Cinema Paradiso project

Ο Παράδεισος του Σινεμά, ο Λακάν και η μεταβίβαση της έμπνευσης...

| 15/01/2015

Περισσότερο και από ένα μουσικό σχήμα οι Cinema Paradiso είναι η υλοποίηση της ιδέας που είχε μια ομάδα ανθρώπων, αν όχι ένας και μοναδικός, πριν μερικά χρόνια…Iσως ακριβώς για αυτό προσθέτουν δίπλα στο όνομα τους τη λέξη project και ίσως ακριβώς γι’ αυτό είναι ένα πολύ ιδιαίτερο, αν όχι ιδιότυπο, σχήμα και όχι μόνον επειδή το ρεπερτόριο τους είναι αυστηρότατα εξειδικευμένο, σε ένα πολύ συγκεκριμένο είδος και ακόμη πιο συγκεκριμένο ύφος.

Για να πάρουμε τα πράγματα από το ξεκίνημα, οι απαρχές των Cinema Paradiso ανάγονται στο καλοκαίρι του ’09 όταν η Χριστίνα Κατσιάρη (ιατρός στο επάγγελμα και μάλιστα πανεπιστημιακού επιπέδου, είναι επίκουρη καθηγήτρια παθολογίας – ρευματολογίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και σαφέστατα μόνον ερασιτέχνης με την καλύτερη έννοια μουσικός έστω και αν έχει κάνει στο απώτερο παρελθόν μαθήματα κλασικής και ακουστικής κιθάρας) έτυχε να δει σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή της ζωής της μια παρτιτούρα από το score του Ennio Morricone για την ταινία του Τζιουζέπε Τορνατόρε «Cinema Paradiso». Είχε βέβαια προηγηθεί (διόλου τυχαία μα αντίθετα σημαδιακά) δύο χρόνια πριν μια παράσταση με τίτλο «Interlude», η οποία πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνεδρίου ψυχιατρικής που έγινε τότε στον ίδιο χώρο. Η παράσταση αυτή έκλεισε τις εργασίες του συνεδρίου που ένα από τα θέματα του ήταν η θεραπευτική χρήση της μουσικής ενώ επίσης κατά τη διάρκεια του ιδρύθηκε η Ελληνική Εταιρεία Της Νέας Λακανικής Σχολής.

Η φαντασιακή αποτύπωση στο σελιλόιντ εικόνων της εσωτερικής πραγματικότητας

Το υλικό της παράστασης «Interlude» – που ηχογραφήθηκε και το CD το οποίο προέκυψε στάλθηκε σε αρκετές ενώσεις και άλλους οργανισμούς ψυχιάτρων σε όλο τον κόσμο – αποτελείτο κυρίως από τραγούδια και θέματα από κινηματογραφικές ταινίες συν κάποια ελληνικά τραγούδια που, ακόμη και αν δεν ήταν της ίδιας προέλευσης, το σχήμα που τα έπαιξε τα προσέγγισε με ανάλογο τρόπο. Αυτό λοιπόν το σχήμα ήταν που θέλησε να ανασυστήσει και να «επισημοποιήσει» πλέον η Χριστίνα Κατσιάρη και για τον σκοπό αυτό απευθύνθηκε κατ’ αρχήν στην βασική της συνεργάτιδα και την πρώτη φορά, την λυρική ερμηνεύτρια με τις πολύχρονες σπουδές και καθηγήτρια φωνητικής, Σουζάνα Γιαννακοπούλου.

Οι δυο τους συγκέντρωσαν στη συνέχεια και τους περισσότερους από εκείνους που συμμετείχαν στο «Interlude», όλους τους μουσικούς με στερεότατες κλασικές σπουδές, εκλεκτούς σολίστες και επίσης διακεκριμένους δασκάλους μουσικής σήμερα, με το όνομα Cinema Paradiso να προκύπτει ευνόητα, αν όχι εντελώς αυτονόητα. Ακολούθησε μια σειρά επιλεγμένων εμφανίσεων στο ωδείο «Athenaeum» και μετά στο «Half Note Jazz Club», στο Backstage αλλά και στο Μουσικό Προαύλιο του Θεάτρου Badminton αλλά και μια συμμετοχή τους σε ζωντανή εκπομπή της ΕΡΑ 3 τον Απρίλιο του ’13 με πιο πρόσφατη συναυλία τους τον Οκτώβριο στο «Gazarte» σε μια σύμπραξη με την Αργυρώ Καπαρού. Παράλληλα διαμορφωνόταν και η σύνθεση τους η οποία, μετά από κάποιες αλλαγές, είναι πλέον οριστικά δεκαμελής και αποτελείται από την πιανίστα Σοφία Ροσμαράκη, την ακορντεονίστα Ευαγγελία Λοφίτου, την βιολίστρια Γκαλίνα Μπράτουσκα, τον βιολοντσελίστα Στέφανο Γιαννόπουλο, τον κοντραμπασίστα Eυγένιο Μπράτουσκα, τον κλασικό κιθαρίστα Άγγελο Μπότση, τον ντράμερ/περκασιονίστα Ιάκωβο Παυλόπουλο και με πιο πρόσφατη σχετικά προσθήκη τον μέχρι τότε βασικό ενορχηστρωτή τους Δημήτρη Αραπαντελή στην ηλεκτρική κιθάρα αλλά και το τραγούδι συν φυσικά τις προαναφερθείσες Σουζάνα Γιαννακοπούλου και Χριστίνα Κατσιάρη στην ακουστική κιθάρα (έτσι ώστε να υπάρχουν και οι τρεις εκδοχές του τόσο δημοφιλούς οργάνου!).

