Ορίζοντας την Avant-Garde και το Kitsch
Κάποια λόγια για τον θεωρητικό της τέχνης Clement Greenberg
Ο Clement Greenberg γεννήθηκε στις 16 Γενάρη 1909 και πέθανε 7 Μάη 1994. Ως δοκιμιογράφος και κριτικός τέχνης κατοχυρώθηκε ως ένας από τους βασικούς θεωρητικούς και υπέρμαχους της αμερικανικής μοντέρνας τέχνης του 20ου αιώνα. Αυτός που κατοχύρωσε τελικά την τέχνη που σήμερα θεωρούμε ως κυρίαρχη. Με αφορμή αυτό αναδημοσιεύομαι δυο κείμενα από το ιστολόγιο “Με όποιον δάσκαλο…” που αφορούν την γενική του αντίληψη για να έρθουμε κοντά στη σκέψη του που αν και αμφιλεγόμενη επηρέασαν πολλές πλευρές της σύγχρονης κουλτούρας.
Στο δοκίμιό του «Avant–Garde and Kitsch», που κυκλοφόρησε το 1939, ο Clement Greenberg, η πιο διακεκριμένη κριτική φωνή του 20ού αιώνα και ο άνθρωπος που ανέδειξε και καθιέρωσε το κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, επιχειρεί μια συνολική θεώρηση της δυτικής ζωγραφικής σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί την ιδέα της ιστορικής προόδου στην τέχνη. Εκεί εξηγεί ότι η πραγματική Avant–Garde τέχνη αποτελεί προϊόν της κριτικής σκέψης που γεννήθηκε μετά τον Διαφωτισμό και ότι, κατά συνέπεια, είναι στενά συνδεδεμένη με μια διαδικασία επαναστατική. «Επιδιώκοντας να υπερβεί τον Αλεξανδρινισμό, ένα κομμάτι της δυτικής αστικής κοινωνίας παρήγαγε κάτι που μέχρι τότε ήταν εντελώς ανήκουστο: την avant-garde κουλτούρα»: αυτά είναι τα ακριβή του λόγια.
«Το περιεχόμενο πρέπει τόσο πολύ να λιώσει μέσα στη μορφή, ώστε το έργο τέχνης να μην μπορεί να εκφράσει τίποτε άλλο εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό», γράφει ο Greenberg. Από το περιεχόμενο η έμφαση μετατοπίζεται στη μορφή. Η Avant-Garde ζωγραφική γίνεται «αφηρημένη» (non-objective), γίνεται πιο «καθαρή», εφόσον εστιάζει στα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της αισθητικής φόρμας, σε αυτό που ο Greenberg ονομάζει «ιδιαίτερο χαρακτήρα του μέσου» (medium specificity), δηλαδή στην εγγενώς δισδιάστατη απόδοση, στην «επιπεδότητα» της εικόνας. Βεβαίως, ο Greenberg είναι καντιανός και φορμαλιστής και αυτό εξηγεί γιατί πιστεύει ότι τα μορφικά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής (γραμμή, σχήμα, χρώμα) έχουν κεντρική σημασία, ενώ το θέμα -το οποιοδήποτε θέμα (αφηγηματικό, πολιτικό, συναισθηματικό κ.λπ)- είναι δευτερεύον ή ακόμη και περιττό.
Από την άλλη, παραδέχεται ότι, όταν η μοντέρνα τέχνη απομακρύνθηκε από το θέμα, τότε άρχισε να εκτιμάται αποκλειστικά από μια μικρή ελίτ ανθρώπων της κυρίαρχης τάξης, από τα χρήματα των οποίων η Avant-Garde εξαρτούσε την επιβίωσή της. Οι μαρξιστικές του ιδέες δεν εμποδίζουν τον Greenberg να κάνει έναν «ιστορικό» συμβιβασμό: εξακολουθεί να παρέχει την υποστήριξή του στην αφηρημένη τέχνη βασισμένος στις εξής δύο παραδοχές: ότι στόχος της είναι να διασώσει τα υψηλά αισθητικά standards που διαβρώθηκαν από την κακογουστιά της καταναλωτικής κοινωνίας και ότι αποστολή της είναι να αντισταθεί στην εισβολή της εμπορευματοποίησης στον χώρο της τέχνης. Επιπλέον, ο Greenberg, αξιοποιώντας τις αντιλήψεις του Hegel and του Kant για τη διάκριση και την υπεροχή της ιδέας έναντι της χειροτεχνικής, επιχειρεί να ορίσει την υψηλή τέχνη, την οποία διαχωρίζει από ό,τι εκείνος θεωρεί ως μη «αυθεντική» τέχνη.
