Cosmic Candy-μια νοσταλγική, ποπ αλληγορία για τα ψ-προβλήματα

Η πρώτη ταινία της Ρηνιώς Δραγασάκη είναι ένα πολύχρωμο ταξίδι στην χαμένη παιδικότητα με οδηγό μια καραμέλα που σκάει στο στόμα.

| 04/02/2020

Το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης επεφύλασσε πολλές εκπλήξεις όσον αφορά στην παραγωγή ελληνικών ταινιών, η οποία μοιάζει να βρίσκεται σε άνθιση. Μια από αυτές ήταν και το Cosmic Candy που κατάφερε να σχολιάσει διάφορα θέματα σχετικά με την ενηλικίωση με έναν ιδιαίτερα αισιόδοξο και ανάλαφρο τόνο.

Η Άννα (Μαρία Κίτσου) είναι μια ταμίας σε σουπερμάρκετ με διάφορες φοβίες και άγχη. Η μονότονη καθημερινότητά της εναλλάσσεται ανάμεσα στο καταθλιπτικό διαμέρισμα και το συνοικιακό σουπερμάρκετ, ενώ η εμμονή της με μια vintage καραμέλα που σκάει στο στόμα-την Cosmic Candy- λειτουργεί ως ο μοχλός για να ξεφύγει από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι δεν βρίσκεται τόσο μόνη, απλά η ίδια έχει επιλέξει να κλειστεί στον εαυτό της, χτίζοντας τείχη σε όποιον προσπαθεί να την πλησιάσει. Στην πορεία της ταινίας δυο άνθρωποι θα καταφέρουν να την προσεγγίσουν: η κόρη του μάλλον απατεώνα γείτονα, Πέρσα (Μάγια Πιπερά) και ο φιλικός συνάδελφός της Παντελής (Κίμωνας Κουρής). Η πρώτη λοιπόν βρίσκεται μόνη της όταν την εγκαταλείπει ξαφνικά ο πατέρας της, οπότε φορτώνεται στο σπίτι της Άννας, αναποδογυρίζοντας κυριολεκτικά την ζωή της. Η είσοδος της Πέρσας σηματοδοτεί την τελευταία αναδρομή στην πάντα παρούσα παιδική ηλικία της Άννας, θα την κάνει να αντιμετωπίσει το παρελθόν και τελικά θα την ωριμάσει και απελευθερώσει. Η Πέρσα από την άλλη θα βρει μια φίλη που θα αποτελεί παράλληλα και μητρική φιγούρα. Στο παραμύθι που έχει χτίσει η Άννα στο μυαλό της εισβάλλει επίσης η λογική του Παντελή, ο οποίος προσπαθεί να την συνετίσει και να την βοηθήσει με την Πέρσα. Ο πατέρας της Άννας, ο Παντελής και ο πατέρας της Πέρσας (Δημήτρης Λάλος) είναι τρεις φιγούρες που εκτός ότι μοιάζουν εμφανισιακά, συμβολίζουν το (χαμένο) πατρικό πρότυπο για τις δυο κοπέλες με διαφορετικό τρόπο.

Το φανταστικό στοιχείο υπεισέρχεται στην ταινία με την διαστημική οντότητα της Cosmic Candy και την προστατευτική αλλά περιοριστική σφαίρα που έχει δημιουργήσει για την Άννα. Δεν είναι δύσκολο για τον θεατή να συμπεράνει ότι η εμμονή της για την καραμέλα συνδέεται με την συνήθειά της να καταναλώνει αντικαταθλιπτικά ή/και αγχολυτικά φάρμακα. Πέρα λοιπόν από τις παιδικές, νοσταλγικές σεκάνς των 80s makeover με τα ρούχα, του κυνηγητού με τα μπουκάλια μουστάρδας και την ποπ παστέλ αισθητική, υποσημειώνεται το ζήτημα της ψυχικής υγείας χωρίς φοβία ή ανασφάλεια, αλλά ως μια δοσμένη πραγματικότητα. Στην τελική, η Άννα ανέλαβε τις ευθύνες της ως ενήλικας όχι με φακελάκια Cosmic Candy αλλά επειδή βρήκε ανθρώπους να την αγαπούν και ένιωσε την ανάγκη να τους προστατεύσει.

Η σκηνοθεσία της Ρηνιώς Δραγασάκη αποδίδει πλήρως όλη αυτή την νοσταλγική αισθητική μέσα από τον αγχώδη κόσμο της Άννας, που στερείται αβίαστης επικοινωνίας και γίνεται σε αρκετά σημεία αλλόκοτος και άβολος. Η μουσική του Felizol ντύνει ταιριαστά όλες τις σκηνές παιχνιδιού της Άννας και της Πέρσας, αποπνέοντας μια αξιοζήλευτη ενήλικη παιδικότητα. Η ταινία ανήκει σε αυτό το ελληνικό genre ταινιών κυρίως νέων σκηνοθετών, που πιάνοντας το νήμα από το greek weird wave που καθιέρωσε ο Λάνθιμος ή η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, μιλούν ανοιχτά για τις νευρώσεις των ηρώων ή τις προβληματικές οικογενειακές σχέσεις. Και αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι.