"Climax": η "ηθική" μας, μια εξαιρετική επίφαση

Σχόλια με αφορμη την τελευταία ταινία του Gaspar Noe

| 01/11/2018

Καθώς ένα πάρτι καταλήγει σε ένα όργιο φρικαλεότητας και με μια κάμερα γεμάτη μοντερνιστικές επιλογές και ασταμάτητη ηλεκτρονική μουσική, θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε εύκολα κάποιον για στιλιστικές απληστίες και υπερβολές. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στην κινηματογραφική κριτική ούτε ευελπιστούμε να είναι και η τελευταία όσο αφορά την κριτική και την σχέση της με την εργογραφία του Gaspar Noe. Ο Gaspar έχει αυτόν τον δημιουργικό στόχο και λειτουργεί με την παλιά έννοια του καλλιτέχνη –γι’ αυτό και του προσδίδω εύκολα την έννοια του δημιουργού (auteur σύμφωνα με την κινηματογραφική θεωρία)- που την γλώσσα της τέχνης του θέλει να την μεταχειρίζεται πάντα και εξόχως με αντισυμβατικό τρόπο. Γιατί θεωρεί την τέχνη -και σωστά το θεωρεί- πως προϋπόθεση ύπαρξης της είναι προφανώς η φόρμα. Το να θες να μεταδώσεις σκέψεις, ιδέες, νοήματα και κάθε ανθρώπινη γνώση μπορείς κάλλιστα να το κάνεις με οποιονδήποτε προφορικό λεκτικό τρόπο. Αυτό που διαφοροποιεί την τέχνη ωστόσο από οποιαδήποτε άλλη διανοητική εργασία και μέθοδο είναι η ύπαρξη φόρμας. Η ύπαρξη αισθητικής. Και ο Noe την κατέχει και την αξιοποιεί πάντοτε. Σε αυτό κανείς δεν δικαιούται να διαφωνήσει.


Το στύλ είναι αναγκαίο


Ο κινηματογράφος άλλωστε, ιστορικά κοιτώντας τον, μονάχα από όσους τον μεταχειρίζονταν με το πιο ανορθόδοξο και παιχνιδιάρικο τρόπο έκανε βήματα (αν όχι άλματα) προς τα εμπρός. Όλα τα άλλα –τα πιο συνηθισμένα και κατά συνέπεια τα πιο εύπεπτα- είναι κουτσά διαλλείματα. Διαλλείματα αν και με μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Μια χολιγουντιανή φιέστα που κρύβει τις πιο απαράδεκτες συντηρητικές αντιλήψεις. Αυτό που κρατάμε από τον κινηματογράφο και από κάθε τέχνη είναι οι τομές του και όχι την συντήρηση του ως μέσο διασκέδασης και κατασκευής μαζικής κουλτούρας.

Δεν θα λέγαμε τα ίδια αντιθέτως αλλά θα υπερθεματίζαμε και θα θριαμβολογούσαμε –με μια ευκολία πράγματι, αυθαίρετα σίγουρα- κάθε άλλο καλλιτέχνη που επικοινωνεί με το κοινό μέσα από άλλες μορφές τέχνης, αυτές που είθισται να θεωρούμε περισσότερο ίσως άξιες και σοβαρές. Δεν θα σχολιάζαμε έτσι αρνητικά ένα μουσικό ή ζωγράφο για το γεγονός και μόνο πως έχει την ιδιότητα του μουσικού και του ζωγράφου. Ένας κινηματογραφιστής –δηλαδή κατασκευαστής κινηματογραφικών έργων (και να πως εύκολα μπορεί να υποτιμηθεί ο καθένας)- αποτελεί με βάση μια άρρητη συνθήκη κάτι το λιγότερο, το μικρότερο, το ανάξιο σημασίας. Κάτι το συνηθισμένο. Είναι δυσκολότερο όντως για το κοινό να κρίνει με επιστημονικοφάνεια τους χρωματισμούς του ήχου απ’ ότι τα πλάνα μιας ταινίας. Στο πρώτο μάλλον θεωρούμε πως επιτρέπονται οι πειραματισμοί –μιας και δυσκολευόμαστε άλλωστε να ξεχωρίζουμε στους ηχητικούς χρωματισμούς το οποίο συμβατικό- ενώ το σινεμά θεωρούμε εμμέσως πως το γνωρίζουμε άρτια και είναι δόκιμο να το αξιολογήσουμε αρνητικά με μεγαλύτερη ευκολία. Πίσω από αυτό όμως κρύβεται η αισθητική μας φτώχεια: Θεωρούμε τελικά πως ο κινηματογράφος οφείλει να είναι συμβατικός και κατανοήσιμος. Άλλωστε σύμφωνα με τα κυρίαρχα πάντα στάνταρ, το σινεμά είναι εργαλείο διασκέδασης. Προφανώς μη υψηλή τέχνη. Μια μέρα θα δεχτούμε ελπίζω πως και ο κινηματογράφος γέννησε τους Klee του…

