Carl Schmitt: Η εποχή των ουδετεροποιήσεων και των αποπολιτικοποιήσεων (1929)                                   

| 12/04/2020

Το κείμενο που ακολουθεί βρίσκεται στη συλλογή κειμένων τού Καρλ Σμιτ Positionen und Begriffe im Kampf mit Weimar-Genf-Versailles, 1923-1939 που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος Duncker & Humblot (1988). Το μετέφρασε από την έκδοση αυτή ο Ηρακλής Πεκιαρίδης, πολιτικός επιστήμονας. 

 

Εμείς στην κεντρική Ευρώπη ζούμε sous l’oeil des Russes. Εδώ και έναν αιώνα η ψυχολογική τους ματιά έχει διαπεράσει τις μεγάλες μας λέξεις και τους θεσμούς μας· η ζωντάνια τους είναι αρκετά δυνατή, ώστε να σφετεριστούν ως όπλα τις γνώσεις μας και τις τεχνικές μας· το θάρρος τους για ορθολογισμό, και στον αντίποδα, η δύναμή τους για ορθοδοξία στο καλό και το κακό είναι θεαματική. Πραγμάτωσαν τη σύνθεση σοσιαλισμού και σλαβισμού, την οποία ήδη από το 1848 ο Donoso Cortes είχε προφητεύσει ως αποφασιστικό γεγονός του ερχόμενου αιώνα.

Αυτή είναι η κατάστασή μας. Δεν θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε καμία λέξη άξια λόγου για την κουλτούρα και την ιστορία, δίχως να έχουμε συνείδηση της πολιτισμικής και της ιστορικής μας κατάστασης. Το ότι κάθε ιστορική γνώση είναι γνώση του παρόντος, το ότι αντλεί από το παρελθόν το φως της και την έντασή της και πως, με το βαθύτερο νόημα, υπηρετεί μονάχα το παρόν, καθώς κάθε πνεύμα είναι πνεύμα του παρόντος, μας το έχουν πει μετά τον Χέγκελ πολλοί, και καλύτερα απ’ όλους ο Μπενετέτο Κρότσε. Σε πολλούς διάσημους ιστορικούς των τελευταίων γενεών η απλή αλήθεια βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, και δεν υπάρχει πλέον σήμερα κανείς που θα μπορούσε μέσα από ένα σωρό υλικού να παραπλανηθεί για το πόσο πολύ όλες οι ιστορικές παραστάσεις και κατασκευές είναι γεμάτες από αφελείς προβολές και ταυτίσεις. Προέχει λοιπόν η συνείδηση της παρούσας κατάστασής μας. Μαζί μ’ αυτό θα έπρεπε να υπενθυμίζεται εκείνη η παρατήρηση για τους Ρώσους. Σήμερα είναι δύσκολη μια συνειδητοποίηση, ωστόσο  άλλο τόσο αναγκαία. Όλα τα σημάδια δείχνουν πως στην Ευρώπη του 1929 ζούμε σε μια περίοδο κόπωσης και προσπαθειών παλινόρθωσης, όπως είναι σύνηθες και κατανοητό μετά από μεγάλους πολέμους. Σχεδόν μια ολόκληρη γενιά της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας τον 19ο αιώνα, μετά τον εικοσαετή πόλεμο συνασπισμού εναντίον της Γαλλίας, από το 1815 ήταν σε μια τέτοια κατάσταση του πνεύματος που μπορεί να συνοψισθεί στη φράση: νομιμοποίηση του status quo. Όλα τα επιχειρήματα μιας τέτοιας εποχής περιέχουν στην πραγματικότητα λιγότερο την αναβίωση περασμένων και παρελθόντων αντικειμένων και περισσότερο ένα σπασμωδικό, έξω- και έσω- πολιτικό: status quo, τι άλλο; Γι’ αυτό η ησυχία της παλινορθωτικής τάσης εξυπηρετεί μια γρήγορη και ανενόχλητη εξέλιξη νέων αντικειμένων και νέων σχέσεων, το νόημα και η κατεύθυνση των οποίων καλύπτονται από το παλινορθωτικό πέπλο. Σαν έρθει η στιγμή, εξαφανίζεται το νομιμοποιητικό προσκήνιο όπως ένα κενό φάντασμα.

Οι Ρώσοι πήραν τον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα κατά λέξη, τον αναγνώρισαν στον πυρήνα του και άντλησαν από τις πολιτισμικές του προϋποθέσεις τις έσχατες συνέπειες. Ζούμε ακόμη υπό το βλέμμα του ριζοσπαστικότερου αδελφού μας ο οποίος πιέζει να οδηγήσει το πρακτικό συμπέρασμα στα άκρα. Εντελώς ανεξάρτητα από εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές προγνώσεις ένα μπορεί να ειπωθεί ξεκάθαρα: ότι στο ρωσικό έδαφος με την αντιθρησκευτικότητα της τεχνικής δημιουργήθηκε σοβαρότητα και πως εδώ προκύπτει ένα κράτος, το οποίο είναι περισσότερο και εντονότερα κρατικό από οποιοδήποτε κράτος του απολυταρχικότερου ηγεμόνα, όπως του Φιλίππου ΙΙ, του Λουδοβίκου XIV ή του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο μέσα από την ευρωπαϊκή εξέλιξη των τελευταίων αιώνων. Ολοκληρώνει και ξεπερνά συγκεκριμένες ευρωπαϊκές ιδέες και δείχνει με μια απίθανη εξέλιξη τον πυρήνα της σύγχρονης ιστορίας της Ευρώπης.

  1. Η ακολουθία των μεταβαλλόμενων κεντρικών πεδίων

Θυμόμαστε τις φάσεις στις οποίες κινήθηκε το ευρωπαϊκό πνεύμα των τελευταίων τεσσάρων αιώνων και των διαφορετικών πνευματικών σφαιρών στις οποίες εντόπισε το κέντρο του ανθρώπινου dasein του. Είναι τέσσερα μεγάλα, απλά, κοσμικά βήματα. Αντιστοιχούν στους τέσσερις αιώνες και πηγαίνουν από το θεολογικό στο μεταφυσικό, από κει στο ανθρωπιστικό-ηθικό και τέλος στο οικονομικό. Μεγάλοι ερμηνευτές τής ιστορίας τής ανθρωπότητας, ο Βίκο και ο Κοντ, γενίκευσαν αυτή τη μοναδική ευρωπαϊκή πρόοδο σε έναν γενικό νόμο της ανθρώπινης εξέλιξης και με χιλιάδες κοινοτοπίες και εκχυδαϊσμούς διαδόθηκε ο γνωστός «νόμος των τριών σταδίων»- από τη θεολογία στη μεταφυσική και από κει στον «επιστημονισμό» ή στον «θετικισμό». Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να πούμε θετικά τίποτα περισσότερο, παρά μόνο ότι η ευρωπαϊκή ανθρωπότητα από τον 16ο  αιώνα έκανε πολλά βήματα από το ένα κεντρικό πεδίο στο άλλο και πως όλα όσα καθορίζουν το περιεχόμενο της πολιτισμικής μας εξέλιξης προκύπτουν από την επίδραση τέτοιων βημάτων. Στους περασμένους τέσσερεις αιώνες ευρωπαϊκής ιστορίας η πνευματική ζωή είχε τέσσερα διαφορετικά κέντρα, και η σκέψη των δραστήριων ελίτ, που διαμόρφωνε την εκάστοτε πρωτοπορία, κινούνταν σε κάθε αιώνα σε διαφορετικά κεντρικά πεδία.

