Dalton Trumbo: ένας Αμερικανός με την τέχνη παρά πόδα

Με αφορμή την ταινία «Trumbo» σε σκηνοθεσία Jay Roach και σενάριο John McNamara, 2015

| 11/02/2016
★★★☆☆

«Να ποιος είναι πραγματικός Αμερικάνος: ο George Lincoln Rockwell [1], διότι ξέρω πως μισεί τα κομμούνια μιας και μποϊκόταρε την ταινία “Exodus”». Με τούτο το σαφώς ειρωνικό ύφος ο  Bob Dylan του 1962 και το «Talkin’ John Birch Paranoid Blues» δεν γελάει καθόλου. Περιγράφει με σοβαρότητα την τραγική αμερικάνικη πολιτική και κοινωνική κατάστασης της μεταπολεμικής εποχής. Μιας εποχής τρόμου, ρατσισμού, διώξεων και μαύρων λιστών μα και απύθμενης γελοιότητας. Η ταινία “Exodus”, στην οποία αναφέρεται, έγινε στόχος εθνικιστικών διαδηλώσεων με στόχο την απόσυρση της από τις αίθουσες. Λόγος; Ήταν μια από τις δυο ταινίες -η άλλη είναι το «Spartacus» του Stanley Kubrick που είχε παρόμοια αντιμετώπιση – που δήλωσε εκ νέου στους τίτλους της, το πραγματικό όνομα του πιο γνωστού και ακριβοπληρωμένου σεναριογράφου της χώρας. Ενώ, δηλαδή, το κυνήγι των στούντιο του Hollywood για να σιωπήσουν τις ενοχλητικές, ανατρεπτικές φωνές συνεχιζόταν και παράλληλα έμοιαζε με ένα αντιφάσκον παρανοϊκό και διττό στοίχημα ακροδεξιάς πολιτικής δράσης και εμπορικής ανάγκης για κέρδος, ο σκηνοθέτης Otto Preminger με κότσια, θράσος και πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων του, αψήφησε τον «κόκκινο τρόμο» και προς τιμή του δήλωσε έτσι απερίφραστα, μπρος στην Ιστορία, πως, αν η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών τον ανέκρινε ρωτώντας τον αν ο σεναριογράφος του «είναι τώρα ή ήταν στο παρελθόν ο… Trumbo;» , αυτός θα απαντούσε θετικά. Και έδωσε την ευκαιρία στην Ιστορία να δικαιώσει τον εαυτό της. Ο κομμουνιστής Dalton Trumbo που οι διώκτες του, τού έδωσαν άθελα τους δύο Όσκαρ, μέσα στην παροξυσμική αφέλειά τους, παρέμενε ζωντανός και ακμαίος καλλιτεχνικά και σήμερα συνεχίζει να αποτελεί σύμβολο.

trumbo_03

Το 1957 ένας συγγραφέας ρωτήθηκε γιατί διατηρεί σπίτι του τρεις γραφομηχανές και έδωσε την εξής απάντηση: «Για να θυμάμαι ότι υπήρξα κάποτε συγγραφέας». Το όνομα του Dashiell Hammett. Ο εμπνευστής της noir αστυνομικής λογοτεχνίας και του φιλμ νουάρ αποτέλεσε και αυτός θύμα του «αμερικανισμού» ή όπως θα έλεγε η ταινία, φυλακισμένος σε αυτό που εξελίσσεται η Αμερική. Σε ένα μεταναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτή την ατυχία ενώπιον των επιτροπών την είχαν πολλοί στοχαστές, καλλιτέχνες και άνθρωποι του πνεύματος. Κάποιοι κατάφεραν να επιβιώσουν, κάποιοι όχι. Ο Trumbo, ως «Τζόνι» που κρατά γερά το όπλο του, έκανε πράξη την θέση του που ορίζει στο τέλος του ομώνυμου αριστουργήματος του. «Αφέντες των ανθρώπων δείξτε το δρόμο και εμείς θα σας δείξουμε τα όπλα μας». Και όπλα του ήταν η πνευματική οξυδέρκεια, η πολιτική τακτική και η αδιάλειπτα σφυροκοπούσα γραφομηχανή του.