Τα ατού των Cinema Paradiso είναι – πολύ απλά και ολοφάνερα για όποιον έχει παρακολουθήσει έστω και μια εμφάνιση τους – κατά σειρά η εκπληκτική φωνή της Σουζάνας Γιαννακοπούλου, η εκτελεστική δεινότητα των υπολοίπων μα και η βαθιά μελωδικότητα που τους διακρίνει, τόσο ως μονάδες όσο και ακόμα περισσότερο ως σύνολο. Και αυτές ακριβώς είναι και οι αρετές του ντεμπούτου CD τους «Cinema Paradiso Project Volume I» που περιλαμβάνει κομμάτια δοκιμασμένα επί πολύ καιρό στις συναυλίες τους. Κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες, σε δική τους παραγωγή από την Ε.Μ.Σ.Ε. και παρουσιάστηκε την Τρίτη 23 Δεκεμβρίου στο «El Convento Del Arte», σε μια βραδιά με ελεύθερη είσοδο αν και είχε οργανωθεί και προετοιμαστεί (με το ανάλογο κόστος) πολύ προσεχτικά από τους C. P..

Η παρουσίαση την οποία συντόνισε ο τέως παραγωγός της ΕΡΤ και νυν του Μεταδεύτερου Νίκος Αϊβαλής ήταν όντως διαφορετική από τις περισσότερες ανάλογες καθώς αντί μετά από τις ομιλίες να ακολουθήσουν οι ζωντανές εκτελέσεις κάποιων κομματιών του CD οι C. P. προτίμησαν να παίξουν το μεγαλύτερο μέρος του με τους ομιλητές να παρεμβάλλονται ανάμεσα στα κομμάτια και ενώ το σχήμα παρέμενε στη σκηνή με την εξαίρεση της Χριστίνας Κατσιάρη που αυτή τη φορά απλά παρακολουθούσε όλα τα τεκταινόμενα στην αίθουσα με άγρυπνο μάτι, κάνοντας ακόμα πιο φανερό ότι κυριολεκτικά αποτελεί τον «ιθύνοντα νου» των C. P. Μεταξύ άλλων μίλησαν δύο ψυχίατροι και ψυχαναλύτριες, η Ελένη Μόλαρη και η Άννα Πίγκου που μάλιστα είναι και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Της Νέας Λακανικής Σχολής. Η κυρία Πίγκου λοιπόν έκανε μια σίγουρα από καρδιάς αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση με άξονα την επιστημονική της ιδιότητα, θυμήθηκε το συνέδριο του ’07 που κατά μιαν έννοια αποτέλεσε την «μήτρα» για τη γέννηση των C. P., υπογράμμισε τις θεραπευτικές ιδιότητες και αξία της μουσικής στην ψυχιατρική και δεν εφείσθη κοσμητικών επιθέτων για να περιγράψει αυτό που κάνουν οι C. P. και έχει και αυτήν τη διάσταση πέραν φυσικά από την αισθητική απόλαυση του.