Μόνο μέσα από αυτά τα σταθερά μετατοπιζόμενα κέντρα μπορούν να κατανοηθούν οι έννοιες των διαφορετικών γενεών. Η μετατόπιση  -από το θεολογικό στο μεταφυσικό, από εκεί στο ανθρωπιστικό-ηθικό και τέλος στο οικονομικό- , για να το επαναλάβουμε κατηγορηματικά, δεν εννοείται ως ιστορικό-φιλοσοφικός νόμος, με την έννοια του νόμου των τριών σταδίων ή συναφών κατασκευών. Δεν μιλώ για την κουλτούρα της ανθρωπότητας εν γένει, ούτε για τον ρυθμό της παγκόσμιας ιστορίας και δεν επιθυμώ να πω κάτι για τους Κινέζους ή τους Αιγύπτιους. Η ακολουθία των εναλλασσόμενων κεντρικών πεδίων δεν τίθεται ούτε ως συνεχής γραμμή μιας προόδου προς τα πάνω, ούτε ως το αντίθετο, και αν θέλουμε να υποθέσουμε μια πορεία από πάνω προς τα κάτω ή από κάτω προς τα πάνω, μια άνοδο ή μια πτώση, είναι μια ξεχωριστή συζήτηση. Τέλος, θα ήταν λάθος να θέσουμε έτσι την ακολουθία των επιπέδων, ως εάν να μην υπήρχε τίποτε άλλο σε κάθε έναν από αυτούς τους αιώνες παρά μόνο το εκάστοτε κεντρικό πεδίο. Αντιθέτως υπάρχει πάντοτε μια πλουραλιστική συνύπαρξη διαφορετικών, διαπλεκόμενων επιπέδων· άνθρωποι της ίδιας εποχής και της ίδιας χώρας, μάλιστα της ίδιας οικογένειας, αν και ζουν δίπλα-δίπλα βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα, και το σημερινό Βερολίνο βρίσκεται στην πολιτισμική γραμμή εγγύτερα στην Νέα Υόρκη και στην Μόσχα παρά στο Μόναχο και στο Τρίερ. Τα μεταβαλλόμενα κεντρικά πεδία αφορούν λοιπόν μόνο στο συγκεκριμένο γεγονός, ότι σε αυτούς τους τέσσερις αιώνες ευρωπαϊκής ιστορίας οι ηγετικές ελίτ άλλαζαν, ότι η απόδειξη των πεποιθήσεών τους και των επιχειρημάτων τους διαρκώς μεταβαλλόταν, όπως επίσης το περιεχόμενο των πνευματικών τους ενδιαφερόντων, η αρχή της πράξης τους, το μυστικό των πολιτικών τους επιτυχιών και η προθυμία μεγάλων μαζών να επηρεάζονται από συγκεκριμένες προτάσεις.

Ξεκάθαρο και ιδιαίτερα έντονο ως μοναδική ιστορική στροφή είναι το πέρασμα από την Θεολογία του 16ου στη Μεταφυσική του 17ου  αιώνα, σε εκείνη την όχι μόνο μεταφυσικά αλλά και επιστημονικά μεγάλη εποχή της Ευρώπης, την πραγματική εποχή των ηρώων τού δυτικού ορθολογισμού. Αυτή η εποχή συστηματικής επιστημονικής σκέψης περιλαμβάνει ταυτοχρόνως τον Σουάρεθ και τον Μπέικον, τον Γαλιλαίο, τον Κέπλερ, τον Καρτέσιο, τον Γκρότιους, τον Χομπς, τον Σπινόζα, τον Πασκάλ, τον Λάιμπνιτς και τον Νιούτον. Όλες οι εκπληκτικές μαθηματικές, αστρονομικές και φυσικοεπιστημονικές γνώσεις αυτής της εποχής ήταν εντοιχισμένες σε ένα μεγάλο μεταφυσικό ή «φυσικό» σύστημα, όλοι οι στοχαστές ήταν μεταφυσικοί μεγάλου στυλ και η ίδια η δεισιδαιμονία της εποχής, η αστρολογία, ήταν κοσμική-ορθολογική. Ο επόμενος, ο 18ος αιώνας, με την βοήθεια των κατασκευών μιας ντεϊστικής φιλοσοφίας, έκανε τη μεταφυσική στην άκρη και αποτέλεσε έναν εκχυδαϊσμό μεγάλου στυλ, Διαφωτισμός, συγγραφική ιδιοποίηση των μεγάλων επιτευγμάτων του 17ου αιώνα, ανθρωπισμός και εξορθολογισμός. Είναι εμφανές πώς επέδρασε ο Σουάρεθ σε αμέτρητα δημοφιλή γραπτά· για ορισμένες θεμελιακές έννοιες της ηθικής και της θεωρίας τού κράτους ο Πούφεντορφ είναι μόνο ένας επίγονος του Σουάρεθ, και τέλος το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσώ επίσης μόνο ένας εκχυδαϊσμός του Πούφεντορφ. Αλλά το ιδιαίτερο πάθος του 18ου  αιώνα είναι αυτό της «αρετής», η μυθική του λέξη «vertu» καθήκον. Μέχρι και ο ρομαντισμός του Ρουσώ δεν υπερβαίνει ακόμη συνειδητά το πλαίσιο των ηθικών κατηγοριών. Μια χαρακτηριστική διατύπωση αυτού του αιώνα είναι η έννοια του Θεού του Καντ, στου οποίου το σύστημα ο Θεός, όπως το έχουμε πει κάπως χονδροειδώς, εμφανίζεται μονάχα ως «παράσιτο της ηθικής», κάθε λέξη στην συστοιχία των λέξεων «κριτική του καθαρού λόγου» -κριτική, καθαρό και λόγος- κατευθύνεται πολεμικά εναντίον του δόγματος, της μεταφυσικής και του οντολογισμού.

