Commedia dell’ arte
Πολιτική σάτιρα και χτύπημα στη σεμνοτυφία...με φόντο την Ιερά Εξέταση
Από τον 16ο αιώνα στον 17ο η commedia dell’arte προκαλούσε θύελλα ενθουσιασμού στο κοινό ολόκληρης της Ευρώπης. Δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια πότε εμφανίστηκε, οι ρίζες της όμως, βρίσκονται κυρίως στη Βενετία και στα άσεμνα έργα του Angelo Beolco από την Πάδοβα. Οι παραστάσεις μπορούσαν να γίνουν οπουδήποτε ακόμη και στο δρόμο, χωρίς ιδιαίτερα σκηνικά, η σάτιρα κυριαρχούσε στα θέματα και τους διαλόγους και καυτηρίαζε πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας.
Οι ανοιχτοί διάλογοι με το κοινό ήταν το χαρακτηριστικό των παραστάσεων αυτών, το κοινό συμμετείχε ενεργά στο έργο. Πλούσιοι και φτωχοί φορούσαν κοστούμια της commedia dell’arte και συμμετείχαν στις παραστάσεις κατά τη διάρκεια του Βενετικού Καρναβαλιού. Οι χαρακτήρες της commedia αποτελούνταν από τους νέους (giovani) και τους γέρους (vecchi), επίσης εκείνους που φορούσαν μάσκα και εκείνους που δεν φορούσαν. Οι νέοι παρουσιάζονταν ως καλύτεροι συγκριτικά με τους γέρους. Οι αδυναμίες, όμως, και των δύο πλευρών σατιρίζονταν με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, η νεανική αφέλεια, οι σαρκικοί πόθοι, ο τυφλός έρωτας, η ευπιστία όπως και η τσιγκουνιά, η νεανική συμπεριφορά των γέρων, η ηδυπάθεια κ.ά.
Ο Pantalone ήταν ένας από τους βασικούς χαρακτήρες και ανήκε στην πρεσβύτερη γενιά. Φορούσε μια στενή κόκκινη φορεσιά με μαύρο ή κόκκινο σκούφο μαύρη κάπα, μάσκα και είχε μεγάλη μύτη και μυτερό γένι. Στη ζώνη του ήταν πάντα κρεμασμένο το παραφουσκωμένο πουγκί του που συμβόλιζε τον πλούτο αλλά και την τσιγκουνιά. Ο χαρακτήρας αυτός ενσάρκωνε τον πλούσιο Βενετό έμπορο που προσπαθούσε να κατακτήσει πάντα νέες και όμορφες γυναίκες. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες προσπαθούσαν συνεχώς να του αποσπάσουν χρήματα με κάθε τρόπο. Στο τέλος κάθε έργου ο τσιγκούνης Pantalone είχε πέσει θύμα των ποικίλων μηχανοραφιών και είχε γελοιοποιηθεί τελείως. Ο χαρακτήρας του Γιατρού ντυμένος στα μαύρα και φορώντας ένα μονόκλ, απόφοιτος του πανεπιστημίου της Μπολόνια, ήταν η αναπαράσταση του ξιπασμένου διανοούμενου, που εξέφραζε απόψεις επί παντός επιστητού με ξένες λέξεις φλυαρώντας ακατάσχετα. Ένας άλλος χαρακτήρας ήταν ο Capitano ένας δανδής που περηφανευόταν διαρκώς για τα στρατιωτικά του κατορθώματα, αλλά όταν η κατάσταση γινόταν επικίνδυνη εξαφανιζόταν αμέσως. Υπήρχε πάντα ένα ζευγάρι ερωτευμένων οι amorosi που δεν φορούσαν μάσκα για να επιδεικνύουν το ωραίο τους πρόσωπο. Οι Zanni κατά κύριο λόγο ήταν υπηρέτες του Pantalone ντυμένοι στα λευκά και κάλυπταν το μισό τους πρόσωπο με μάσκα, συχνά παρουσιάζονταν ως παμπόνηροι, προκλητικοί και καχύποπτοι. Οι υπηρέτες αυτοί συνοδεύονταν από έναν Αρλεκίνο, χαρακτήρα που κατάγεται από τη Γαλλία και φοράει την χαρακτηριστική πολύχρωμη φορεσιά με τα μπαλώματα. Ο Αρλεκίνος έκανε διαρκώς ακροβατικά και ως χαρακτήρας ήταν ιδιαίτερα πονηρός. Αποτελούσε την κεντρική φιγούρα του έργου και οδηγούσε την πλοκή στην τελευταία πράξη, όπου θα έφερνε τους ερωτευμένους μαζί και τον Pantalone να μένει ντροπιασμένος.
Όλοι οι χαρακτήρες της commedia αποτελούσαν ένα μωσαϊκό της ευρωπαϊκής κοινωνίας με σημείο αναφοράς τη Βενετία. Η δύναμη της σάτιρας ασκούσε τεράστια έλξη στην κοινωνία της εποχής, η επικαιρότητα των θεμάτων, οι άσεμνοι διάλογοι και η πολιτική σάτιρα. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς ήταν αρκετά προσεκτικοί στον τρόπο που παρουσίαζαν τα θέματά τους, διότι η Ιερά Εξέταση καιροφυλακτούσε. Η μεγάλη αξία των έργων της commedia εντοπιζόταν στους αυτοσχεδιασμούς και τους ανοιχτούς διαλόγους, όπου το κοινό μπορούσε να συμμετέχει. Σήμερα τα έργα αυτά πιθανόν να μην μας φαίνονται τόσο ενδιαφέροντα, όμως στην εποχή τους αποτελούσαν πηγή διασκέδασης και βέβαια είναι πηγή πολλών πληροφοριών και ιστορικών στοιχείων. Τα ακροβατικά επίσης, κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων όπως και τα αστεία στήριζαν την επιτυχία του έργου.
Από τον 18ο αιώνα νέες θεατρικές μορφές έκαναν την εμφάνισή τους και η commedia dell’ arte πέρασε στο περιθώριο. O Γκολντόνι ωστόσο, ενσωμάτωσε στοιχεία της commedia στα θεατρικά του και ο Ντάριο Φο προσπάθησε να ξαναζωντανέψει αυτό το είδος θεάτρου στον 20 αιώνα.
Βιβλιογραφία
1) Iris Lauterbach, Watteau, Taschen.
2) Marion Kaminski, Art and Architecture, Venice.