Darkest Hour | η τρομαχτική αγιογραφία του Τσόρτσιλ
Όταν ο αντικομμουνιστής, ρατσιστής, «αποικιολάγνος» μετατρέπεται σε εικόνισμα
… θα πολεμήσουμε σε θάλασσες και ωκεανούς, θα πολεμήσουμε με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους αιθέρες, θα υπερασπίσουμε το νησί μας, ό,τι και να μας κοστίσει, θα πολεμήσουμε στους διαδρόμους προσγείωσης, θα πολεμήσουμε στα χωράφια και στους δρόμους, θα πολεμήσουμε στους λόφους. Δεν θα παραδοθούμε ποτέ!
Το ακούσαμε στην «Δουνκέρκη» του Nolan πριν κάποιους μήνες και το ακούμε ξανά. Σε πιο μουγκρισμένη εκδοχή αυτή την φορά και από τον «άλλοτε-κινηματογραφικό-χαρακτήρα-της-εργατικής-τάξης-που-μετατρέπεται-στο-ακριβώς-αντίθετο-της-για-λεφτά-και-Όσκαρ-Gary-Oldman» (σ.σ. με συγχωρείται για τον υπερβάλλων νεολογισμό) στην «Πιο σκοτεινή ώρα». Εκεί όπου η πασίγνωστη τούτη μορφή με το πούρο στο χέρι και το scotch ουίσκι του είναι στρεσαρισμένος στο πατρικό του ανάκτορο(!) λίγο πριν την συνάντηση με τον βασιλιά του, λίγο πριν πάρει το χρίσμα του πρωθυπουργού και μεταπλασθεί, στους αιώνες των αιώνων αμήν, από κτηνώδη αστό σε… χαρισματικό ηγέτη. «Η πιο σκοτεινή ώρα» ίσως θα ήταν καλύτερα να πούμε πως είναι η στιγμή που ο Τσόρτσιλ παίρνει την έγκριση της επίσημης και κυρίαρχα γραμμένης Ιστορίας και ταυτόχρονα της επίσημης και κυρίαρχα ευπώλητης τέχνης του 21ου αιώνα.
Εμείς ωστόσο δεν τον εγκρίνουμε εξαρχής και μεροληπτούμε. Πίσω από τον χαρισματικό Ουίνστων Τσόρτσιλ βλέπουμε μια πολιτική μορφή της Ιστορίας που πάνω του συγκρούονται δυο αλήθειες ή καλύτερα δυο αντικρουόμενα συμφέροντα. Ο Τσόρτσιλ συμβολίζεται στην Ιστορία διττά: Από την μία είναι προσωποποιημένος ο αντικομμουνισμός, ο ρατσισμός, ο «αποικιολάγνος» ιμπεριαλισμός, ο βαθύς αντεργατισμός και η εφιαλτική «αστικότητα» και από την άλλη η πλήρης αθώωση του και η ανάδειξη του σε ήρωα της ηπείρου και του κόσμου ολόκληρου που «δεν παραδόθηκε ποτέ» στον ναζισμό με το πούρο πάντοτε στο χέρι, την υπεροπτική του αυθάδεια ευθύβολη στα πορτρέτα του. Εμείς μεροληπτούμε γιατί διαλέγουμε την πρώτη εκδοχή. Διότι δεν δεχόμαστε να ξεχάσουμε τους τόνους εγκλημάτων και υποκρισίας που κουβαλάει στις αποσκευές του. Μεροληπτούμε όπως ακριβώς κάνουν και οι παραγωγοί της ταινίας και διάφοροι καλοθελητές διαλέγοντας την δεύτερη. Κατασκευάζοντας το απόλυτα αγιοποιημένο και εξωραϊσμένο πορτρέτο του Τσόρτσιλ υποκρύπτοντας και τα ουσιώδη καθώς και τα φαινομενικά. Η προσέγγιση τους είναι χυδαία, είναι εκνευριστική και ταυτόχρονα γελοία. Κάθε σοβαρότητα άλλωστε θα ακύρωνε de facto τον σκοπό τους.