Έπειτα ακολουθεί τον 19ο  αιώνα μια εποχή εμφανώς υβριδικής και απίθανης σύνδεσης αισθητικών-ρομαντικών και οικονομικών-τεχνικών τάσεων. Στην πραγματικότητα ο ρομαντισμός του 19ου  αιώνα – αν δεν θέλουμε την κάπως ντανταϊστική λέξη ρομαντισμό να τη μετατρέψουμε με ρομαντικό τρόπο σε όχημα της σύγχυσης- σημαίνει μόνο το ενδιάμεσο στάδιο του αισθητισμού μεταξύ του ηθικισμού του 18ου  και του οικονομισμού του 19ου  αιώνα, μόνο μια μετάβαση, η οποία προκλήθηκε μέσω της αισθητικοποίησης όλων των πνευματικών πεδίων, και μάλιστα πολύ εύκολα και αποτελεσματικά. Καθώς ο δρόμος από το μεταφυσικό και το ηθικό προς στο οικονομικό περνά από το αισθητικό, και ο δρόμος από την ακόμη τόσο λεπτεπίλεπτη αισθητική κατανάλωση και απόλαυση είναι ο πιο ασφαλής και  άνετος δρόμος προς τον γενικότερο οικονομισμό της πνευματικής ζωής και σε μια σύλληψη του πνεύματος, που εντοπίζει στην κατανάλωση και στην παραγωγή τις κεντρικές κατηγορίες του ανθρώπινου dasein. Στην πνευματική εξέλιξη ο ρομαντικός αισθητισμός υπηρετεί τον οικονομισμό και είναι ένα τυπικό συνοδευτικό φαινόμενο. Το τεχνικό όμως εμφανίζεται τον 19ο αιώνα ακόμη σε στενότατη διασύνδεση με το οικονομικό, ως «βιομηχανισμός». Γι’ αυτό εδώ η γνωστή ιστορική και κοινωνική κατασκευή του μαρξιστικού συστήματος είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Κρατά το οικονομικό για βάση και θεμέλιο, για την βάση κάθε πνευματικού. Στον πυρήνα του οικονομικού βλέπει άλλωστε ήδη το τεχνικό, και τις οικονομικές εποχές της ανθρωπότητας τις προσδιορίζει σύμφωνα με τα τεχνικά μέσα. Ωστόσο το σύστημα είναι ως τέτοιο οικονομικό σύστημα, και τα τεχνικά στοιχεία εισέρχονται μόνο σε μετέπειτα εκχυδαϊσμούς. Στο σύνολο ο μαρξισμός θέλει να σκέφτεται οικονομικά, και έτσι παραμένει στον 19ο αιώνα, ο οποίος είναι κατ’ ουσίαν οικονομικός.

Ωστόσο, ήδη τον 19ο  αιώνα η τεχνική πρόοδος γίνεται τόσο εκπληκτική και κατά συνέπεια οι κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις μεταβάλλονται τόσο γρήγορα, ώστε όλα τα ηθικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα καταλαμβάνονται από την πραγματικότητα αυτής της τεχνικής ανάπτυξης. Κάτω από τις τεράστιες υποβολές νέων και εκπληκτικών ανακαλύψεων και επιτευγμάτων αναδύεται μια θρησκεία της τεχνικής προόδου, για την οποία όλα τα άλλα προβλήματα μπορούν επίσης, μέσω της τεχνικής προόδου, να λυθούν από μόνα τους. Για τις μεγάλες μάζες των βιομηχανοποιημένων χωρών η πίστη αυτή ήταν προφανής και φυσική. Προσπερνούν όλα τα ενδιάμεσα στάδια, που είναι χαρακτηριστικά για την σκέψη των ηγετικών ελίτ, και από την θρησκεία της πίστης στο θαύμα και στο εκείθεν προκύπτει δίχως ενδιάμεσο κρίκο μια θρησκεία του τεχνικού θαύματος, των ανθρώπινων επιτευγμάτων και της κυριαρχίας πάνω στη φύση. Μια μαγική θρησκευτικότητα περνά πάνω από μια επίσης μαγική τεχνικότητα. Έτσι προκύπτει ο 20ος  αιώνας εξαρχής ως η εποχή, όχι μόνο της τεχνικής, αλλά επίσης μιας θρησκευτικής πίστης στην τεχνική. Πολλές φορές έχει χαρακτηριστεί ως η εποχή της τεχνικής, αλλά η συνολική κατάσταση έχει περιγραφεί επιδερμικά, και η ερώτηση για την σημασία της θεαματικής τεχνικής θα πρέπει προς το παρόν να μείνει ανοιχτή. Καθώς στην πραγματικότητα η πίστη στην τεχνική είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κατεύθυνσης, στην οποία κινείται η μετατόπιση των κεντρικών πεδίων, και προκύπτει ως πίστη από την λογική συνέπεια των μετατοπίσεων.

 

Όλες οι έννοιες της πνευματικής σφαίρας, συμπεριλαμβανομένης και της έννοιας του πνεύματος, είναι καθ’ εαυτές πλουραλιστικές και κατανοούνται μόνο μέσα από την συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση. Όπως κάθε έθνος έχει μια δική του έννοια του έθνους και βρίσκει τα κατασκευασμένα χαρακτηριστικά της εθνικότητας σε αυτό το ίδιο και όχι στους άλλους, έτσι κάθε κουλτούρα και κάθε εποχή έχει την δική της έννοια της κουλτούρας. Όλες οι ουσιώδεις παραστάσεις της πνευματικής σφαίρας του ανθρώπου είναι υπαρξιακές και όχι κανονιστικές. Αν το κέντρο της πνευματικής ζωής τους τελευταίους τέσσερεις αιώνες μετατοπίζεται διαρκώς, επίσης έτσι διαφοροποιούνται κατά συνέπεια διαρκώς όλες οι έννοιες και οι λέξεις, και είναι αναγκαίο να θυμίσουμε την πολλαπλή σημασία κάθε λέξης και κάθε έννοιας. Οι περισσότερες και χοντροειδέστερες παρεξηγήσεις (από τις οποίες ωστόσο ζουν πολλοί απατεώνες) εξηγούνται από την λανθασμένη μεταφορά μιας οικειοποιημένης από ένα συγκεκριμένο πεδίο έννοιας στα άλλα, στα υπόλοιπα πεδία της πνευματικής ζωής. Έτσι, δεν είναι μόνο τα γεγονότα και τα επιτεύγματα, που κατευθύνονται σταθερά προς το κεντρικό πεδίο, τα οποία προκαλούν στους ανθρώπους εσωτερικά εντύπωση και γίνονται αντικείμενο της σκέψης και των λόγων τους, -ο σεισμός της Λισαβόνας για παράδειγμα μπόρεσε να προκαλέσει τον 18ο  αιώνα μια πλημμυρίδα ηθικιστικής λογοτεχνίας, ενώ σήμερα ένα παρόμοιο γεγονός παραμένει δίχως βαθύτερες διανοητικές επιδράσεις, ενώ μια καταστροφή στην οικονομική σφαίρα, μια μεγάλη πτώση του χρηματιστηρίου ή ένα κραχ, απασχολεί έντονα όχι μόνο το πρακτικό αλλά και το θεωρητικό ενδιαφέρον πλατύτερων στρωμάτων. Ακόμη και οι συγκεκριμένες έννοιες του κάθε αιώνα κατέχουν το χαρακτηριστικό τους νόημα από το εκάστοτε κεντρικό πεδίο του αιώνα. Μπορώ να το κάνω αυτό ξεκάθαρο με ένα παράδειγμα. Η ιδέα μιας προόδου για παράδειγμα, μιας βελτίωσης και ολοκλήρωσης, μιλώντας μοντέρνα, ενός εξορθολογισμού, έγινε τον 18ο αιώνα κυρίαρχη, και μάλιστα σε μια εποχή ανθρωπιστικής-ηθικής πίστης. Κατά συνέπεια πρόοδος σήμαινε πρώτα απ’ όλα πρόοδος στον διαφωτισμό, πρόοδος στη μόρφωση, αυτοκυριαρχία και εκπαίδευση, ηθική ολοκλήρωση. Σε μια εποχή οικονομικής και τεχνικής σκέψης, σιωπηρά και αυτονόητα, η πρόοδος γίνεται αντιληπτή ως οικονομική και τεχνική πρόοδος, και η ηθική-ανθρωπιστική πρόοδος εμφανίζεται, όσο ακόμη ενδιαφέρει, ως παράγωγο της οικονομικής προόδου. Εφόσον ένα πεδίο μετατραπεί σε κεντρικό πεδίο, τότε τα προβλήματα των άλλων πεδίων λύνονται από αυτό και ισχύουν μόνο ως προβλήματα δεύτερης κατηγορίας, η λύση των οποίων προκύπτει από μόνη της, μόνο εάν λυθούν τα προβλήματα του κεντρικού πεδίου. Έτσι, σε μια θεολογική εποχή όλα λύνονται από μόνα τους, εφόσον τεθούν σε τάξη τα θεολογικά ερωτήματα· τότε όλα τα άλλα αποκαλύπτονται στους ανθρώπους. Αναλόγως και στις άλλες εποχές: για μια ανθρωπιστική-ηθικιστική εποχή το ζήτημα είναι να εκπαιδευτούν και να μορφωθούν οι άνθρωποι ηθικά, όλα τα προβλήματα γίνονται προβλήματα εκπαίδευσης· για μια οικονομική εποχή απαιτείται μόνο να λύσουμε σωστά το πρόβλημα παραγωγής και διανομής αγαθών, και όλα τα ηθικά και κοινωνικά ερωτήματα παύουν να προκαλούν πλέον δυσκολίες· για την απλή τεχνική σκέψη ακόμη και το οικονομικό πρόβλημα λύνεται μέσα από νέες ανακαλύψεις και μπροστά σ’ αυτήν την άσκηση της τεχνικής προόδου, όλα τα ερωτήματα, συμπεριλαμβανομένου και του οικονομικού, οπισχθοχωρούν. Ένα ακόμη, κοινωνιολογικό παράδειγμα για τον πλουραλισμό τέτοιων εννοιών: η τυπική εμφάνιση των αντιπροσώπων της πνευματικότητας και της δημοσιότητας, των Clerc, των «διανοούμενων», προσδιορίζεται με την συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα του κάθε αιώνα από το κεντρικό πεδίο. Τους θεολόγους και τιτλούχους του 16ου αιώνα ακολουθεί ο μορφωμένος συστηματικός του 17ου αιώνα ο οποίος ζει σε μια πραγματική κοινότητα λογίων, απομονωμένος από τις μάζες· έπειτα ακολουθούν οι συγγραφείς του διαφωτισμού, του ακόμη αριστοκρατικού 18ου αιώνα. Σε ό,τι αφορά στον 19ο αιώνα δεν πρέπει να μας παραπλανήσει το ιντερμέτζο της ρομαντικής ιδιοφυίας και οι πολλοί παπάδες της θρησκείας της ιδιώτευσης· ο Clerc του 19ου αιώνα (το μεγαλύτερο παράδειγμα είναι ο Καρλ Μαρξ) μετατρέπεται σε οικονομικό πραγματογνώμονα, και το ερώτημα είναι μόνο κατά πόσο η οικονομική σκέψη επιτρέπει τον κοινωνιολογικο τύπο του Clerc και κατά πόσο μπορούν οι εθνικοί οικονομολόγοι και οι οικονομικά καταρτισμένοι επίτροποι να δημιουργήσουν μια ηγεσία. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως για την τεχνική σκέψη δεν είναι πλέον δυνατή η μορφή του κληρικού, πράγμα στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω στην πραγμάτευση αυτής της εποχής της τεχνικής. Όμως ήδη ο πλουραλισμός τού τύπου του Clerc μετά από αυτές τις σύντομες υποδείξεις είναι αρκετά ξεκάθαρος. Όπως είπαμε: όλες οι έννοιες και οι παραστάσεις της πνευματικής σφαίρας: θεός, ελευθερία, πρόοδος, οι ανθρωπολογικές παραστάσεις για την ανθρώπινη φύση, τι είναι δημοσιότητα, ορθολογικό και εξορθολογισμός, τέλος ακόμη και η έννοια της φύσης όπως και η ίδια η έννοια της κουλτούρας, όλα αποκτούν το συγκεκριμένο ιστορικό τους περιεχόμενο από την κατάσταση του κεντρικού πεδίου και μπορούν να συλληφθούν μόνο μέσα από αυτό.

