Καθώς η επανάσταση αποτελεί σοβαρό στόχο και αξίωμα

Οι ταινίες «Che: The Argentine» & «Guerilla» αποτελούν αναγκαίο must-see

| 30/08/2018

Θα ήταν πράγμα αδύνατο να μην ασχοληθούν οι τέχνες με την επιδραστική και καθοριστική προσωπικότητα του επαναστάτη που έπαιξε, μεταπολεμικά, τον πιο κυρίαρχο ρόλο στο όραμα της επανάστασης, στις παγκόσμιες αξίες και αρχές ενός νέου δίκαιου κόσμου. Ήδη από τις πρώτες μέρες της πολιτικής του δράσης, η φωτογραφική τέχνη τον απεικόνισε όπως ακριβώς ήταν -εν ζωή θρύλο πράγματι- και μολονότι πολεμήθηκε μετέπειτα, η αξία του έμεινε ανέγγιχτα ισχυρή και νικηφόρα. Σωστότερα γιγαντωνόταν. Εξάλλου, η φωτογραφία όχι μονάχα δεν του «πήρε την ψυχή» -κάτι που θα έκανε ένας άψυχος «νεοκλασικός» μασίφ μαρμάρινος ανδριάντας- μα του την επιβεβαίωσε. Στο κινηματογράφο, -αφήνοντας στα αζήτητα μια πρώτη αναπαράσταση του 1969 με τον τίτλο «Che!», μια κατά παραγγελία μπαρούφα εξάλλου της 20th Century Fox που θύμιζε από άποψη προσέγγισης και «καλλιτεχνικότητας» τις δικές μας χουντικές δημιουργίες, ο Che Guevara βρήκε την κινηματογραφική του αφιέρωση διπλά: μια γήινη, ανθρωποκεντρική και βαθιά ηθικο-πολιτική προσέγγιση των «Ημερολογίων μοτοσυκλέτας» του Walter Salles και τη «δίπτυχη» ταινία που ο Steven Soderbergh παρουσίασε με σεβασμό και ευθύνη για τις φλεγόμενες μέρες της δεκαετίας του 60’ που ο μπερές του και το βλέμμα του έγιναν συνώνυμο της λαϊκής απείθειας και της ενεργητικής συμμετοχής στις, όπου γης, τις εξεγέρσεις. Η Κούβα (στο πρώτο μέρος) και η Βολιβία (στο δεύτερο) επανέρχονται ως αντικαθρεπτίσματα της ιστορικής νοσταλγίας και των σύγχρονων αναγκών. Και ως εκ τούτου το επαναστατικό όραμα που γεννούν αυτά τα αντικαθρεπτίσματα στη σκέψη μας δεν είναι μια εξιδανίκευση του μέλλοντος, ένα μέλλον δηλαδή υποθετικό προϊόν αυθαίρετων και βουλησιαρχικών ιδανικών, μα τίθεται επί τάπητος στην όλη δράση της ταινίας ως άμεσο γεγονός δράσεων και ενεργειών της επανάστασης και κατ’ επέκταση στο «εδώ και τώρα» της πραγματικής ζωής, των πραγματικών συνθηκών, το δεδομένων αναγκών.

O Steven Soderbergh και ο Benicio del Toro –που να υπενθυμίσουμε πως αγόρασε ο ίδιος τα δικαιώματα για το σενάριο, έκανε ταυτόχρονα ουσιαστική προσωπική έρευνα εφτά ετών συναντώντας συντρόφους και συγγενείς του Τσε στην Κούβα και αλλού, διάβασε με την σειρά του τα αγαπημένα βιβλία που διάβαζε ο επαναστάτης και δεν κατάφερε όπως δήλωσε κάτι άλλο από το να τον «αγαπήσει»- εκπόνησαν ένα σπουδαίο έργο. Από κάθε άποψη και να το δούμε. Και της προεργασίας όπως είπα παραπάνω καθώς και της επιτελικής εκτέλεσης. Ένα τέτοιο έργο ωστόσο κατέχει όλα τα κριτήρια για να γίνει στόχος καταπολέμησης. Ο εύκολος δρόμος που διάλεξε το εμπορικό κύκλωμα είναι προφανώς ο δρόμος της αποσιώπησης. Το μποϊκοτάζ. Μια σταυροφορία που τελικά χρεοκόπησε. Ο Τσε άφησε τόσα εκατομμύρια εγγόνια στον κόσμο μας, ανάμεσα τους και καλλιτέχνες που βρίσκουν και θα βρίσκουν λόγους ώστε να επικοινωνούν στην ανθρωπότητα το κάθε φορά άξιο να ειπωθεί. Έτσι αν και πέρασε μια δεκαετία από την μέρα παραγωγής της ταινίας (το 2008) η προσπάθεια εξοστράκισης απέτυχε. Η ταινία βρίσκει πρόσφορο πάντα έδαφος. Ας δούμε όμως κάποια πράγματα πέραν της ταινίας που όμως βοηθάνε στο να την εκτιμήσουμε συνολικότερα.