Απέναντι του -και απέναντι σε πολλούς-  η «ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη κοινότητα» όπως ο ίδιος είχε δηλώσει. Τα στούντιο [2], το Κογκρέσο, οι φασιστικές οργανώσεις, οι τράπεζες, το FBI. Ο μάτσο John Wayne επίσης, -που ως εθνικός καουμπόης ήρωας πυροβολούσε Ινδιάνους με άσφαιρα σε πλατό καθ’ όλη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου- και ύφος δικού μας χρυσαυγίτη «πίστευε στην ανωτερότητα των λευκών» και προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει, άσφαιρα επίσης, το σινεμά από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Ο φασίστας Walt Disney που καλωσόριζε την Riefenstahl και έστελνε αυτοπροσώπως απεργοσπάστες και μπράβους σε κάθε απεργία και ο Elias Kazan που δεν είχε το σθένος να κρατήσει κρυφό ούτε έναν συνάδελφο του από τον να τον καρφώσει. Ο Ronald Reagan, ένας ατάλαντο ηθοποιό και μετέπειτα «ταλαντούχο» πρόεδρο των ΗΠΑ, όπως και ο οπλολάγνος Charlton Heston, ο Sam Wood. Επίσης, η λογοκρισία της ελεύθερης αγοράς που «αποκαθιστά τις αμερικάνικες αξίες» και νίπτει τας χείρας της κυβέρνησης, τα εργοδοτικά χολιγουντιανά συνδικάτα, οι λοιποί καταδότες και τα αισθητικά σκουπίδια, με λίγα λόγια, η σάρα και η μάρα του συστήματος και της ξεπουλημένης ανθρώπινης συνείδησης. Πλάι του, και πλάι σε όλους, όμως ο Alfred Hitchcock, ο Kirk Douglas, o Stanley Kubrick, o Orson Welles, o Jules Dassin, ο Bertolt Brecht, o Charlie Chaplin, o Humphrey Bogart, o Gregory Peck, η Audrey Hepburn, το σωματείο των σεναριογράφων και τα σωματεία των εργατών, καθώς και -θα μπορούσαμε να πούμε- ο δικός μας Καζαντζάκης και ο Λουντέμης, οι εξόριστοι ποιητές μας, οι εκτελεσμένοι ως προδότες Julius και Ethel Rosenberg, ο κάθε δολοφονημένος Emmett Till, η Τέχνη στο σύνολο της, η προοδευτική ανθρωπότητα. Δυο στρατόπεδα σε σύγκρουση. Μπορεί κάποιος να πει, με την απόσταση χρόνου ή των αναφορών που έχουμε, ότι ήταν σύγκρουση για τα χολιγουντιανά λούσα και δολάρια, μα έτσι πέφτει σε μέγα λάθος. Ξεχνάει πως ο κινηματογράφος ήταν και είναι η πιο ισχυρή βιομηχανία των ΗΠΑ. Τεράστιο εργατικό δυναμικό σε πλήρη δημιουργική και μισθολογική υποδούλωση. Υπεραξία απερίγραπτη. Προϊόν ικανό να πλάθει και να μεταπλάθει συνειδήσεις μιας και στο μυαλό είναι ο στόχος. Άρα, η σύγκρουση για τον έλεγχο αυτών των πόρων και όρων ήταν μια καθαρά ταξική μάχη.

trumbo_04

Αυτά τα λέει και δεν τα λέει η ταινία στην εξέλιξη και την ουσία της. Από άποψη αισθητικής επίσης, δεν προσπαθεί να αναζητήσει δάφνες αφηγηματικής πρωτοτυπίας. Αλλά εδώ η κριτική μου, στα μη υψηλά στάνταρ καλλιτεχνικής αξίας του έργου, δεν συμβαδίζει με την κριτική αρκετών «υπεραμερικάνων» κριτικών κινηματογράφου που καταλήγουν να αυτογελοιοποιούνται ως απολογητές του τωρινού συστήματος και της αλλοτινής καταδίωξης των καλλιτεχνών. Θέλω, απλώς, να τονίσω πως μιας και το περιεχόμενο είναι συγκεκριμένα ιστορικό και σαφές πολιτικό, οι δημιουργοί πήραν την ηθελημένη, και από ότι φαίνεται σωστή, απόφαση να κρατήσουν την ταινία τους σε επίπεδα συμβατικά και συχνά διασκεδαστικά. Γιατί; Παίζουν ελαφρά τη καρδία με την συλλογική μνήμη; Όχι. Προσπαθούν με μαζικούς και όχι ελιτίστικους όρους να γνωστοποιήσουν σε εθνικό, μιλώντας για τις ΗΠΑ, επίπεδο την ιστορική αλήθεια. Να αγγίξουν και να προβληματίσουν ακόμη και αυτούς που «δεν ξέρουν να διαβάζουν» όπως λέει χαρακτηριστικά ο John Goodman, στον ρόλο ενός παραγωγού, στην ταινία. Άρα, ναι, η ταινία μπορεί να είναι επιδερμική και μονοεπίπεδη –και ίσως ηθικώς άστοχη- , μα οι δημιουργοί αυτό ακριβώς ήθελαν και το κατάφεραν με αμείωτο, για το κοινό, ενδιαφέρον. Δεν επιζητούν βαθιά συμπεράσματα ή δοκιμιακού επιπέδου πορίσματα. Θέλουν λιτά και συμπαθητικά να επαναφέρουν ως προβληματική του παρόντος, την πολιτική υστερία του παρελθόντος. Ενός παρελθόντος που γνωρίζουμε, πλέον, πώς δημιούργησε και όρισε τις συνειδήσεις των τελευταίων τριών γενιών Αμερικανών. Συνειδήσεις καθυποταγμένες στα θέλω και τις προσδοκίες του καπιταλισμού. Και με τον τρόπο τους, επιπροσθέτως, μας ενημερώνουν, σε όποιον θέλει να ενημερωθεί, πως το αίμα ακόμη στάζει, οι σκιές ακόμη καταλαμβάνουν το φως, η ιστορία μπορεί να δικαιώθηκε μπρος στο έγκλημα, αλλά όχι μπρος στους εγκληματίες που συνεχίζουν το έργο τους. Με επιτροπές ή όχι, με δικαστήρια, φυλακίσεις ή όχι, οι «βρύσες που διοχετεύουν κόκκινο νερό στα σενάρια, είναι ακόμη κλειστές», όπως πρότεινε ο αντικομμουνιστής σεναριογράφος Lee Mahin την εποχή του μακαρθισμού.