Πάνω απ’ όλα, ακόμη και το κράτος, αποκτά την αλήθεια του και την δύναμή του από το εκάστοτε κεντρικό πεδίο, επειδή τα καθοριστικά θέματα σύγκρουσης που ομαδοποιούν σε φίλους και εχθρούς προσδιορίζονται επίσης σύμφωνα με το καθοριστικό θέμα. Όσο το θρησκευτικό-θεολογικό βρισκόταν στο κέντρο, η πρόταση cujus regio ejus religio είχε ένα πολιτικό νόημα. Καθόσον το θρησκευτικό-θεολογικό έπαψε να είναι κεντρικό πεδίο, έχασε ακόμη και αυτή η πρόταση το πρακτικό της ενδιαφέρον. Μεταφέρθηκε εν τω μεταξύ μέσα από το πολιτισμικό στάδιο του έθνους και της αρχής της εθνικότητας (cujus regio ejus natio) στο οικονομικό και έτσι λέει: στο ένα και το αυτό κράτος δεν μπορούν να υπάρχουν δύο αντικρουόμενα οικονομικά συστήματα· καπιταλιστικές και κομμουνιστικές οικονομικές τάξεις αλληλοαποκλείονται. Το σοβιετικό κράτος πραγματοποίησε σε μια περιοχή την πρόταση: cujus regio ejus oeconomia που πιστοποιεί πως η σχέση συμπαγούς χώρου και συμπαγούς πνευματικής ομοιογένειας δεν υφίσταται μόνο για τους θρησκευτικούς αγώνες του 16ου αιώνα και για το πλήθος των μικρών και μεσαίων ευρωπαϊκών κρατών, αλλά προσαρμόζεται πάντα στα διάφορα κεντρικά πεδία της πνευματικής ζωής και στις μεταβαλλόμενες διαστάσεις αυταρκών αυτοκρατοριών. Το ουσιώδες αυτού του φαινομένου βρίσκεται στο ότι ένα ομοιογενές οικονομικό κράτος αντιστοιχεί στην οικονομική σκέψη. Ένα τέτοιου είδους κράτος θέλει να είναι ένα μοντέρνο κράτος που γνωρίζει την κατάσταση της εποχής και της κουλτούρας του. Πρέπει να έχει την αξίωση να αναγνωρίζει σωστά τη γενική ιστορική εξέλιξη. Εκεί στηρίζεται το δικαίωμά του να κυριαρχεί. Ένα κράτος το οποίο σε μια οικονομική εποχή παραιτείται από το να αναγνωρίζει από τον ίδιο του τον εαυτό τις οικονομικές σχέσεις και να τις καθοδηγεί, πρέπει να εμφανίζεται ως ουδέτερο απέναντι σε πολιτικά ερωτήματα και αποφάσεις και έτσι παραιτείται από την αξίωσή του να κυριαρχεί.

Είναι, λοιπόν, παράξενο το φαινόμενο πώς το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κράτος του 19ου  αιώνα μπόρεσε να παρουσιαστεί ως stato neutrale e agnostico και να εντοπίσει τη δικαίωση της ύπαρξής του ακριβώς σ’ αυτή την ουδετερότητα. Αυτό έχει διάφορους λόγους και δεν εξηγείται με μια λέξη και από μια μονάχα αιτία. Εδώ ενδιαφέρει ως σύμπτωμα μιας γενικότερης πολιτισμικής ουδετερότητας· καθώς η διδασκαλία του ουδέτερου κράτους του 19ου αιώνα βρίσκεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης τάσης προς μια πνευματική ουδετερότητα που είναι χαρακτηριστική για την ευρωπαϊκή ιστορία των τελευταίων αιώνων. Εδώ νομίζω εγώ πως βρίσκεται η ιστορική εξήγηση γι’ αυτό το οποίο μπορούμε να περιγράψουμε ως εποχή της τεχνικής. Αυτό απαιτεί τουλάχιστον μια μικρή πραγμάτευση.

 

  1. Τα επίπεδα της ουδετεροποίησης και της αποπολιτικοποίησης

Η παραπάνω εκτεθειμένη ακολουθία των σταδίων -από το θεολογικό μέσω του μεταφυσικού και του ηθικού προς το οικονομικό- σημαίνει ταυτόχρονα μια σειρά από προοδευτικές ουδετεροποιήσεις των πεδίων, από τα οποία μετατοπίστηκε το κέντρο. Τη δυνατότερη και δραστικότερη όλων των πνευματικών στροφών της ευρωπαϊκής ιστορίας θεωρώ το βήμα που έκανε ο 17ος αιώνας από την παραδοσιακή χριστιανική θεολογία στο σύστημα της φυσικής επιστημονικότητας. Προσδιορίστηκε έτσι μέχρι τις μέρες μας η κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει κάθε μετέπειτα εξέλιξη. Κάτω από τη μεγάλη επιρροή αυτής της πορείας βρίσκονται όλοι οι γενικοί νόμοι της ιστορίας της ανθρωπότητας, όπως ο νόμος των τριών σταδίων του Κοντ, η κατασκευή της εξέλιξης από τη στρατιωτική στη βιομηχανική εποχή του Σπένσερ και παρόμοιες ιστορικό-φιλοσοφικές κατασκευές. Στον πυρήνα αυτής της εκπληκτικής στροφής βρίσκεται ένα στοιχειωδώς απλό, προσδιορισμένο από αιώνες, θεμελιώδες μοτίβο, δηλαδή η κατεύθυνση προς μια ουδέτερη σφαίρα. Μετά τις αδιέξοδες θρησκευτικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις του 16ου αιώνα η ευρωπαϊκή ανθρωπότητα έψαχνε ένα ουδέτερο έδαφος όπου η σύγκρουση θα σταματούσε, και θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, να συμφιλιωθούμε και να πείσουμε ο ένας τον άλλο. Έπειτα παραιτηθήκαμε από τις επίμαχες έννοιες και αντιπαραθέσεις της παραδοσιακής χριστιανικής θεολογίας και κατασκευάσαμε ένα «φυσικό» σύστημα της θεολογίας και της μεταφυσικής, της ηθικής και του δικαίου. Η πνευματική ιστορική διαδικασία περιγράφηκε από τον Ντιλταϋ σε μια δικαίως διάσημη πραγματεία, στην οποία πάνω απ’ όλα αναδείχθηκε η μεγάλη σημασία της στωικής παράδοσης. Αλλά το ουσιώδες μού φαίνεται πως βρίσκεται στο ότι το μέχρι πρότινος κεντρικό πεδίο, η θεολογία, εγκαταλείφθηκε γιατί ήταν πεδίο σύγκρουσης και πως αναζητήσαμε ένα άλλο ουδέτερο έδαφος. Έτσι το προηγούμενο κεντρικό πεδίο ουδετεροποιείται, παύοντας να είναι κεντρικό πεδίο, και στο έδαφος του νέου κεντρικού πεδίου ελπίζουμε να βρούμε το μίνιμουμ συμφωνιών και συλλογικών παραδοχών που πραγματώνουν ασφάλεια, αποδοχή, κατανόηση και ειρήνη. Έτσι ελήφθη η κατεύθυνση προς την ουδετεροποίηση και την ελαχιστοποίηση και έγινε αποδεκτός ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο συντάχθηκε η ευρωπαϊκή ανθρωπότητα.

