Cecil Taylor, ένα πιάνο μια ολόκληρη ορχήστρα
“Χάθηκε ένα τεράστιο ταλέντο αλλά η μουσική του θα ζει για πάντα. Το ίδιο και ο Cecil”. Έτσι χαιρέτησε ένας φαν του Αμερικανού πιανίστα, συνθέτη και ποιητή, Cecil Taylor το τέλος του στα 89 του χρόνια. Απ’ το 1956 με το ντεμπούτο του, «Jazz Advance» έως το τελευταίο του, «The Last Dance», το 2009, ο Taylor υπηρέτησε την τέχνη χωρίς συμβιβασμούς καθώς ακολουθούσε πάντοτε τις ανάγκες έκφρασής του: δεν χάιδευε τα πλήκτρα σαν τους λευκούς -αν και κλασικοθρεμμένος- αλλά τα χρησιμοποιούσε σαν κρουστά, με τεράστιες δόσεις ενέργειας, με φυσική επαφή, παράγοντας πολύπλοκους αυτοσχεδιασμούς, αλλεπάλληλους ηχητικούς σχηματισμούς και πολυρυθμίες. Έχοντας το πιάνο ως κύμβαλο με 88 συντονισμένα πλήκτρα δίκην κρουστών, πάντοτε δραπέτευε δημιουργικά από τις όποιες μελωδικές γραμμές δια της αφηρημένης οδού, ικανός όντας να πιάσει έναν απλό σκοπό και να τον φθάσει στα όρια του και ακόμη παραπέρα!
Αδιαφιλονίκητο μέλος της Αγίας Τριάδας της free jazz -John Coltrane και Ornette Coleman οι άλλοι- με τον πρώτο να φεύγει νωρίς και τον τελευταίο να ασχολείται κυρίως με σύγχρονες συνθέσεις και κατόπιν με τις harmolodics τεχνοτροπίες του, την στιγμή που ο Taylor εισχωρούσε όλο και περισσότερο στην κουλτούρα της μαύρης φυλής καθώς ενσωμάτωνε την ποίηση και τον χορό ως περφόρμερ. Είχαμε την τύχη να τον δούμε πριν αρκετά χρόνια στο Φεστιβάλ Ρεματιάς, στο Χαλάνδρι, μέσα στην φύση όπου συχνά πυκνά άφηνε το πιάνο που το είχε ως κρουστό για να λικνιστεί στον αέρα ως σύγχρονος σαμάνος. Ένας healer, ένας θεραπευτής, που εξέπεμπε ζωτική ενέργεια -το κοινό έμοιαζε να μην μπορεί να καθίσει στην θέση του λες και αυτή έκαιγε αφόρητα! Αλλά και ο τρόπος αποδόμηση γνωστών στάνταρ, οι τεχνικές αποδιάρθρωσης της μελωδικής γραμμής -το σπάσιμο σε μικρότερα μέρη και ακόμη περισσότερο, η μέθοδος αναδόμησής της που κατέληγε σε οργανωμένο χάος. Υπήρχε ένταση, αναζήτηση, ρήξη και άλλου τύπου δημιουργία σε ένα ταξίδι που διήρκεσε δεκαετίες με τους σταθερούς συνεργάτες του Buell Neidlinger στο μπάσο και Denis Charles στα ντραμς.
Ήταν η γραμμή κρούσης, ο ρυθμικός τομέας πάνω στο σταθερό τέμπο του οποίου ο Taylor διέσχιζε τα αφρικάνικα ρυθμικά κυκλώματα. Σε μια συνέντευξή του, το 1964: «λέω πως υπάρχει ένα πλεονέκτημα για αυτόν που ονομάζεται νέγρος: αν κάποιος βγει από τον υπόνομο μπορεί να δει τα πάντα υπό διαφορετική οπτική γωνία, μπορεί να αφομοιώσει οτιδήποτε πλέον -πράγματα που μέχρι πρότινος δεν τον ενδιέφεραν. Λέω πως άνθρωποι που ήταν σε κατάσταση υποδούλωσης έπρεπε να επιβιώσουν και να βρούνε τρόπους να προστατέψουν την αξιοπρέπεια τους σαν ανθρώπινα όντα -παρά τις προσπάθειες των γύρων τους να τους υποβιβάσουν- λέω πως αυτή η μουσική είναι η εκδήλωση της αξιοπρέπειας στην ζωή που πάντοτε ήταν παρούσα. Και ήταν παρούσα σε κάθε τέχνη για την χαρά και την λύπη.»
Ήδη από το «Jazz Advance», του ’56 παίζει το χαρακτηριστικό “Charge ’Em Blues”: τα πλήκτρα βροντάνε ασταμάτητα και ανεβάζουν ολοένα ταχύτητες, ξεφεύγουν χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή το “blue” θέμα, με την επιρροή του Theloniοus Monk παρούσα. Λίγα χρόνια αργότερα η μουσική του απείχε μίλια μακριά από εκεί. Δεν ήταν η τεχνική και το συναίσθημα που άλλαζε ήταν η φόρμα -όλο και πιο αφηρημένη. Αποκορύφωμα τα δυο άλμπουμ του ’66, «Unit Structures» και “Conquistador!”. Στο πρώτο με το τζαζ σεπτέτο του- Jimmy Lions ( άλτο), Henry Grimes και Alan Silva (ακουστικά μπάσα) και Andrew Cyrille (κρουστά) στο προσωπικό -καθόλου δεν ακούγεται σαν τζαζ: τα όργανα ξεκινούν και σταματούν απότομα, τα κρουστά δεν υποστηρίζουν τον ρυθμό επιτρέποντας στο ντράμερ να ξεφεύγει ως χρονοκουβαλητής και να παίζει ως ισότιμος αυτοσχεδιαστής. Αλλά και οι υπόλοιποι της μπάντας συμβάλλουν, ο καθένας από την μεριά του σε ένα πολυφωνικό όλο πολύ μακριά από το bebop ή οτιδήποτε άλλο. Είναι η εποχή που η τζαζ επιστρέφει στον Μεγάλο Αφρικάνικο Ρυθμό μέσα από την αφηρημένη και την ατονάλ μουσική. Ο Cecil Taylor γράφει ιστορία και αναδεικνύεται ως ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς σύγχρονης μουσικής!
Στην συνέχεια ο συνθέτης από το Κουϊνς της Νέας Υόρκης ηχογράφησε δεκάδες δίσκους και έδωσε πολλές συναυλίες μεταλλάσσοντας διαρκώς την μουσική του έκφραση τηρώντας πάντοτε χαμηλό προφίλ παρ‘ όλη την τεράστια εκτίμηση που έτρεφαν γι’ αυτόν οι μουσικόφιλοι όλου του κόσμου. Ούτως, δεν προξενεί εντύπωση πως ο θάνατός του την Μεγάλη Παρασκευή πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων και ιδιαίτερα στην Ελλάδα μιας και οι δημοσιογράφοι των πολιτιστικών ψάρευαν στα ρηχά ποπίζοντα και άλλα τινά καλλιτεχνικά λαυράκια που συμμετείχαν στα φαγοπότια του Πάσχα…