 Η έξωθεν συγκινησιακή φόρτιση ως υποκατάστατο της προσωπικής συναισθηματικής κατάθεσης;

Το εναρκτήριο – και εμβληματικό, όπως το αποκαλούν οι ίδιοι – κομμάτι των συναυλιών αλλά και του δίσκου των C. P., όχι μόνον ορχηστρικό αλλά και δραστικά διαφορετικό από την πλειοψηφία των άλλων που παίζουν είναι το «Struggle For Pleasure» μπορεί μεν να έγινε γνωστό από την ταινία του Πίτερ Γκριναγουέι «Η Κοιλιά Του Αρχιτέκτονα» του 1987 αλλά είχε κυκλοφορήσει «αυτόνομο» στο ομότιτλο album του Wim Mertens – αρχικά υπό το όνομα του τότε σχήματος του, των Soft Verdict – τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν. Ποιος λοιπόν μπορεί να είναι ο λόγος που κάνει τους C. P. να επιλέγουν ως «εισαγωγή» στη δουλειά τους ένα τόσο μινιμαλιστικό κομμάτι που να μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και φόρος τιμής του Mertens στον Philip Glass, ο ίδιος που ώθησε και τον Γκριναγουέι να το συμπεριλάβει στο soundtrack της συγκεκριμένης ταινίας του ή κάποιος άλλος; Μήπως ο λόγος αυτός πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια αυτή την τόσο μίνιμαλ κατιούσα μελωδία η οποία με τα λιτότερα των οργανικών και εκφραστικών μέσων προσπαθεί ολοφάνερα – και σαφώς επιτυγχάνει – να κάνει πράξη αυτό που λέει ο τίτλος της, δηλαδή «τον αγώνα για απόλαυση»; Το αν η απόλαυση αυτή είναι μόνον αισθητική ή όχι είναι μια άλλη παράμετρος της συζήτησης που πηγαίνει πολύ μακρύτερα από το παρόν κείμενο…

Κάτι άλλο που θα ήθελα να ρωτήσω την κυρία Πίγκου είναι γιατί, κατά τη γνώμη της πάντα, ένα ικανότατο πολυμελές σχήμα έχει αφιερωθεί σε εμπνευσμένες επανεκτελέσεις μουσικής που έχει ταυτιστεί με κινηματογραφικές ταινίες, κατά πόσον δηλαδή αυτό έχει ίσως να κάνει με τη μετα-μνήμη (για να θυμηθούμε και τον Προυστ) ή, πιο απλά, την ανάγκη κάθε υποκειμένου να ελέγχει τουλάχιστον την ροή του χρόνου, ιδιαίτερα του παρελθοντικού, αφού δεν μπορεί να το κάνει αναφορικά με τον ίδιο. Και πηγαίνοντας το θέμα ένα βήμα παραπέρα, αν οι κινηματογραφικές ταινίες δημιουργούν ερεθίσματα, συναισθηματικά και άλλου είδους, στους συνθέτες που τις επενδύουν με την μουσική τους ποιαν ακριβώς λειτουργία εκπληρώνει για κάποιους άλλους μουσικούς το να αποδίδουν μόνον τέτοια έργα και όχι περιστασιακά αλλά μόνιμα; Να υποθέσουμε ότι αναπαριστούν την αίσθηση που άφησαν στο υποσυνείδητο τους ή μήπως ότι «ανακυκλώνουν» τα αρχικά ερεθίσματα των κινηματογραφικών συνθετών, από «δεύτερο χέρι» πια; Αμφότερα αυτά δεν θα ήταν υπερβολικά απλοϊκές εξηγήσεις, από ψυχαναλυτικής ή όποιας άλλης πλευράς; Ποια είναι δηλαδή τελικά η σχέση των C. P. – που αποτελεί και την κινητήρια δύναμη τους –  όχι μόνο με τα soundtracks αλλά και με τις ίδιες τς ταινίες, τον κινηματογράφο και τι υποδηλώνει για αυτούς, ως μουσικούς αλλά και σαν ανθρώπους;

Η κατάληξη αυτού του συλλογισμού δεν μπορεί παρά να είναι η καθόλου ρητορική ερώτηση του γιατί μουσικοί τέτοιου επιπέδου όπως αυτοί που αποτελούν τους C. P. επί πέντε σχεδόν χρόνια (αυτο)περιορίζονται σε διασκευές και μόλις τώρα δηλώνουν ότι στις προσεχείς τους επιδιώξεις είναι να γράψουν δικό τους υλικό, στο ίδιο προφανώς ύφος με τις τελευταίες…Η απάντηση φυσικά δεν μπορεί να είναι επειδή τους λείπουν το ταλέντο ή οι ικανότητες και ούτε φυσικά το ότι παρά το γεγονός πως – με μία και μοναδική εξαίρεση – είναι επαγγελματίες στους C. P. λειτουργούν μάλλον «ερασιτεχνικά». Μήπως η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί σε ένα από τα δύο κομβικά στοιχεία της σχέσης αναλυόμενου και ψυχαναλυτή που συμβάλλει τα μέγιστα στο να καλλιεργηθεί η μεταξύ τους εμπιστοσύνη και στο οποίο αναφέρθηκε ιδιαίτερα η κυρία Πίγκου, δηλαδή την μεταβίβαση, την επιθυμία του αναλυόμενου υποκειμένου να μοιραστεί εμπειρίες και συναισθήματα με τον αναλυτή; Διόλου συμπτωματικά άλλωστε ένα από τα θέματα του συνεδρίου του ’07, όπως υπογράμμισε και η ίδια, ήταν «η γέννηση της μεταβίβασης»…