Τώρα οι επεξεργασμένες έννοιες πολλών αιώνων θεολογικής σκέψης γίνονται αδιάφορες και  ζήτημα προσωπικής υπόθεσης. Ο ίδιος ο Θεός στη μεταφυσική του ντεϊσμού του 18ου αιώνα τίθεται εκτός κόσμου και ως προς τους αγώνες και τις αντιθέσεις της πραγματικής ζωής μετατρέπεται σε μια ουδέτερη υπόσταση ∙ γίνεται, όπως λέει ο Χάμαν εναντίον του Καντ, μια έννοια και παύει να είναι μια ουσία. Τον 19ο αιώνα, πρώτα ο μονάρχης και έπειτα το κράτος γίνονται ουδέτερο μέγεθος και εδώ ολοκληρώνεται στη φιλελεύθερη διδασκαλία τής pouvoir neutre και του stato neutrale ένα κεφάλαιο πολιτικής θεολογίας, στο οποίο η διαδικασία τής ουδετεροποίησης βρίσκει τις κλασικές της μορφές, καθώς τώρα κατέλαβε και το έσχατο, την πολιτική εξουσία. Αλλά ανήκει στην διαλεκτική μιας τέτοιας εξέλιξης, πώς συγκεκριμένα μέσα από την μετακίνηση του κεντρικού πεδίου φτιάχνουμε σταθερά ένα νέο πεδίο μάχης. Στο νέο, κατ’ αρχήν ουδέτερο έδαφος αναπτύσσονται αμέσως με πρωτόγνωρη ένταση νέες αντιθέσεις ανθρώπων και συμφερόντων, και μάλιστα τόσο δυνατότερα, όσο εντονότερα θέτουμε υπό την κατοχή μας το νέο πεδίο. Μονίμως η ευρωπαϊκή ανθρωπότητα μεταφέρεται από ένα πεδίο μάχης σε ουδέτερο έδαφος, πάντα γίνεται το νέο κερδισμένο ουδέτερο έδαφος αμέσως πάλι πεδίο μάχης και γίνεται αναγκαίο να αναζητηθούν νέες ουδέτερες σφαίρες. Ακόμη και η επιστημονικότητα της φύσης δεν μπόρεσε να φέρει την ειρήνη. Μετά τους θρησκευτικούς πολέμους προέκυψαν οι μισοί πολιτισμικά και οι μισοί οικονομικά καθορισμένοι εθνικοί πόλεμοι του 19ου αιώνα και τέλος οι απλά οικονομικοί πόλεμοι.

Η βεβαιότητα της σημερινής διαδεδομένης πίστης στην τεχνική στηρίζεται μόνο στο ότι μπορέσαμε να πιστέψουμε πως βρήκαμε στην τεχνική το απόλυτο και οριστικό ουδέτερο έδαφος. Τότε φαίνεται πως ξαφνικά δεν υπάρχει τίποτα πιο ουδέτερο από την τεχνική. Υπηρετεί τον καθένα όπως το ραδιόφωνο για τις ειδήσεις κάθε είδους και κάθε περιεχομένου, ή όπως το ταχυδρομείο διακινεί τα μηνύματα δίχως εξέταση του περιεχομένου και όπως δεν μπορεί από την λειτουργία του ταχυδρομείου να εξαχθεί κανένα κριτήριο για την αξιολόγηση ή την εκτίμηση του διακινούμενου μηνύματος. Σε σχέση με τα θεολογικά, μεταφυσικά, ηθικά, ακόμη και οικονομικά ερωτήματα, για τα οποία μπορούμε να μαλώνουμε αιώνια, τα καθαρά τεχνικά προβλήματα έχουν κάτι το αναζωογονητικά πραγματιστικό∙ γνωρίζουν αυτονόητες λύσεις και μπορούμε να καταλάβουμε πώς από την συγχυσμένη προβληματική όλων των άλλων σφαιρών επιχειρήσαμε να σωθούμε μέσω της τεχνικής. Εδώ φαίνεται πως όλοι οι λαοί και τα έθνη, όλες οι τάξεις και τα θρησκεύματα, όλες οι ανθρώπινες ηλικίες και τα γένη μπορούν γρήγορα να ενωθούν, γιατί όλοι ζητούν με την ίδια φυσικότητα τα πλεονεκτήματα και τις ανέσεις της τεχνικής πολυτέλειας. Εδώ, φαίνεται να βρίσκεται το έδαφος ενός γενικού συμβιβασμού, του οποίου τον συνήγορο έκανε σε μια διάλεξη του 1927 ο Μαξ Σέλερ. Εδώ, στο ουδέτερο έδαφος, κάθε σύγκρουση και σύγχυση της θρησκευτικής, εθνικής και κοινωνικής διχόνοιας εκμηδενίζεται. Η σφαίρα της τεχνικής φαινόταν να είναι σφαίρα της ειρήνης, της κατανόησης και της συμφιλίωσης. Η, κατά τα άλλα, ανεξήγητη σχέση ειρηνιστικών και τεχνικιστικών πεποιθήσεων εξηγείται από εκείνη την κατεύθυνση προς ουδετεροποίηση, την οποία το ευρωπαϊκό πνεύμα αποφάσισε τον 17ο  αιώνα, και την οποία, όπως μια μοίρα, ακολούθησε βαθειά μέχρι τον 20ο αιώνα.