che2 (1)


Ένα κινηματογραφικό φάντασμα πλανιέται πάνω από το Miami


4 Δεκέμβρη του 2008, εκατό άνθρωποι με την υποστήριξη της κουβανικής καταγωγής δημάρχου του Miami Beach διαδηλώνουν έξω από μια κινηματογραφική αίθουσα φωνάζοντας «Ντροπή!» ενώ η ίδια η δήμαρχος δηλώνει πως «δεν πρέπει να επιτρέψουμε την διάδοση αυτής της ταινίας». Κάτι παρόμοιο υποθέτουμε –και μάλλον επιβεβαιώνεται ιστορικά- θα έγινε και την δεκαετία του 60’ όταν καθώς εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη έτρεφαν σεβασμό στο πρόσωπο του και το παγκόσμιο ήθος του, μερικές εκατοντάδες στην σκιά των φοινικόδεντρων και της μαφίας τρομοκρατούνταν να τον κοιτάξουν στα μάτια –ακόμη και νεκρό-. Βλέπουμε πως οι ίδιοι μετρημένοι άνθρωποι, που εσαεί αρνούνται και προσπαθούν διακαώς να εμποδίσουν την πρόοδο της ανθρωπότητας, εσαεί φοβούνται και εξεγείρονται ακόμη και μπρος σε μια κινηματογραφική εικόνα του. Ματαιότητα προφανώς να αποκρύπτει κάποιος την ιστορική πραγματικότητα. Όποιος την φοβάται άλλωστε έχει κάποιο ιδιοτελές συμφέρον. Εσαεί αυτοί, εσαεί και το φάντασμα του που πλανιέται πάνω από τα κράτη και τις αστικές οικονομίες και οτιδήποτε τους υπενθυμίζει την όψη του είναι αντικείμενο αποδόμησης: «ντροπή», «ατιμία» ή σε άλλες πιο μετριοπαθείς περιπτώσεις «απογοήτευση». Και η ενόχληση φτάνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό καθώς αυτός που τους το υπενθυμίζει είναι ένας φημισμένος και βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθεσίας και Χρυσό Φοίνικα καθώς και ταυτόχρονα αρκετά εμπορικός σκηνοθέτης -με την θετική έννοια της συμβατικής κινηματογραφικής αφήγησης- και πρωτίστως… Αμερικάνος.

Οι εκατό αυτοί παραπάνω τύποι του κουβανο-αμερικάνικου lobby του Miami που προσπαθούν να επιδείξουν ιστορικές και… αισθητικές θεωρήσεις πάνω στο σινεμά είναι επίσης «συνάδελφοι» και μέλη του ίδιου «οργανισμού» που μέλος του ήταν και ο Luis Posada Carriles. Ο γνωστός αντεπαναστάτης με εύσημα, τρομοκράτης με ένσημα, μέλος σημαίνον της CIA, βοηθός του σχεδιασμού της επίθεσης στον Κόλπο των Χοίρων, επίδοξος δολοφόνος του Fidel Castro, φονιάς 73 ανθρώπων σε αεροπειρατεία κουβανικών αερογραμμών το 1976, βοηθός των φασιστών Contras ενάντια στους Σαντινίστας στην Νικαράγουα και λοιπά και λοιπά. Ενός lobby που σε μια μετά από πιέσεις αλλά προφανώς ψευδεπίγραφη δίκη του Carriles στο Texas έκανε έρανο χιλιάδων δολαρίων για την υποστήριξη του. Του ίδιου lobby τέλος που πολλά από τα καθοδηγητικά του στελέχη έχουν κατηγορηθεί για σοβαρό trafficking και εμπόριο ναρκωτικών στο έδαφος των ΗΠΑ. Η «πνιγμένη στο δίκιο» λέξη «ντροπή» από τα χείλη τους, λοιπόν, δεν ακούγεται διόλου ειλικρινής, χάνει κάθε πειστικότητα.

