Cold War: ένα μελαγχολικό τζαζ τραγούδι για έναν έρωτα στην σκιά του Ψυχρού Πολέμου
Ένα στυλιζαρισμένο ασπρόμαυρο δράμα που τοποθετείται στην διχασμένη μεταπολεμική Ευρώπη του 1950
Στην φολκλόρ επαρχία της Πολωνίας λαμβάνουν χώρα κάποιες ακροάσεις για μια μουσικοχορευτική παράσταση. Εκεί γνωρίζονται ο κεντρικός υπεύθυνος της παράστασης και μουσικοσυνθέτης Βίκτορ με την υποψήφια τραγουδίστρια Ζούλα, η οποία τελικά θα κερδίσει τον κεντρικό ρόλο μαζί με τον ίδιο. Μέσα από την αλληλεπίδρασή τους συγκρούεται ο μικροαστικός καλλιτεχνικός κόσμος που επηρεάζεται από την «απαγορευμένη» Δύση της τζαζ και του υπαρξισμού με τις εργατικές αγροτικές οικογένειες που εκπροσωπούσαν την προφορική παράδοση. Έτσι ο Βίκτορ νοιώθει να ασφυκτιά κοινωνικά και καλλιτεχνικά καθώς η χώρα είναι υπό σοβιετική επιρροή σε αντίστιξη με την Ζούλα που με το απλό, καθημερινό παρουσιαστικό και το αυθεντικό, ακατέργαστο ακόμα ταλέντο γνωρίζει σταδιακά την καταξίωση μέσα στο θίασο.
Η μεταξύ τους σχέση ταλαντεύεται γύρω από προσωπικές επιθυμίες αλλά μοιάζει να υποκύπτει αρχικά σε μικροεγωισμούς που οδηγούν σε απομάκρυνση. Μέσα σε ένα φάσμα δεκαπέντε χρόνων που διατρέχει η ταινία, οι δυο τους όντας σε μόνιμη αναζήτηση του άλλου τους μισού, είναι καταδικασμένοι να ξανασυναντιούνται σε διάσπαρτα μέρη της Ευρώπης, υπό το διακριτό όριο του σιδηρού παραπετάσματος. Η κριτική στο μεταπολεμικό καθεστώς της Πολωνίας αν και υπαρκτή, λειτουργεί περισσότερο ως δεύτερο σχόλιο στην ταινία. Δίνεται επομένως περισσότερη έμφαση στην αισθητική απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων παρά για παράδειγμα στο γεγονός της στενής επιτήρησης του έργου του Βίκτορ από την επιτροπή πολιτισμού. Μέσα από τα μάτια του Βίκτορ ωστόσο, παρουσιάζει το σοβιετικό όραμα ως μια κιτς, παρωχημένη, αισθητική η οποία προωθείται από γραφειοκρατικές επιτροπές που καταστέλλουν την ατομική ελευθερία μπροστά στην εξύμνηση του εμμονικά αντι-αμερικανικού καθεστώτος. Ωστόσο με το πέρας της δεκαετίας του ’50 και την φάση «αποσταλινοποίησης» των χωρών του ανατολικού μπλοκ γίνεται αισθητή η απώλεια του αισθήματος της υπεροχής στην Δύση με τα επικά τραγούδια και χορευτικά υπέρ της νέας κοινωνίας και υπογραμμίζεται από τον σκηνοθέτη η άκριτη και σχεδόν άχαρη υιοθέτηση δυτικών στοιχείων στον τρόπο έκφρασης. Όμως όλα αυτά τα στοιχεία δεν αποτελούν παρά ισχνές αποχρώσεις πάνω στο ασπρόμαυρο καμβά που στήνει αριστοτεχνικά ο Pawel Pawlikowski.
Ο χρόνος είναι ίσως το μεγαλύτερο τέχνασμα στην ταινία καθώς μοιάζει να κινείται ελλειπτικά ως προς τα συναισθήματα των ηρώων, πότε μεγεθύνοντας τα και πότε κρατώντας απόσταση. Σε αυτό λειτουργεί επικουρικά και η εναλλαγή τοποθεσιών: από τις αχανείς αγροτικές εκτάσεις της Πολωνίας στο ανατολικό Βερολίνο και από εκεί στην ελευθερία του κοσμοπολίτικου Παρισιού και την πολύβουη Γιουγκοσλαβία, οι δυο ερωτευμένοι επιδίδονται σε ένα κυνήγι που θα τους πάρει δεκαπέντε χρόνια μέχρι να συναντηθούν. Οι αλληλοσυμπληρούμενοι ρόλοι του εσωστρεφή, σκοτεινού Βίκτορ (Tomasz Kot) και της επίμονης, θαρραλέας Ζούλα (Joanna Kulig) γεμίζουν την οθόνη με τις εξίσου άριστες ερμηνείες των δυο ηθοποιών, που παίρνουν πάνω τους την ταινία καθ’ όλη της την διάρκεια. Η εξαιρετική φωτογραφία και η κρυστάλλινη, ασπρόμαυρη εικόνα συμβάλλουν καθοριστικά στο νοσταλγικό, αρτιστίκ αποτέλεσμα.
Η ταινία είναι βασισμένη στην ζωή των γονιών του σκηνοθέτη που πέθαναν λίγο πριν πέσει το τείχος του Βερολίνου το 1989 και πέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους πηγαινοερχόμενοι σε χώρες του ανατολικού και δυτικού μπλοκ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 27/10