Αλλά η ουδετερότητα της τεχνικής είναι κάτι διαφορετικό από την ουδετερότητα όλων των προηγούμενων πεδίων. Η τεχνική είναι πάντα μόνο όργανο και όπλο, και ακριβώς επειδή υπηρετεί τον καθένα, δεν είναι ουδέτερη. Από την εμμένεια της τεχνικής δεν προκύπτει καμία ανθρώπινη και πνευματική απόφαση, ούτε αυτή προς την ουδετεροποίηση. Κάθε είδους κουλτούρα, κάθε λαός και κάθε θρησκεία, κάθε πόλεμος και κάθε ειρήνη μπορεί να χρησιμοποιήσει την τεχνική ως όπλο. Το ότι τα εργαλεία και τα όπλα γίνονται πάντα χρήσιμα κάνει την πιθανότητα μιας πραγματικής χρήσης όλο και μεγαλύτερη. Μια τεχνική πρόοδος ούτε μεταφυσικά, ούτε ηθικά, ούτε ακόμη οικονομικά απαιτείται να είναι πρόοδος. Αν ακόμη σήμερα πολλοί άνθρωποι αναμένουν μέσα από την τεχνική ολοκλήρωση και μια ανθρωπιστική-ηθική πρόοδο, συνδέουν με ένα τελείως μαγικό τρόπο την τεχνική με την ηθική και προϋποθέτουν έτσι πάντα με έναν αφελή τρόπο πως θα χρησιμοποιηθεί η μεγαλειώδης εργαλειοθήκη της σημερινής τεχνικής μόνο κατά το δικό τους νόημα, και αυτό σημαίνει κοινωνιολογικά, πως αυτοί οι ίδιοι θα γίνουν κύριοι αυτού του τρομακτικού όπλου, και μπορούν να διεκδικήσουν την τερατώδη δύναμη που είναι συνδεδεμένη μαζί του. Αλλά η ίδια η τεχνική παραμένει, αν μπορώ να το πω έτσι, πολιτισμικά τυφλή. Από το καθαρό τίποτα άλλο εκτός από τεχνική δεν προκύπτει κατά συνέπεια κανένα από τα συμπεράσματα που εξάγονται από τα κεντρικά πεδία της πνευματικής ζωής: ούτε μια έννοια της πολιτισμικής προόδου, ούτε ο τύπος του κληρικού ή του πνευματικού ταγού, ούτε ένα συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα. Η ελπίδα πως από τoν εφευρετικό πλούτο της τεχνικής θα αναπτυσσόταν ένα κυρίαρχο πολιτικό στρώμα, δεν έχει  μέχρι τώρα ικανοποιηθεί. Οι κατασκευές του Σαιντ Σιμόν και άλλων κοινωνιολόγων, που περίμεναν μια «βιομηχανική» κοινωνία είτε δεν είναι καθαρά τεχνικιστικές αλλά εν μέρει αναμεμειγμένες με ανθρωπιστικά- ηθικά και εν μέρει με οικονομικά στοιχεία, είτε είναι απλά φανταστικές. Η καθοδήγηση και η διεύθυνση της σημερινής οικονομίας δεν είναι στα χέρια των τεχνικών, και μέχρι τώρα κανένας δεν μπόρεσε να κατασκευάσει μια κοινωνική τάξη καθοδηγούμενη από τεχνικούς παρά μόνο κατασκευάζοντας μια κοινωνία δίχως καθοδήγηση και διεύθυνση. Ακόμη και ο Ζορζ Σορέλ δεν παρέμεινε μηχανικός αλλά έγινε κληρικός. Από καμία σημαντική τεχνική εφεύρεση δεν μπορεί να υπολογιστεί ποιές θα είναι οι αντικειμενικές πολιτικές επιδράσεις της. Οι εφευρέσεις του 15ου  και του 16ου  αιώνα λειτουργούσαν απελευθερωτικά, ατομικιστικά και επαναστατικά ∙  η εφεύρεση της τυπογραφίας οδήγησε στην ελευθερία του τύπου. Σήμερα οι τεχνικές εφευρέσεις αποτελούν το μέσο μιας τρομακτικής καταπίεσης των μαζών ∙  στο ραδιόφωνο ανήκει το μονοπώλιο της ραδιοφωνίας, στο σινεμά ανήκει η λογοκρισία. Η επιλογή μεταξύ ελευθερίας και δουλείας δεν βρίσκεται στην τεχνική ως τεχνική. Μπορεί να είναι επαναστατική και αντιδραστική, να υπηρετεί την ελευθερία και την καταπίεση, την συγκεντροποίηση ή την αποκέντρωση. Από τις ιδιαίτερες αρχές και οπτικές της τεχνικής δεν μπορεί να προκύψει κάποιο πολιτικό ερώτημα ούτε μια πολιτική απάντηση.

Η προηγούμενη γερμανική γενιά καταλήφθηκε από μια διάθεση πολιτισμικής παρακμής που είχε εκδηλωθεί ήδη πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο και σε καμία περίπτωση δεν χρειαζόταν να περιμένει την καταστροφή του 1918 και την παρακμή της δύσης του Σπένγκλερ. Στον Έρνστ Τρελτς, τον Μαξ Βέμπερ, στον Βάλτερ Ρατενάου βρίσκονται πολυάριθμες εκφάνσεις μια τέτοιας διάθεσης. Η ακαταμάχητη δύναμη της τεχνικής εμφανίστηκε εδώ ως κυριαρχία της εκπνευμάτωσης πάνω στο πνεύμα, ή ίσως ως πνευματώδης αλλά άψυχη μηχανική. Σε έναν ευρωπαϊκό αιώνα που θρηνεί την «maladie du siecle» και περιμένει την κυριαρχία του Κάλιμπαν ή του «After us the savage God» περιλαμβάνεται μια γερμανική γενιά που στην άψυχη εποχή της τεχνικής θρηνεί για την αβοήθητη και αδύναμη ψυχή. Ακόμη και στην μεταφυσική του αδύναμου Θεού του Μαξ Σέλερ ή στην κατασκευή μιας απλώς τυχαίας, κυμαινόμενης και τελικά επίσης αδύναμης ελίτ του Λεοπόλντ Τσίγκλερ αναδεικνύεται, μπροστά στην εποχή της τεχνικής, η απελπισία, ψυχής ή πνεύματος.

Ο φόβος ήταν δικαιολογημένος γιατί προερχόταν από μια σκοτεινή αίσθηση για τις συνέπειες της ωθούμενης προς το τέλος της διαδικασίας ουδετεροποίησης. Έτσι, με την τεχνική η πνευματική ουδετερότητα έφτασε στο πνευματικό τίποτα. Αφού απομακρυνθήκαμε από τη θρησκεία και τη θεολογία, έπειτα από τη μεταφυσική και το κράτος, φαίνεται τώρα πως έχουμε απομακρυνθεί από κάθε τι πολιτισμικό και πως έχουμε φτάσει στην ουδετερότητα του πολιτισμικού θανάτου. Καθώς μια χυδαία μαζική θρησκεία ανέμενε από την προφανή ουδετερότητα της τεχνικής τον ανθρώπινο παράδεισο, οι μεγάλοι κοινωνιολόγοι αισθάνονταν πως η τάση που κυριάρχησε σε όλη την ακολουθία των επιπέδων του μοντέρνου ευρωπαϊκού πνεύματος, τώρα απειλεί την ίδια την κουλτούρα. Επιπλέον προέκυψε ο φόβος μπροστά στις νέες τάξεις και τις μάζες οι οποίες αναδύθηκαν ως τάμπουλα ράσα μέσα από την ολοκληρωτική τεχνικοποίηση. Από την άβυσσο ενός πολιτισμικού και κοινωνικού τίποτα ξεπετάχθηκαν νέες μάζες, ξένες ή μάλιστα εχθρικές προς την παραδοσιακή παιδεία και το παραδοσιακό γούστο. Αλλά ο φόβος δεν είναι τίποτε άλλο από την αμφιβολία για την δύναμή τους να θέσουν στην υπηρεσία τους τη μεγαλειώδη εργαλειοθήκη της νέας τεχνικής, αν και το μόνο που περιμένει είναι να τεθούμε εμείς στην υπηρεσία της. Ακόμη, δεν επιτρέπεται ένα αποτέλεσμα του ανθρώπινου μυαλού και της ανθρώπινης πειθαρχίας, όπως είναι κάθε τεχνική αλλά ειδικότερα η σύγχρονη, να παρουσιάζεται απλά ως νεκρή και άψυχη και να μπερδεύεται η θρησκεία της τεχνικής με την ίδια την τεχνική. Το πνεύμα της τεχνικής που οδήγησε στη μαζική πίστη ενός αντιθρησκευτικού εντεύθεν ακτιβισμού, είναι πνεύμα, ίσως κακό και διαβολικό πνεύμα, αλλά δεν μπορεί να απορρίπτεται ως μηχανιστικό ούτε να καταλογίζεται στην τεχνική. Ίσως είναι κάτι φρικτό, το ίδιο όμως δεν είναι κάτι τεχνικό και μηχανικό. Είναι η πεποίθηση μιας ακτιβιστικής μεταφυσικής, η πίστη μιας απεριόριστης εξουσίας και κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης, μάλιστα επί της ανθρώπινης φύσης, η πίστη στην απεριόριστη «υποχώρηση των φυσικών εμποδίων», στις απεριόριστες δυνατότητες αλλαγών και ευτυχίας του φυσικού εντεύθεν dasein του ανθρώπου. Αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε φανταστικό και σατανικό, αλλά όχι απλά νεκρό, στερούμενο πνεύματος ή μηχανιστικό.