Τρεις μέρες αργότερα τώρα: Στις 7 του Δεκέμβρη 2008, παραπάνω από δυο χιλιάδες άνθρωποι όρθιοι στα κινηματογραφικά τους καθίσματα χειροκροτούν ασταμάτητα τον Πορτορικανό, και επίσης οσκαρικό, Benicio Del Toro (που ενσαρκώνει τον Τσε), μετά το τέλος της προβολής της συγκεκριμένης ταινίας, σε μια κατάμεστη αίθουσα 5000 θεατών, στην Αβάνα της Κούβας. Δυο διαφορετικές εικόνες λοιπόν μπροστά μας. Συντάσσεται πράγματι ένα πολύ ενδιαφέρον από κάθε άποψη πλάνο δύο κόσμων σε ευθεία αντιπαράθεση. Μιας σύγκρουσης -στην καλύτερη- που παίρνει χαρακτηριστικά πολέμου ιδεών. Μιας διαπάλης πολιτικής, ιστορικής, πολιτιστικής και κυρίως ηθικής σημασίας, αναζωπυρωμένης από μια κινηματογραφική ταινία, άρα και αισθητικής φύσεως. Τίποτα δεν είναι οξύμωρο και παράδοξο. Ανάμεσα στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό του Hollywood και στην δυναμική της κινηματογραφικής τέχνης επιβεβαιώνεται έτσι το τεράστιο χάσμα που δικαιολογεί την δήλωση του Del Toro -στο πρωτόγνωρο για τα χρονικά στολισμένο με πορτρέτα του Τσε Buenos Aires της Αργεντινής- παρευρισκόμενος στην πρεμιέρα της ταινίας πως «αν ζούσα την δεκαετία του 60, θα ήμουν ίσως άλλο πρόσωπο και θα συμφωνούσα με τον ένοπλο αγώνα».

Βγαίνουν όπλα λοιπόν και πολύ καλά που συμβαίνει. Το σινεμά μοιάζει να έχει την τιμητική του με κάτι τέτοια, ως τέχνη «εκτός των τεχνών». Το σινεμά μετατρέπεται λόγω ασόβαρων μα ωστόσο πραγματικών αντιδράσεων σε πολιτική ενέργεια. Διεισδυτική, δραστική, δυναμική, επαναστατική. Τέχνη που επηρεάζει άμεσα την πραγματικότητα γενικά, την πολιτική πραγματικότητα, ειδικότερα. Ο Che, άλλωστε, καλλιτέχνης και ο ίδιος -όχι μονάχα γιατί ήταν ένας πραγματικά ανθρωπιστής, αντικονφορμιστής και ευαίσθητος επαναστάτης και ως εκ τούτου κατέχει χαρακτηριστικά καλλιτέχνη αλλά γιατί επίσης έτρεφε μια τεράστια αγάπη για την φωτογραφία- ποτέ του δεν θα διαχώριζε ή θα υποτιμούσε τις διαφορετικές προσπάθειες -πέραν των καθαρά πολιτικών- των ανθρώπων να εκφράσουν οργή καθώς και να παλέψουν οργισμένα. Πολιτικά εργαλεία, ηθικά εργαλεία, αισθητικά εργαλεία, για τους επαναστάτες είναι όλα τούτα εργαλεία. «Χρειαζόμουν να κάνω αυτή την ταινία. Ένιωσα πως αν αξίζω κάτι, έπρεπε να πω ναι. Δεν θα μπορούσα να πω όχι», θα πει ο σκηνοθέτης και ο Del Toro θα συνεχίσει πως «θέλει ευθύνη αυτός ο ρόλος» ενώ όταν τον πολυσκοτίσουν πέφτοντας πάνω του δημοσιογράφοι γεμάτοι αφηρημένες και άρα απαράδεκτες κριτικές παρατηρήσεις, ο ίδιος γεμάτος, από την άλλη, ψύχραιμη αξιοπρέπεια θα τους αφήσει στην μέση της συνέντευξης λέγοντας «Γράψτε ό,τι θέλετε, δεν με νοιάζει!» προσθέτοντας επίσης πως οι διαδηλώσεις των λομπίστων του Miami, είναι αυτές «που κάνουν την Αμερική μεγάλη»… Ωραίος.

