Ο κινηματογράφος επιβιώνει αλλά ζωντανός δεν είναι
Όπως ακριβώς και άλλες κοινωνικές συμπεριφορές η θέαση του κινηματογράφου βρίσκεται σε μια «υβριδική» και κυρίως αλλόκοτη περίοδο με πολλαπλές συνέπειες πάνω σε αυτή καθ’ αυτή τη θέαση.
Το σινεμά επιβιώνει. Στη περίοδο που ζούμε, ωστόσο, είναι σωστό και ορθό να χρησιμοποιούμε τις κατάλληλες λέξεις για να μην πέφτουμε στη παγίδα ωραιοποιήσεων, υπερβολών ή ακόμη και εξιδανίκευσης οικονομικών επιλογών. Το σινεμά επιβιώνει, όπως και η ανθρωπότητα επιβιώνει, αλλά βρισκόμαστε πολύ μακριά από το να μπορούμε να πούμε ότι ζει, πόσο μάλιστα πως προοδεύει. Ζούμε μια περίοδο σοβαρής στασιμότητας σε πολλά επίπεδα της κοινωνικής ζωής με τεράστιες ψυχολογικές απολήξεις στους ανθρώπους. Αυτό επηρεάζει σαφώς και τον κινηματογράφο. Σαν παραγωγή καλύτερα να μιλήσουν άλλοι, αλλά σίγουρα δύναται να σχολιάσουμε πως η επίδραση μιας «εξατομικευμένης» κινηματογραφικής ζωής μεγάλου χρονικά διαστήματος θα πέσει με βρόντο πάνω στο τρόπο που πραγματώνεται η θέαση. Με την σειρά της, η ήδη «μεταλλαγμένη» θέαση του σινεμά ως ατομική υπόθεση επιδρά στο τι τελικά είναι αυτό που λέμε αισθητικό γεγονός και τέχνη και πώς τη βιώνουμε ή ακόμα χειρότερα γιατί να υπάρχει λόγος να τη βιώνουμε.
Τα κινηματογραφικά Φεστιβάλ, όντως πασχίζουν να κρατήσουν σε πρώτο πλάνο το σινεμά. Όλα συνεχίζουν. Μόνο οι Κάννες αναβλήθηκαν. Τα υπόλοιπα, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι πραγματοποιήθηκαν, δέχθηκαν και μπήκαν στη streaming λογική. Μια λογική που ήδη υπήρχε μέσα από το εμπορικό σύστημα του Netflix και άλλων παρόμοιων διαδικτυακών πλατφόρμων. Τα κινηματογραφικά φεστιβάλ πατώντας ακριβώς πάνω σε αυτό το, ήδη δεδομένο και συνηθισμένο για το μάτι του κοινού πλαίσιο, μπήκαν κι αυτά στο παιχνίδι, με στόχο να ανταγωνιστούν. Σίγουρα για λόγους οικονομικούς, εφόσον η πλειονότητα των φεστιβάλ αποτελούν και πρόβα για το μετέπειτα βιομηχανικό κύκλωμα της διανομής. Ποια ταινία αξίζει να αγοραστεί και ποια όχι, με άλλα λόγια. Τον μεμονωμένο θεατή από την άλλη, η ύπαρξη streaming κινηματογραφικών φεστιβάλ, τον βοηθάει εν μέρει, ποιοτικά, μιλώντας με όρους καθαρά αισθητικής. Η επιλογή να μπορεί να δει το κοινό ταινίες δημιουργών και καλλιτεχνών, «ταινίες τέχνης» όπως κάποτε τις λέγαμε, είναι μια επιλογή που δεν μπορεί ασφαλώς να περνάει απαρατήρητη. Τίθεται ωστόσο το ζήτημα κατά πόσο αυτή η επιλογή, ως έκτακτη συνθήκη, επηρεάζει μελλοντικά σύσσωμο το σώμα των θεατών ως μόνιμη συνθήκη, δίνοντας άλλοθι και γινόμενο απολογητικό εργαλείο για την απαξίωση του κινηματογράφου ως κοινωνική συμπεριφορά.
Θα συμφωνήσω πως τα κινηματογραφικά Φεστιβάλ, σώζουνε, εν μέρει, την τιμή του σινεμά. Δίνουν βήμα και με αυτό τον τρόπο σε δημιουργούς να εκφραστούν κινηματογραφικά ακόμη και εν μέσω πανδημίας. Γι’ αυτό ακριβώς λέμε πως παίζουν ρόλο στην επιβίωση του, καθώς μοιάζει να μπαίνει σε νοσοκομείο και τα φεστιβάλ είναι οι γιατροί που το κρατάνε στη ζωή. Πώς όμως θα το επαναφέρουν; Δεν μπορούμε να είμαστε και πολύ αισιόδοξοι, δυστυχώς. Δεν μπορούμε, ακριβώς γιατί δεν μιλάμε για ανθρώπινο οργανισμό που μπορεί να επανέλθει στη πραγματικότητα με βιολογικούς όρους. Αλλά για μια βιομηχανία με προϊόντα θεάματος: καθώς λοιπόν η οικονομική αξία είναι το κριτήριο που πάντοτε προείχε στο κινηματογράφο, το να απωλέσει το τελευταίο του φρούριο, δηλαδή την ύπαρξη του ταυτόχρονα και ως κοινωνική συμπεριφορά, και όχι σαν ατομική «πολυτελή» υπόθεση-κατανάλωση στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, το οδεύει προς τη καταστροφή. Ακριβώς γιατί το σινεμά επηρεάζεται άμεσα από τον τρόπο που απολαμβάνεται. Και η συνήθεια του «ατομισμού», με την πανδημία και τα λοκντάουν να επικουρούν σχεδόν καθοριστικά, κάνουν αυτή τη ατομική συνήθεια, συλλογικό και μαζικό κανόνα[1].