Ο Noe προφανώς διαφωνεί όπως και η ίδια η αισθητική πραγματικότητα διαφωνεί με τα παραπάνω.

Ποιο άλλωστε είναι δηλαδή το πρόβλημα με το στυλ; Η τέχνη πράγματι δεν είναι ακριβώς ξεφλούδισμα πατάτας -αν ακόμη κι αυτή η παρεξηγημένη δραστηριότητα θέλει στυλ για να αποκτήσει το παράγωγο της «γεύση» όπως και για να μην καταντήσει μια διαδικαστική ρουτίνα-. Λοιπόν δεν πιστεύω ότι το πρόβλημα μερικών προς τον Noe βρίσκεται στην αξιοποίηση από μέρος του των έντονων στιλιστικών του επιλογών όσο στην αδυναμία αφομοίωσης από τους πρώτους πως η τέχνη οφείλει να έχει φόρμα  –και ειδικότερα ο παρεξηγημένος κινηματογράφος με την κολλημένη ρετσινιά πως σώνει και ντε πρέπει να είναι σαφής και αφηγηματικός και «λαϊκός» με απλά λόγια-. Μιας και τονίζουμε: κάθε φόρμα εφόσον προφανώς παράγει ως προϋπόθεσή του περιεχόμενο, τόσο ακόμη κάθε επιλογή μιας συγκεκριμένης οφείλει να είναι ικανή να το στηρίζει. Έτσι το «Climax» δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Είναι αυτό που είναι και καλό είναι να το δεχτούμε ως μια φιλμική δοκιμή (άλλωστε ο Noe δοκιμές κάνει) που είναι συγκλονιστικά υπέροχη γεμάτη παθιασμένη και ζώσα κινηματογράφιση.


Climax σημαίνει οργασμός: Τι τύπου είναι το ζητούμενο


Ο Gaspar Noe λοιπόν, επιστρέφει μετά από το «Love» με το «Climax»: με ένα εικαστικό «οργασμό» που πέρα ότι μιλάει ξεκάθαρα κινηματογραφικά επιφυλάσσει ως περιεχόμενο μπρος, πίσω και βαθιά μέσα του κάτι που τον αρνείται. Και λέω τον αρνείται –βλέποντας το σε πρώτο επίπεδο- γιατί εν τέλει ίσως τον επιβεβαιώνει. Φανταστείτε το εξής: Μια καθώς πρέπει κυρία ετοιμάζει το μπουφέ ενός πάρτι για την διασκέδαση των φίλων της. Και όλοι παρτάρουν. Οργασμός ενεργητικότητας. Καθώς τα πράγματα λόγω πιθανών συμβάντων ίσως πάρουν μια άλλη τροπή, τότε βγάζει έναν άλλον εαυτό. Ή απλώς τον αληθινό της. Παρατάει για παράδειγμα το παιδί της (το φορτίο της καλύτερα) στην τύχη του… Οργασμός και πάλι. Οργασμός ατομισμού και παθητικότητας. Γιατί ως την άλλη πλευρά της ευχαρίστησης και της ανεμελιάς θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να θεωρήσει την βία και την οδύνη. Οι ηθικές ιδιότητες που δίνουμε στις ενέργειες και τις σκέψεις μας άλλωστε είναι παράγωγο μιας κοινωνίας και μιας ιστορικής εποχής και της θέση μας μέσα σε αυτή. Τίποτα δεν έχει μια αιώνια εννοιολόγηση, μια αμετακίνητη συγκεκριμένη έννοια. «Ξεδίνω» σε ένα κόσμο ακραίων συγκρούσεων, ατομικών αφηγημάτων και προσδοκιών κυρίως ωφελιμιστικού χαρακτήρα, η «ελευθερία» αυτή δηλαδή αποτελεί μια ακόμη αφηρημένη έννοια, άλλη μια κενή λέξη, μια «καραμέλα». «Ξεδίνω» μοιάζει με χάπι placebo, με μια δικαιολογία. Μια εμφανή «προβολή» βαθιά καταπιεσμένων «εγώ».