the_argentine06


Και άλλο ένα (φάντασμα) πάνω από τις πένες των κριτικών κινηματογράφου


Η ενόχληση δεν άγγιξε μονάχα τα ακροδεξία «σινεφίλ» στοιχεία του Miami. Ταυτόχρονα γυρίσανε και τα μυαλά κάποιων που διοικούν το σινεμά –και τις πληρωμένες πένες τους -, τα ίδια μυαλά που διοικούν καθώς φαίνεται και τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία και τον έλεγχο της συνείδησης του κοινού –και προφανώς μιλάμε για τα βιομηχανικά συμπλέγματα των ΗΠΑ– στο γεγονός πως δυο καλλιτέχνες που έχουν βραβευτεί από τους μεγαλύτερους και συστημικότερους μηχανισμούς στο σινεμά – Κάννες και Ακαδημία των Όσκαρ – ξεφεύγουν από τα όρια και τους «όρους» που θέτονται και αποφασίζουν να κάνουν αυτό που θέλουν, που νιώθουν και ακούνε μπρος στην ιστορία, την αλήθεια και την συνείδηση τους. Θέλει ευθύνη όντως να δηλώνεις για την προβολή στην Αβάνα πως «υπάρχει ένα ακροατήριο εδώ… που θα μπορούσε να είναι ο πιο ακριβοδίκαιος κριτής της ιστορικής ακρίβειας της ταινίας» όπως έκανε ο Del Toro. Κριτές άλλωστε υπήρξαν πολλοί και ειδικότερα μέσα στις ΗΠΑ. Πολλοί προσπάθησαν να βρούνε αισθητικά λάθη και να κάνουν τις κλασικές και μη εξαιρετέες κινηματογραφικές ακαδημαϊκές συγκρίσεις, – ασχέτως που αν καταδέχονταν να κοιτάξουν με προσοχή την ταινία, αν και εφόσον δεν τους ενοχλούσε και δεν τους εμπόδιζε το αντι-ακαδημαϊκό εκτόπισμα του Che, θα μένανε θαμπωμένοι -.

Θαμπωμένοι και έκπληκτοι με το σπουδαίο cinéma vérité στυλ της που βοηθάει στην αδιαμεσολάβητη πρόσληψη του θέματος, τη δραματική υπεροχή της φωτογραφικής διεύθυνσης που αναβιώνει και εμβαθύνει την χρονική εποχή συνταιριάζοντας τους χαρακτήρες στο πλαίσιο της και ενθουσιάζοντας μας με την, φυσικού φωτός, στυλιστική ακρίβεια, τον τρόπο που αφηγηματικά βαραίνει τους τόνους σε όλους τους τομείς όσο η συγκυρία της Βολιβίας μοιάζει να δείχνει τα στοιχεία ήττας της εξέγερσης -δίχως όμως να εγείρει διδακτικές αυταπάτες, πεσιμισμούς και ρομαντισμούς-, τον τρόπο που καθρεπτίζει και αναπαριστά τα αρχειακά υλικά μοντάροντας την ταινία ως σύνολο με ρυθμική ακρίβεια, αφηγηματική καθαρότητα και «αμπερδεψιά», την επαγωγική ιδεολογικοποίηση της εικόνας που όπως ο Soderbergh τονίζει «απεικόνισα πράγματα που έχουν νόημα σε πρακτικό αλλά και ιδεολογικό επίπεδο», των εκφράσεων, την χρήση του ισπανικού -και όχι του συμβατικού, και κατά συνέπεια κερδοφόρου, αγγλικού- διαλόγου, την αποφυγή της αφελής και χυδαίας θριαμβολογίας και άρα συντήρησης ενός μύθου αλλά πράγματι τον εξανθρωπισμό του αγωνιστή ως μέρος μιας κοινωνικής, ρεαλιστικής και ηθογραφικής διαδικασίας που αυτή, εν τέλει, βλέπουμε γεμάτη αγωνία, σασπένς, ένταση και κοινωνική ματιά.

