσο αισιοδοξία μπορούμε να κατασκευάσουμε όταν ακούμε «θέλω αποδείξεις ότι είσαι άνθρωπος» που του λέει ένας δουλέμπορος που βγάζει παράνομα ανθρώπους στο εξωτερικό με πλαστές ταυτότητες; Όταν καταντήσανε τους ανθρώπους να χρειάζονται τεκμήριο ύπαρξης; Είναι άλλωστε λεπτή η γραμμή της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας στις φτωχές χώρες. Στατιστικό δεδομένο είναι η φτώχεια όπως και η θνησιμότητα. Τίποτα άλλο.

Ο Ζαίν μοιάζει όμως αυτή την  ήττα πως την αντέχει και την παλεύει. Την αντέχει γιατί ο Ζαίν μοιάζει να έχει μια διαφορετική ηθική αναφορά από όλους τους υπόλοιπους, μια ηθική αναφορά που του θέτει η σκηνοθέτης και δεν θα μπορούσε να έχει ένα παιδί σε τέτοιες συνθήκες. Με βάση αυτή τις αντέχει. Αλλά δεν τις υπερνικάει. Το πλαίσιο ζωής παραμένει καταθλιπτικό και αδιέξοδο. Η διαφορετική του ηθική αναφορά, η μη αφομοίωση του στο «πεπρωμένο» και την κοινωνική κατάσταση, η δύναμη του να συνάπτει σχέσεις (σε ένα κόσμο που το ζήτημα της επιβίωσης μετατρέπει τους πάντες σε άτομα και τις προσπάθειες τους σε ατομικές προσπάθειες), σχέσεις φιλικές, σχέσεις που προσομοιώνονται και δεν διαχωρίζονται από τις σχέσεις αίματος (που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται ως πιο ισχυρές), που παίζει προοδευτικά και τόσο φυσικά τον ρόλο του πατέρα και του αδελφού σε ένα νεογέννητο παιδί μιας μαύρης μετανάστριας (που κι αυτή ζει το δικό της δράμα μέσω του ρατσισμού που δέχεται), που δεν παραλείπει να μιλήσει συντροφικά σε ένα συνομήλικο κοριτσάκι που πουλάει λουλούδια σε περαστικούς για να βγάλει χαρτζιλίκι ώστε να έχει την δυνατότητα να «φάει ένα πελώριο πιάτο φαί», είναι αναφορές που θα έ π ρ ε π ε να έχουν οι άνθρωποι. Είναι δήλωση και πρόθεση όχι πραγματικότητα και δεδομένο. Ο Ζαίν είναι φορέας ιδέας, φορέας επιδίωξης για την ανθρωπότητα: της συντήρησης της συλλογικής μας φύσης και δύναμης. Φορέας αυτής της αξίας, σε ένα κόσμο που αξίες σαν αυτή είναι ανύπαρκτες.

Συνοπτικά: Είναι έγκλημα κατά της ανθρώπινης φύσης το να επιβάλλεται με κάθε τρόπο –εμμέσως ή μη- η απεμπόληση της παιδικότητας. Αυτό κρατώ από την ταινία –μιας και αφηγηματικά είναι άρτια και ίσως εκμεταλλεύεται την πραγματικότητα σε πρώτο επίπεδο για να συγκινήσει- και χαίρομαι που το επανέφερε στη συζήτηση. Είναι μιζέρια ένα παιδί να λέει: «Σκατά είναι η ζωή. Πιο βρώμικη και από τα παπούτσια μου».

Η απογοήτευση στο πρόσωπο του παιδιού εκφράζει τελικά την απογοήτευση που θα έπρεπε να νιώθουμε όλοι μας για την παγκόσμια κοινωνική κατάσταση.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).