Το σινεμά μοιάζει να επωφελείται από τη καραντίνα σε πρώτο επίπεδο. Αλλά αυτό είναι λάθος. Μια πρωτόγνωρη αυταπάτη. Ο κατακλυσμός κινηματογραφικής εικόνας δεν σημαίνει απολύτως τίποτα εφόσον είναι εκτός της κοινωνικής ζωής. Ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ, animation, ποιότητας αλλά και αμφιβόλου ποιότητας, όλα σε ένα κουβά «και με τη μέντα από πάνω» όπως θα λέγανε οι Monty Python και με τον θεατή στην αυταπάτη της επιλογής. Ωστόσο το σινεμά ποτέ δεν επωφελήθηκε από την ποσότητα αλλά από την ίδια την σχέση του με τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, με άλλα λόγια, με την ίδια τη ζώσα πραγματικότητα. Το σινεμά ποτέ δεν επωφελήθηκε από την ψευδή δυνατότητα να μπορείς να το προσεγγίσεις στην ποσοτική ολότητα του, όσο από την κατάσταση που βρίσκεται μια κοινωνία ώστε να βάλει το σινεμά στη ζωή του ως αισθητικό και κοινωνικό γεγονός. Το σινεμά ήταν μια επιλογή της εβδομάδας και όχι ένα φαστφουντάδικο. Ήταν μια διαδικασία νοητική και συναισθηματική. Μια επιλογή από το να κάνεις κάτι άλλο. Αυτή η επιλογή ενέχει από μόνη της στοιχεία αισθητικής. Είναι μια επιλογή πολιτική.
Η καραντίνα λοιπόν αφήνει κουσούρια. Και τα κουσούρια εδώ δύναται να μεταλλάξουν πλήρως την σχέση του θεατή με την κινηματογραφική εικόνα. Μια αλλαγή ποιοτική. Τα φεστιβάλ θα μπορούσαν, αντί να κάνουν το streaming κυρίαρχο τρόπο ύπαρξης τους, να αντιπαρατεθούν στην όλη κατρακύλα. Γιατί ένα κοινό που ζει streaming δεν θα μάθει ποτέ του για παράδειγμα αν και πότε κλείσανε οι αίθουσες, πόσοι άνθρωποι βγήκαν στην ανεργία, γιατί και πότε άλλαξε η μορφή της κινηματογραφικής αφήγησης μιας ιστορίας σε τηλεοπτικού επιπέδου διασκεδαστική δραστηριότητα. Δεν θα ενδιαφέρεται γιατί δεν θα είναι στοιχείο του πραγματικού κόσμου του. Άλλωστε θα μπορεί να βρει όποια ταινία θέλει ή σερβιριστεί να θέλει μέσα στο καταθλιπτικό πλαίσιο που του έχει ήδη συσταθεί. Θα ζει αγκαλιά με την συλλογή από τις ταινίες του, παρά με ανθρώπους ώστε να μοιραστεί τις ιδέες και τις αισθητικές ομορφιές του κινηματογράφου. «Ο σινεφίλ είναι… νευρωτικός! Η διάσημη διαφήμιση που λέει, “Όταν αγαπάτε τη ζωή, πηγαίνετε στις ταινίες”, είναι ψευδής! Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: όταν δεν αγαπάτε τη ζωή ή όταν η ζωή δεν σας δίνει ικανοποίηση, τότε πηγαίνετε στις ταινίες.» Αυτά έλεγε άλλοτε ο Τρυφώ. Στο σήμερα, που το λοκντάουν έχει μετατρέψει σχεδόν σε υποχρέωση το να βλέπουμε ταινίες, το σινεμά μοιάζει σαν ένας εκ νέου παράγοντας νευρωτικής επίδρασης πάνω στο κοινό.
Το σινεμά οφείλει να είναι μια ελεύθερη επιλογή ελευθέρων ανθρώπων. Οφείλει να βιώνεται σαν μια δυνατότητα που επικουρεί, αναπτύσσει, προοδεύει την ανθρώπινη συνείδηση, γαληνεύει τα συναισθήματα ταυτόχρονα με την ελεύθερη ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις. Δεν θέλουμε, και δεν έχουμε ανάγκη από μάζα εικόνας, αλλά από εικόνες που θα μπορέσουμε να τις τοποθετήσουμε στην καθημερινότητα που ρέει ομαλά.
Μόνο έτσι λοιπόν υπάρχει λόγος να βιώνουμε την τέχνη. Μέσα από την δυναμική μιας ζωής σε κίνηση. Άλλωστε και ο κινηματογράφος είναι αναπαράσταση της ζωής σε κίνηση. Όχι μιας ζωής σε λοκντάουν.