Οι κριτές αποσιωπώντας όλες τούτες τις κινηματογραφικές, σκηνοθετικές και σεναριακές αρετές που την καθιστούν μια σπουδαία και «ολιστική» αφηγηματικά ταινία από άποψη φόρμας, λειτουργίας της και κοινωνικής ανάγκης, ξεκίνησαν την υπονόμευση. Στόχος της υπονόμευσης ακριβώς αυτό: το περιεχόμενο, η ουσία, η δυναμική του πορτρέτου που ο Soderbergh δημιούργησε με μορφολογική (κινηματογραφική δηλαδή) τελειότητα. Με αυτόν τον τρόπο, έγινε προσπάθεια η κουβέντα να ξεφύγει από το προκείμενο και το τετράωρο «έπος» -έπος με την ορολογία της θεωρίας της τέχνης-, να μείνει μια σκονισμένη μπομπίνα. Ο σπουδαίος κριτικός κινηματογράφου Roger Ebert είχε γράψει σε μια κριτική του για τους συντελεστές του ξεχασμένου αντιδραστικού «Che!» του 1969 πως «είναι η χειροπιαστή απόδειξη ότι κανένας εξ’ όσων συνδέονται με αυτή (την ταινία)… δεν δίνουν μία για το ποιος και τι είναι ο Τσε Γκεβάρα, ο Φιντέλ Κάστρο, η Κουβανική Επανάσταση και οτιδήποτε άλλο θέλει πάνω από πέντε λεπτά σκέψης!», τελικά ταιριάζει γάντι και για τους σημερινούς κριτικούς και την σχέση ταύτισης, ενδιαφέροντος ή και περιφρόνησης τους με το θέμα που η ταινία πραγματεύεται. Και θα συμφωνήσω ταυτόχρονα –όπως ο καθένας που έχει σοβαρά κριτήρια βλέποντας μια ταινία– με την άποψη ενός άλλου κριτικού πως η ταινία είναι «κάτι που οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να δουν και πρόθυμοι να συζητήσουν σε όλο τον κόσμο, κάτι που είναι περιέργως επείγον… κάτι εκπληκτικό. Όποιος την είδε εδώ, δεν θα τη ξεχάσει ποτέ». Αυτό είναι άλλωστε το πρόβλημα για μερικούς εκ του συστήματος. Πως όποιος είδε, γνώρισε, διάβασε για τον Che, ποτέ του δεν τον ξέχασε.

che_061


Εμπάργκο στην Κούβα… εμπάργκο και στην ταινία


Η ταινία προβλήθηκε μονάχα σε 35 αίθουσες στις ΗΠΑ αποφέροντας κέρδη 164000 δολαρίων ενώ στον υπόλοιπο κόσμο άνω των 20 εκατ. Αν και τα κέρδη δεν ξεπέρασαν το budget παραγωγής της, τα παραπάνω στοιχεία αποδείχνουν από την μια την δυναμική του Che και των ιδεών του σε παγκόσμιο –εκτός ΗΠΑ- επίπεδο, επιβεβαιώνοντας, από την άλλη, τον τρόπο που τον αποφεύγει και τον πολεμά το κάθετα διαρθρωμένο κινηματογραφικό σύμπλεγμα της Αμερικής. Γνωστά πράγματα θα πείτε, αλλά καθόλου ανεπίκαιρα να ξαναεπισημαίνονται. Αλλά μιας και είναι λανθασμένο κριτήριο να προσεγγίζουμε μονάχα με οικονομικούς και εμπορικούς όρους την επιτυχία μιας ταινίας, ο πόλεμος που της εξαπολύθηκε μπορεί να είχε τα αποτελέσματα που οι υπεύθυνοι των στούντιο –ως εντολοδόχοι άνωθεν πολιτικών σχεδιασμών– προσδοκούσανε, αλλά μια ταινία τον 21ο αιώνα ευτυχώς και δεν πεθαίνει μετά το πέρασμα της χρονικής περιόδου προβολή της στις αίθουσες. Η «παράνομη» εκδημοκρατικοποίηση του ίντερνετ, την κρατά ζωντανή. Ο καθένας την έχει όποτε την θελήσει ζωντανή μπρος στα μάτια του παρά το ιδιότυπο εμπάργκο διανομής της. Άλλωστε και οι κουβανοί συνεχίζουν να καπνίζουν πούρα κοιτάζοντας τον ωκεανό παρά το εγκληματικό διπλωματικό και εμπορικό εμπάργκο των ΗΠΑ και της ΕΕ. Στην χώρα μας, κι αυτό έχει τεράστιο εγχώριο ενδιαφέρον πάντως, τα δυο μέρη της ταινίας δεν βρήκαν ποτέ τον δρόμο τους για τις αίθουσες. (*το άρθρο έχει γραφτεί ένα χρόνο πριν οι εταιρίες αποφασίσουν τελικά να την προβάλουν)