Το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα το να οριστεί η αυθεντική τέχνη ήταν βεβαίως αναγκαίο, καθώς ο χώρος της Avant–Garde είχε αρχίσει να κυριεύεται από την pop κουλτούρα και από τις δυνάμεις της αταξίας εκπροσωπούμενες από το Neo–Dada, τηνPop Art και την τέχνη Fluxus, τάσεις που παραπέμπουν, κατά τον Greenberg, στο άλλο μισό του τίτλου «Avant–Garde and Kitsch», στο Kitsch.
Ορίζοντας το Kitsch
«Όπου υπάρχει εμπροσθοφυλακή (Avant-Garde), υπάρχει πάντοτε και οπισθοφυλακή […], αυτό το πράγμα στο οποίο οι Γερμανοί δίνουν το υπέροχο όνομα Kitsch: τέχνη λαϊκή, εμπορική, με χρωμοτυπίες, εξώφυλλα περιοδικών, εικονογραφήσεις, διαφημίσεις, slick και pulp fiction, κόμικς, μουσική Tin Pan Alley, κλακέτες, χολιγουντιανές ταινίες κ.λπ.».
Έτσι περιγράφει το Kitsch ο Clement Greenberg στο δοκίμιό του «Avant-Garde andKitsch», που δημοσιεύθηκε το 1939. Το Kitsch, ως προϊόν της βιομηχανοποίησης και της αστικοποίησης της εργατικής τάξης, δηλώνει την αποδυνάμωση των νεωτερικών καινοτομιών, την αντικατάσταση του υψηλού από το χαμηλό και γι’ αυτόν τον λόγο ο Greenberg εκφράζει την απαρέσκειά του γι’ αυτό.
Το Kitsch, όπως ισχυρίζεται ο Greenberg, είναι καταστατικά συντηρητικό, καθώς ενισχύει τις καθιερωμένες συμβάσεις και ικανοποιεί το μαζικό γούστο. Συνδέεται με τη μαζική παραγωγή και δεν αποτελεί «αυθεντική» κουλτούρα. Ο Greenberg εξηγεί ότι το Kitsch προορίζεται να καταναλωθεί από την εργατική τάξη, δηλαδή από εκείνη την κοινωνική ομάδα που διψάει για κουλτούρα, αλλά δεν διαθέτει ούτε τις πηγές ούτε την παιδεία ώστε να είναι σε θέση να απολαύσει την Avant-Garde κουλτούρα. Η Avant-Garde, σύμφωνα με τον Greenberg, θεμελιώνεται στην κριτική σκέψη. Αντίθετα, το Kitsch είναι ψευδο-τέχνη.
«Το Kitsch, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη το υποβαθμισμένο ομοίωμα της αυθεντικής τέχνης, καλωσορίζει και καλλιεργεί ένα είδος αναισθησίας. Το Kitsch είναι μηχανικό και λειτουργεί με φόρμουλες. Το Kitsch είναι μια εμπειρία από δεύτερο χέρι και παραπλανά τις αισθήσεις. Το Kitsch αλλάζει σύμφωνα με το στυλ, αλλά παραμένει πάντοτε το ίδιο. Το Kitsch είναι η επιτομή όλων εκείνων που είναι ψεύτικα στην εποχή μας. Το Kitsch παριστάνει ότι δεν ζητάει τίποτα από τους πελάτες του εκτός από τα χρήματά τους –ούτε καν τον χρόνο τους».
Πάντως, η σφοδρή κριτική του Greenberg στο Kitsch δεν το εμπόδισε να καταλάβει σημαντική θέση στον χώρο της τέχνης, παίρνοντας διάφορες μορφές, αντιμετωπίζοντας πολλαπλές επιθέσεις, αλλά και εξασφαλίζοντας υποστήριξη από διάφορες πλευρές. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η pop art, η οποία εμφανίστηκε μετά τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, είναι κι αυτή Kitsch.