trumbo_07

Ανέκαθεν υπήρχε διαπάλη στο τοπίο του παγκόσμιου σινεμά ανάμεσα στις ταινίες δημιουργίας και στις άλλες που ζέχνουν μπρος στα μάτια μας και το νου μας. Αυτές οι τελευταίες, τα χολιγουντιανά σκουπίδια -ταινίες που πρέπει να είναι ανώδυνες, μη συζητήσιμες, αποδεκτές, «να είναι καθαρά ψυχαγωγικές» όπως ζητούσε από την δεκαετία του ΄50 άλλος ένας σεναριογράφος λακές του συστήματος- συνεχίζουν να οργιάζουν εμπορικά ακόμη και σήμερα. Είναι αλήθεια πως το Hollywood, αν και από ιδρύσεώς του, λειτουργούσε με βιομηχανικούς όρους, μα ,παρόλα αυτά άφηνε αέρα δημιουργικής έκφρασης, μετατράπηκε, έκτοτε και με αφορμή τις διώξεις, σε μια καθαρά στυγνή βιομηχανία. Οτιδήποτε το δημιουργικό θεωρήθηκε επικίνδυνο και συνωμοτικό, άρα μη αποδεκτό και εξοστρακισμένο.

Η ταινία, μπορεί να θεωρεί απλώς ως μελανή κηλίδα εκείνη την εποχή και να προσπαθεί να αθωώσει τα βαθύτερα κίνητρα της γκεμπελίστικης λογικής των στούντιο και της αμερικανικής πολιτικής, δείχνοντας την σε στιγμές ως λόξα μερικών παρανοϊκών ιθύνοντων, αλλά αυτό δε μειώνει πλήρως την αξία της. Στέκεται με το μέρος των θυμάτων από συμπάθεια και όχι ίσως από ριζοσπαστισμό. Βλέπει σίγουρα όμως, αθωότητα και ανθρωπιά στα κίνητρα τους και δημιουργεί το πεδίο για κάθε καλοπροαίρετο θεατή να διαβάσει και να κρίνει πιο βαθυστόχαστα, και σε δεύτερο χρόνο, εκείνη την εποχή. Με χιούμορ τύπου αδελφών Coen, καρικατουρίστικους τους δειλούς χαρακτήρες και αξιοπρεπείς τους αγωνιστές, καθαρή και σαφής σεναριακή γραφή, στοχοπροσηλωμένες ερμηνείες από τους ηθοποιούς, με τον Bryan Cranston, την Helen Mirren και τον  John Goodman στο απόγειο τους, με μια εν τέλει χολιγουντιανή γραφή και αισθητική και όχι κάτι ρηξικέλευθο, η ταινία τελικώς κερδίζει. Αναδεικνύει την ηθική υπεροχή των συναδέλφων τους που υπέστησαν ευνουχισμό στο παρελθόν και στηλιτεύει την υποκρισία του Hollywood που από την μια επιζητούσε ιδεολογική καθαρότητα και από την άλλη δεν ξέχναγε την ανάγκη του για κέρδος. Σε αυτό το σικέ παιχνίδι, το Hollywood κατάφερε να κερδίσει έκτοτε αρνητικό εννοιολογικό πρόσημο και ο κάθε Trumbo την έννοια του καλλιτέχνη που επέστρεψε την αξιοπρέπεια στην ανθρωπότητα.

trumbo_02

(1), George Lincoln Rockwell, θεωρείται ο Αμερικανός Χίτλερ, ιδρυτής του American Nazi Party, οργάνωσης που έπαιξε ρόλο σε πολλές τραμπούκικες επιθέσεις και δολοφονίες αγωνιστών και κομμουνιστών για τρεις δεκαετίες.

(2) Η ταινία είναι ανεξάρτητη παραγωγή και ο σεναριογράφος του John McNamara είναι και ένας εκ των παραγωγών της. Η Universal παρόλα αυτά φιγουράρει στους τίτλους αρχής. Είναι η ίδια πολυεθνική που διένειμε το «Σπάρτακο» με την οποία ο Ντάλτον Τράμπο επανέρχεται για πρώτη φορά ως σεναριογράφος μετά την φυλάκιση του και το διωγμό του. Ζήτημα μεταμέλειας; Δεν διεκδικώ άσκηση ηθικής από τα μονοπώλια. Περισσότερο επιβεβαιώνει την επίγνωση από πλευράς των στούντιο της προσοδοφόρας εμπορικότητας των ταινιών προβληματισμού και τότε και σήμερα.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).