Καθώς ένα πάρτι μιας ομάδας χορού καταλήγει σε έναν παροξυσμό ευτελών ανθρώπινων αντιδράσεων, αυτή η εικόνα μπορεί και μας σοκάρει, μας συγκλονίζει, μας επιβάλλεται, μας ταρακουνάει συναισθηματικά, μας πλαισιώνει διανοητικά. Όσο δεν μας καθηλώνει ο θεαματικά συγχρονισμένος χορός (που παρακολουθούμε συνεχόμενα στην ταινία) και η εκδήλωση του ως ανεμελιά και απελευθερωτική δραστηριότητα, τόσο μας καθηλώνει η υποτροπή στην βία (που όσο εξελίσσεται η ταινία, την αναμένουμε). Και είναι γεγονός αυτό, η καθήλωση και το σοκάρισμα στην βία, διότι μας υπενθυμίζει την σαθρή μας συμπεριφορά προς τους άλλους. Και τελικά ίσως να μην μοιάζει αποκαρδιωτική η πεισιμιστική δήλωση με τεράστιους υπέρτιτλους στην ταινία πως «η ζωή είναι μια συλλογική ουτοπία». Το αποδεχόμαστε την στιγμή που το θέτει. Μα τι πιο προφανές από αυτό όταν πίσω από την επιφάνεια που έχουμε στήσει την σύγχρονη «απελευθέρωση» μας κρύβονται οι πιο ενοχικές, ατομιστικές και αποκαρδιωτικές μας ηθικές αντιλήψεις. Αντιλήψεις που ορίζουν εν τέλει μια δουλικότητα σε μια φαινομενικά απελευθερωτική συνθήκη. Τα ιδεολογήματα άλλωστε την σύγχρονης και νεανικής «προοδευτικότητας» είναι τόσο αμφισβητήσιμα που ο Noe τα προτείνει ως μια επίφαση. Ο χορός στην ταινία δεν μετατρέπεται ακριβώς σε αλλοίωση αλλά ενυπάρχει αυτή εξαρχής μέσα του (κι αυτό δηλώνει ο Noe με το συγκροτημένο του μοντάζ και τα μονοπλάνα του): ο χορός αποτελεί υπό άλλες συνθήκες ένα όργιο φρίκης. Άλλωστε αυτό που αποκαλούμε ανθρώπινη φύση ή που αποκαλούμε άλλοτε ανθρώπινη διαστροφή, είναι δυο έννοιες που ως υπόθεση εργασίας έχουν κοινά χαρακτηριστικά. «Αγριότητα. Και ακριβώς με αυτό το βδελυρό απεριτίφ συνοδεύει ο πολιτισμένος άνθρωπος το πρωινό του γεύμα» έγραφε ο Μπωντλαίρ. Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος έχει περιέλθει ίσως σε μια «διαφθορά ευαισθησίας» όπως έχει ειπωθεί σε σχέση με την ζωή, μια διαφθορά ανθρωπιάς. Αλλοτρίωση, όπως πιο συνηθισμένα λέμε. Η ανθρωπιά άλλωστε κι αυτή είναι μια έννοια διφορούμενη και πλήρως σαθρή σε ένα κόσμο που έχει οριοθετήσει την ηθική του στα πλαίσια του ο «σώζων εαυτόν σωθήτω». Άλλωστε η ανθρωπιά ως ηθική πρόθεση του καθενός, προϋποθέτει την απανθρωπιά ως ηθικό «υπάρχων», ως αντικειμενική κυρίαρχη συνθήκη.

Ερεθισμός, οργασμός και  κορύφωση (climax) αναλόγως εννοιολογούνται. Είτε ως σεξουαλική πράξη ηδονής (που ο Noe σαφώς και επαναφέρει ως αφετηρία συζήτησης σε όλη του την εργογραφία) είτε ως ηδονή της βίας. Κάπως έτσι ίσως «ξεδίνουμε», παραδίδοντας εν τέλει κανιβαλισμό και θάνατο. Το αξιακό μας σύστημα αδυνατούμε να το αποδιώξουμε ή να το αποκρύψουμε όσο και να το θέλουμε. Όσο λυτρωτικά και να κουνάμε το κορμί μας στην πιο έντονη κίνηση (που όντως ο χορός παραδοσιακά έχει μια τέτοια φαινομενική ιδιότητα), κάποια στιγμή τα όρια γίνονται εμφανή: θα έρθει στην επιφάνεια ο φόνος που τόσο καλά έχουμε οικειοποιηθεί ως κοινωνία.


