Ισπανικός Εμφύλιος: «No pasarán!» ξανά και ξανά!
Ο φωτογράφος με «αμπέχωνο» δεν δέχεται τον όρο «αντικειμενικότητα». Παλεύει άνευ όρων. Εχθρός της αντίδρασης, εχθρός των ισορροπιών. Αγκιτάτορας της ανθρώπινης προσπάθειας.
Ο φωτογράφος με «αμπέχωνο» δεν δέχεται τον όρο «αντικειμενικότητα». Παλεύει άνευ όρων. Εχθρός της αντίδρασης, εχθρός των ισορροπιών. Αγκιτάτορας της ανθρώπινης προσπάθειας.
Ο Γίγας δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο παρελθόν αλλά στο παρόν και το μέλλον. Δεν επιδιώκει την απλή ανάπλαση της ιστορικής μνήμης, αλλά την αίσθηση της παρουσίας της σαν στοιχείο αέναης αντίστασης και εκφράζει την αγωνία του να επανέλθει στο προσκήνιο το εξορισμένο στο περιθώριο κοινωνικό υποκείμενο.
Μέχρι το 6000 π.Χ., οπότε και κατασκευάστηκαν οι πρώτοι καθρέφτες (από οψιδιανό), οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ξέρουν πώς ακριβώς έμοιαζε το πρόσωπό τους…
Από τα φωτεινά και εορταστικά έργα στους βασιλικούς τοιχοτάπητες, με τοπία που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο, στους «μαύρους πίνακες» της νομοτέλειας του επερχόμενου τέλους.
Στον καπιταλισμό, τα πάντα, πολύ περισσότερο η έκθεση ενός καλλιτεχνικού αριστουργήματος, δεν αποτελούν παρά μια ακόμη επιχειρηματική «ευκαιρία».
«Οι καλλιτέχνες (…) βιώνουμε καθημερινά (…) τη στρέβλωση κάθε κοινωνικής ανάγκης για συμμετοχή και επικοινωνία με την τέχνη. Απλώνουμε το χέρι, σε κάθε συνείδηση που βλέπει τον άνθρωπο, ΑΝΘΡΩΠΟ και όχι εμπόρευμα (…)»
Κάποιοι βγάζουν στο σφυρί το έργο των σπουδαίων προγόνων τους για προσωπικό πλουτισμό. Κάποιοι άλλοι κάνουν την διαφορά, μετατρέποντας μια δημοπρασία σε πράξη αλληλεγγύης.
Ως «τέκνο» του μίσους για ό,τι κατέστρεφε την ζωή, το DADA εμφανίζεται στο ιστορικό – πολιτισμικό προσκήνιο σαν ένας πολύ ορεξάτος ταύρος μέσα στο καθεστωτικό υαλοπωλείο. Εκατό χρόνια μετά, η απελευθερωτική κραυγή του παραμένει τραγικά επίκαιρη.
Η εικαστική έκθεση “Αμύντορες Λαοφόροι: Το εικονοστάσι του αντιαποικιοκρατικού αγώνα” των καλλιτεχνών Γιάννη Γίγα και Πέγκυς Κούβαρη, παρουσιάζεται στον πολιτιστικό χώρο «Francisco de Miranda» της Πρεσβείας της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας.
Ο Φιλίπ Κέν συνθέτει ένα παραμύθι για μεγάλους εκεί που η ποπ κουλτούρα συνοδεύει τη μεταφυσική, η «φτωχή» σκηνογραφία συνδυάζεται με την αφαίρεση και την αποδόμηση, καθώς η μελαγχολία συμβαδίζει με τον οπτιμισμό, καθώς η ψευδαίσθηση του θεατρικού γίγνεσθαι αποκαλύπτεται μπροστά στην αλήθεια της μητέρας φύσης.