Αναρωτιέμαι λοιπόν αν και για τους C. P. λειτουργεί κάποιου τύπου μεταβίβαση, μήπως δηλαδή η εμπιστοσύνη τους σε αυτό το έτοιμο και άρα δοκιμασμένο ως προς την αξία του υλικό υποκαθιστά την πρωτογενή έμπνευση τους…ή μήπως καλύτερα τον φόβο απέναντι σε αυτήν που μπορεί πολύ ωραία να προέρχεται από την έλλειψη της η οποία μπορεί με την σειρά της να οφείλεται ακριβώς σε έναν άλλο φόβο για το αν αυτή θα είναι αναλόγου επιπέδου με εκείνη των προτύπων τους; Μήπως τελικά έχουμε να κάνουμε με τον φόβο κάποιων μουσικών να εκφράσουν τον δικό τους ψυχισμό και συναισθήματα μέσα από αυτό που κάνουν και αντί για αυτό προτιμούν να τα «προβάλλουν» σε εκείνα κάποιων ομότεχνων τους;

Από τη στιγμή λοιπόν που η κυρία Πίγκου, προσωπικά και ως εκπρόσωπος των ψυχιάτρων που ακολουθούν την λακανική σχολή, αποδίδει τόση σημασία στον ρόλο της μουσικής στην ψυχανάλυση (και, κατά προέκταση, στις θεραπευτικές της ιδιότητες) δεν είναι άραγε λογικό να εξετάσουμε και τους ίδιους τους φορείς της μουσικής, τους δημιουργούς μα και τους εκτελεστές της, υπό ένα έστω και στοιχειωδώς «ψυχαναλυτικό» πρίσμα;

CINEMAPARADISO

Η απόσταση ανάμεσα στον προσήκοντα σεβασμό και τα τοτέμ

Οι Cinema Paradiso μου έκανε μια μεγάλη τιμή που δεν μου έχει ξαναεπιφυλαχθεί. Στον επίλογο δηλαδή μιας συνέντευξης που τους είχα πάρει πέρυσι έγραφα ότι θα ήθελα να τους ακούσω να διασκευάζουν ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια από κινηματογραφική ταινία (αλλά και γενικότερα, για να λέω την αλήθεια) αν και αυτό θα ήταν μάλλον δύσκολο για εκείνους, καθώς η ενορχήστρωση του είναι εντελώς ηλεκτρονική πλην μιας ηλεκτρικής κιθάρας. Ήταν λοιπόν πολύ μεγάλη μου έκπληξη το να μάθω – όταν οι C. P. επικοινώνησαν μαζί μου για να με προσκαλέσουν στην παρουσίαση του δίσκου τους – ότι οι ίδιοι όχι μόνο δεν το είχαν ξεχάσει αλλά και, κατά το κοινώς λεγόμενο, το είχαν πάρει εντελώς τοις μετρητοίς. Πρόκειται για το «When Doves Cry» του Prince από τη ταινία «Purple Rain» του 1984 στην οποία επίσης πρωταγωνιστούσε ο ίδιος και για να απαντήσω ταυτόχρονα στους C. P. που με ρωτούσαν με μια κάποια αγωνία αν μου άρεσε…ήταν ακριβώς όπως το περίμενα από την στιγμή που έμαθα ότι το έκαναν. Αυτό που άκουσα δηλαδή ήταν το κατά C. P. «When Doves Cry» και όχι αυτό του Prince έστω παιγμένο από άλλους, δηλαδή με εντελώς διαφορετικές δυναμικές, εμφάσεις και υπογραμμίσεις από το πρωτότυπο. Το αν τώρα αυτό κρίνεται ως επιτυχημένο ή όχι ανάγεται στο τι θεωρεί κανείς (καλή ή κακή) διασκευή, κάτι που ανοίγει μιαν άλλη και πολύ μεγαλύτερη συζήτηση…Αλλωστε, όπως πιθανόν θα το έθετε και ο Λακάν, «η ομορφιά βρίσκεται πάντα στο βλέμμα του παρατηρητή» (beauty is in the eye of the beholder, όπως είναι η αυθεντική αγγλική ρήση).