Έτσι ξεπήδησε η ανησυχία μπροστά στο πολιτισμικό και κοινωνικό τίποτα, περισσότερο ένας πανικός για το επαπειλούμενο status quo παρά μια ήρεμη γνώση για την ιδιαιτερότητα της πνευματικής διαδικασίας και της δυναμικής της. Όλες οι νέες και μεγάλες συγκρούσεις, κάθε επανάσταση και κάθε μεταρρύθμιση, κάθε νέα ελίτ προέρχεται από ασκητισμό και ηθελημένη ή μη ηθελημένη ένδεια, όπου ένδεια σημαίνει πρωτίστως παραίτηση από την ασφάλεια του status quo. Ο πρώιμος χριστιανισμός και όλες οι δυνατές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χριστιανοσύνης, η βενεδικτιανή, η κλυνικιανή, η φραγκισκανική ανανέωση, οι αναβαπτιστές και οι πουριτανοί αλλά επίσης κάθε πραγματική αναγέννηση με την επιστροφή στην απλή αρχή του ιδιαίτερου τρόπου της, κάθε πραγματικό ritornar al principio, κάθε επιστροφή σε ακέραιη, μη διεφθαρμένη φύση φαίνεται μπροστά στην πολυτέλεια και στην απόλαυση του υπάρχοντος status quo ως πολιτιστικό ή κοινωνικό τίποτα. Αναπτύσσεται σιωπηλά, στο σκοτάδι, και στην αρχή ένας ιστορικός και ένας κοινωνιολόγος θα αναγνώριζε τριγύρω μονάχα ένα τίποτα. Η στιγμή λαμπρότατης αντιπροσώπευσης είναι ήδη κιόλας η στιγμή, κατά την οποία αυτή η σχέση με τη μυστική, αφανή δύναμη βρίσκεται σε κίνδυνο.

Η διαδικασία διαρκούς ουδετεροποίησης των διαφορετικών πεδίων της πολιτισμικής ζωής έφτασε στο τέλος της επειδή έφτασε στην τεχνική. Η τεχνική δεν είναι πλέον ουδέτερο έδαφος με το νόημα εκείνης της διαδικασίας ουδετεροποίησης, και κάθε δυνατή πολιτική είναι σε θέση να την χρησιμοποιήσει. Έπειτα, το να συλληφθεί ο παρών αιώνας με πολιτιστικούς όρους  ως τεχνικός αιώνας είναι μόνο μια προσωρινή λύση. Το οριστικό νόημα αναδύεται μόνο όταν καταδειχθεί ποιού είδους πολιτική είναι αρκετά δυνατή ώστε να σφετεριστεί τη νέα τεχνική, και ποιές είναι οι ιδιαίτερες ομαδοποιήσεις κατά φίλους και εχθρούς που αναπτύσσονται στο νέο έδαφος.

Μεγάλες μάζες βιομηχανοποιημένων λαών, σήμερα ακόμη, εξαρτώνται από μια θολή θρησκεία της τεχνικής, γιατί, όπως όλες οι μάζες, αναζητούν την ριζοσπαστική συνέπεια και πιστεύουν ασυνείδητα πως εδώ βρέθηκε η απόλυτη ουδετερότητα, την οποία αιώνες τώρα αναζητούμε, και πως μέσω αυτής σταματά ο πόλεμος και ξεκινά η παγκόσμια ειρήνη. Και όμως η τεχνική δεν μπορεί να κάνει τίποτα, παρά να μεγεθύνει την ειρήνη ή τον πόλεμο, είναι έτσι λοιπόν πρόθυμη και για τα δύο με τον ίδιο τρόπο, και το όνομα και η υπόσχεση της ειρήνης δεν διαφοροποιεί τίποτα σ’ αυτό. Σήμερα υποψιαζόμαστε το ομιχλώδες των ονομάτων και των λέξεων, με τις οποίες δουλεύει η ψυχοτεχνική μηχανική της υποταγής των μαζών.

Γνωρίζουμε μάλιστα τον μυστικό νόμο αυτού του λεξιλογίου και ξέρουμε πως σήμερα ο πιο φρικτός πόλεμος γίνεται στο όνομα της ειρήνης, η πιο φρικτή υποδούλωση γίνεται μόνο στο όνομα της ελευθερίας και η πιο τρομακτική απανθρωπιά γίνεται μόνο στο όνομα της ανθρωπότητας.  Επίσης κατανοούμε εν τέλει τη φωνή εκείνης της γενιάς, η οποία στην εποχή της τεχνικής είδε μόνο τον πνευματικό θάνατο ή την άψυχη μηχανική. Αναγνωρίζουμε τον πλουραλισμό της πνευματικής ζωής και ξέρουμε πως το κεντρικό πεδίο του πνευματικού dasein δεν μπορεί να είναι ουδέτερο έδαφος και πως είναι λάθος, ένα πολιτικό πρόβλημα να επιλύεται με τις αντιθέσεις μηχανιστικού και οργανικού, θανάτου και ζωής. Μια ζωή που απέναντί της δεν βλέπει τίποτα άλλο παρά μόνο τον θάνατο, δεν είναι πια ζωή, αλλά αδυναμία και ανημπόρια. Όποιος δεν αναγνωρίζει πλέον κανέναν άλλο εχθρό παρά μόνο τον θάνατο και δεν βλέπει τίποτα άλλο στους εχθρούς του παρά μόνο κενή μηχανική, βρίσκεται εγγύτερα στον θάνατο απ’ ό,τι στη ζωή, και η βολική αντίθεση οργανικού και μηχανικού είναι η ίδια κάτι ωμά μηχανικό. Μια ομαδοποίηση που στη δική της πλευρά βλέπει μόνο πνεύμα και ζωή και στην άλλη μόνο θάνατο και μηχανική δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά μόνο παραίτηση από τον αγώνα και έχει μόνο την αξία ενός ρομαντικού οδυρμού. Η ζωή δεν παλεύει με τον θάνατο και το πνεύμα, δεν παλεύει με την εκπνευμάτωση. Πνεύμα παλεύει εναντίον πνεύματος, ζωή εναντίον ζωής και από την δύναμη μιας ακέραιης γνώσης, αναδύεται η τάξη των ανθρώπινων πραγμάτων. Ab integro nascitur ordo.