Ηθικολογία ή μελέτη της ηθικής μας;


Θα μπορούσε εύκολα κάποιος να πει πως το όλο στήσιμο της ιστορίας, μοιάζει τρομερά ηθικολογικό και μόνο ένας παπάς θα μπορούσε να συμφωνήσει μαζί της. Πράγματι το συμβάν πως κάποιος ρίχνει LSD στα ποτά και πως τότε ξεκινάει η κατάπτωση στα πιο χυδαία «ένστικτα» μπορεί να θεωρηθεί ακραίο και κοινότυπο κινηματογραφικό τρικ που υποκρύπτει ηθικολογία. Ωστόσο αυτό είναι η πυροδότηση της πλοκής στο να μετατραπεί η αθωότητα (ή καλύτερα η επίφαση της αθωότητας) στις πιο ακραίες συμπεριφορές και αντιδράσεις ανθρώπων προς ανθρώπους. Είναι το trigger της σεναριακής πλοκής –και ταυτόχρονα ένα σύγχρονο ανάφορο στον τρόπο διασκέδασης: το δικαιούται αυτό μιας και η ταινία είναι σε όλα της σύγχρονη και υπερμοντέρνα. Ο Noe δεν μοιάζει αμέτοχος στο τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο-.

Η ταινία βρίσκει με τον σεναριακό αυτόν τρόπο ένα δρόμο ώστε ιδεολογήματα του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου να μπούνε στην σωστή τους βάση, όπως ξαναείπαμε. Υπό αμφισβήτηση δηλαδή. Ο ανείπωτος πόνος και οδύνη, η ενοχική συμπεριφορά του 21ου αιώνα κρύβεται πίσω από φαινομενικά ανώδυνες όπως και λυτρωτικές ενέργειες. Μα που ίσως τελικά αυτές είναι η απολογία αυτής μας της επίγνωσης. Του πόσο πικροί, σκληροί και μόνοι έχουμε γίνει. Πόσο ηθικολογικό μπορεί να αξιολογηθεί αυτό; Προφανώς ο Noe αποφεύγει να γίνει παπάς. Η σύγχρονη φόρμα με τα ακραία μονοπλάνα και τα «enter the void» κεκλιμένα, πανοραμικά, από τα πάνω καδραρίσματα που τονίζουν έναν εσωτερικό ίλιγγο των ιδεών μας και των αντικρουόμενων αντιλήψεων μας –ή αλλιώς δομημένων και ανείπωτων αντιφάσεων μπουρζουά προέλευσης- είναι άσεμνα ανήθικη άρα διόλου ηθικολογική. Και είναι άσεμνα ανήθικη γιατί χτυπάει ακριβώς την όποια στερεότυπη και κοινότυπη αισθητική μας.

Η ίδια η ταινία ως υπαρκτό έργο τέχνης –ως δημιουργία ανθρώπου δηλαδή και ως ανθρώπου που έχει τριφτεί άλλωστε με αυτό που απεικονιστικά μελετάει- επιβεβαιώνει και απαντάει στο ότι η μόνη διέξοδος ή καλύτερα η άμυνα και η αντίσταση στην «μαζική ουτοπία της ζωής» στην οποία στήσαμε κάθε «απελευθερωτική» μας ιδέα είναι η ίδια η δημιουργία. Η δημιουργία του ανθρώπου και όχι η παθητική προσέγγιση της ψευδαίσθησης της.

«Η γέννηση είναι η μοναδική ευκαιρία» λέει σε έναν άλλο υπέρτιτλο και το σινεμά είναι αυτή η ευκαιρία επίσης. Το σύγχρονο σινεμά παραμένει ζωντανό και ελπιδοφόρο και χάρη στο έργο του Gaspar Noe που δημιουργεί ένα τόσο φρέσκο κινηματογραφικό συντακτικό που άλλοι νεότεροι του θα φθονούν στις «γερασμένες» καλλιτεχνικές τους δάφνες.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.