benicio-del-toro-e-il-regista-steven-soderbergh-sul-set-del-film-che-l-argentino-101714


Film rebelde και… το να γυρνάς ταινίες για επαναστάτες ενέχει κινδύνους


Όπως είπαμε, ενέχει ευθύνη από την μία αλλά και κινδύνους από την άλλη να γυρίσεις ταινία για τον Che, όπως για κάθε καθοριστικό πολιτικό –και κομμουνιστή ιδιαιτέρως- επαναστάτη. Για διάφορους μα και προφανείς λόγους. Υπάρχει ο κίνδυνος να συντηρήσεις ένα μύθο και να υπερθεματίσεις έναν άνθρωπο εκτός της ιστορικής πραγματικότητας και να τον μετατρέψεις σε έναν «superman», μπορεί επίσης να τον καταντήσεις καρικατούρα και να χάσει την ψυχή του. Όμως υπάρχει και ο κίνδυνος που θέλει κότσια να τον υπερβείς: να καταφέρεις να δημιουργήσεις ένα δυνατό έργο τέχνης που να γοητεύει, να εμπνέει, να επηρεάζει το κοινό και για αυτόν τον ίδιο ακριβώς λόγο να βρεις πραγματικούς μπελάδες, με αυτούς που δεν γοητεύονται ποτέ και με τίποτα, πέρα από τα δολάρια. Τους βιομήχανους.

Αν ο Che ήταν μια ακόμη ανώδυνη, παρωχημένη ιστορική προσωπικότητα, ένας ανεπίκαιρος επαναστάτης άλλων εποχών και ιδεολογιών ίσως και όλα να έβαιναν καλώς. Αλλά όταν μιλάς για τον Che δεν μιλάς για αυτόν τον ίδιο μα για μια εν ενεργεία επανάσταση, για έναν εν ενεργεία λαό –τον Κουβανικό-, για ένα εν ενεργεία παγκόσμιο όραμα, για ένα εν ενεργεία ηθικό κώδικα, για ένα εν ενεργεία όπλο. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης τονίζοντας την σύνδεση φόρμας και περιεχομένου, «δεν μπορείς να κάνεις μια ταινία για έναν τύπο που έχει αυτές τις σκληροπυρηνικές σοσιαλιστικές αρχές ισότητας και όμως να τον απομονώνεις με κοντινά πλάνα». Ενέχει λοιπόν ευθύνη, σοβαρότητα, εικαστική και αισθητική οξύτητα και πολύ, μα πάρα πολύ θάρρος. Ο μακαρθισμός άλλωστε ποτέ δεν σταμάτησε ως υπόγειο ρεύμα διοίκησης και διαχείρισης του σινεμά. Η άμεση λογοκρισία μπορεί να πέθανε, ο ηθικός κανονιστικός κώδικας Hays του Hollywood να καταργήθηκε ή να μεταλλάχτηκε, αλλά η χρηματοδότηση είναι ο ένας, μοναδικός και αιώνιος κώδικας που λέει την τελευταία λέξη στα πάντα. Αυτός που πάντα αποφασίζει. Και δίχως χρηματοδότηση –κι ας μου επιτραπεί μια παρένθεση: έχουν υπάρξει σκηνοθέτες στην ιστορία που βγάλανε στο σφυρί βραβεία τους, για να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τις ταινίες τους- δεν υπάρχει σινεμά, δεν υπάρχει τέχνη και κατά συνέπεια δεν υπάρχει άποψη. Και δίχως άποψη δεν υπάρχει μνήμη, δεν υπάρχει συνέχεια, υπάρχει μονάχα συνειδησιακή υποδούλωση. Θάρρος λοιπόν, του Soderbergh, θάρρος του Del Toro, θάρρος όλων των συντελεστών. Άλλοι θα χάνανε την δουλειά τους στο άψε – σβήσε σε μια τέτοια προσπάθεια. Αυτοί την κράτησαν μα σαφώς και τέθηκαν σε μια confidential «μαύρη λίστα» των στούντιο που κάποια στιγμή μπορεί και να χρησιμεύσει.

Che-2008-film-images-6669c209-9abe-4d16-9a31-86fe1ffde9b


Κανένας επίλογος για τον Τσε


Τα «Ημερολόγια μοτοσυκλέτας» δώσανε με μεγάλη ομορφιά και δραματουργική ένταση ενός σημαντικού road movie, την ηθική εξέλιξη και ανωτερότητα του ανθρώπου Che Guevara και τα δυο μέρη του Soderbergh απεικόνισαν αυτή την ολική συγκρότηση του επαναστάτη εν ώρα μάχης. Κατάφεραν αμφότερες να τον αποστασιοποιήσουν από την χρήση του ως logo, ως motto, ως ανώδυνο συμβολιστικό επίγραμμα. Κατάφεραν μέσω μιας προσωπικότητας να επανέλθουν στην επανάσταση ως συλλογικό αξίωμα, να την επικαιροποιήσουν, να αναδείξουν την ατομική και συλλογική υπεροχή της. Η υπογραφή του Soderbergh ως σκηνοθέτη, διευθυντή φωτογραφίας, μοντέρ και η συγκλονιστική από ψυχής ειλικρίνεια του πρωταγωνιστή Del Toro στην προσέγγιση του ρόλου του (που γνωρίζουν αμφότεροι την δύναμη της κάμερας και είναι τεχνίτες στην χρήση της) υποδηλώνει πως τέχνη δεν μπορεί να υπάρξει δίχως υψηλή φόρμα που να εκφράζει ένα υψηλότατο περιεχόμενο –όχι μυθικό– μα υπαρκτό, καθημερινό και αναγκαίο. Oι όποιες ακαδημαϊκές φανφάρες που πετάγονται στον δημόσιο λόγο που κανείς εκ των υπευθύνων τους πραγματικά δεν γνωρίζει, δεν καταλαβαίνει και αδυνατεί να στηρίξει θεωρητικά και πρακτικά, αποτελούν μάλλον εκ του πονηρού άλλοθι για προσωπικές –πολιτικά μιλώντας– εκτιμήσεις, προθέσεις και προσδοκίες. Να τι ακριβώς είναι ντροπή και «κάτω από την ζώνη» αισθητική αδικία, αν όχι προφανής αλητεία.


*Οι δυο ταινίες θα έπρεπε έστω με καθυστέρηση 9 ετών να βρούνε διανομή στην χώρα μας. Τα δικαιώματα κάποτε είχαν αγοραστεί. Παρόλα αυτά η εταιρία που τα αγόρασε δεν υπάρχει πια. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως είναι ζήτημα που απασχολεί τους ανθρώπους που βλέπουν σινεμά οι επιλογές των εταιριών να προβάλλουν σκουπίδια και να προσβάλλουν το κοινό και να μη σπρώχνουν σοβαρές τοποθετήσεις που έχουν τεράστιο κινηματογραφικό, αισθητικό, ιστορικό και… εμπορικό, αφού αυτό είναι που αποκλειστικά τους νοιάζει, ενδιαφέρον.
** Το πρώτο μέρος της ταινίας τελικά βρήκε διανομή και θα βγει στις αίθουσες στις 30 Αυγούστου 2018
***Το κείμενο γράφτηκε στις 14 Ιούνη 2017 και επικαιροποιήθηκε στις 28 Αυγούστου 2018 λόγω πρώτης προβολής του στις αίθουσες.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.