Δεν χρειάζονται πολλαπλές γνώσεις και αναγνώσεις του κινηματογραφικού μέσου για να γίνει κατανοητή η πιο αισχρή λαθροχειρία που λαμβάνει χώρα μπρος στα μάτια του θεατή. Η άποψη που πλασάρεται είναι τόσο εσκεμμένα τραβηγμένη νοηματικά και κινηματογραφικά που δεν μπορεί παρά να είναι κατακριτέα αμφότερα (νοηματικά και κινηματογραφικά). Άλλωστε οι νικητές (και εδώ μιλάμε για τους Βρετανούς και τον Τσόρτσιλ) γράφουν την παγκόσμια ιστορία. Τόσο που αντλούν κάθε δικαίωμα για τον ηγέτη τους να τον καταγράψουνε στο παρελθόν και να τον μεταφέρουνε στον παρόν κατά πως τους βολεύει. Η παραπλάνηση αποτελεί λοιπόν πέρα από κοινή γνώση, με αφορμή τούτη την κινηματογραφική υπερπαραγωγή και κάτι το απόλυτα προφανές. Δεν θα τοποθετηθούμε, λοιπόν, αν η ταινία επιζητεί ιστορικές ή βιογραφικές αξιώσεις.
Ο Τσόρτσιλ μια persona προσόντων και προτερημάτων ως δηλωμένος στόχος της ταινίας
Ο Τσόρτσιλ ανάβει πούρο. Ο Τσόρτσιλ προχωρά σκυφτός και σκεπτικός με το βάρος της παγκόσμιας ευθύνης στους ώμους του προς το υπόγειο πολεμικό συμβούλιο και ελέγχει τους χάρτες των επιχειρήσεων. Ο Τσόρτσιλ φιλάει την γυναίκα του στα χείλη, η γυναίκα του βάφεται σκεπτόμενη τον Τσόρτσιλ ενώ δίπλα του είναι καλοσιδερωμένη η στρατιωτική στολή του Τσόρτσιλ. Ο Τσόρτσιλ κατοχυρώνει, συμβολοποιεί και τεκμηριώνει το V της νίκης. Ο Τσόρτσιλ δίνει πύρινους λόγους, έχει ταυτόχρονα χιούμορ (κάνει και καμιά γκάφα) αλλά ο Τσόρτσιλ αυθεντικά αντιπαθεί τους ναζί. Ο Τσόρτσιλ αγαπάει τους συνεργάτες του και εκτιμά την γραμματέα του και σέβεται τους εχθρούς του. Ο Τσόρτσιλ αγαπάει το έθνος του και ο Τσόρτσιλ δέχεται επευφημίες σύσσωμα από αυτό. Ο Τσόρτσιλ είναι μια persona προσόντων και προτερημάτων. Γυρνάς από εδώ ο Τσόρτσιλ. Γυρνάς από την άλλη ο Τσόρτσιλ και πάλι… Αυτή πράγματι θα μπορούσε να είναι η σύνοψη της πλοκής της ταινίας και ως εκ τούτου το «Darkerst Hour» -που δεν επιτρέπει να παρεισφρήσει στην αφήγηση του τίποτε άλλο πέρα από την ανάδειξη και τον εξωραϊσμό του Τσόρτσιλ- θα μείνει στην μνήμη και την συνείδηση μας ως μια από τις πιο σκοτεινές ώρες της κινηματογραφικής τέχνης εφάμιλλο –και καθόλου με το συμπάθιο- με τον ναζιστικό «Θρίαμβο της Θέλησης». Εξάλλου η ίδια θέληση θριάμβευσε, ή προσπάθησε να θριαμβεύσει, και τις δυο φορές: Από την μία η (αποτυχημένη) θέληση της συντήρησης και μεγέθυνσης του Τρίτου Ράιχ και η εξόντωση της ανθρωπότητας και από την άλλη η (επιτυχημένη σε ένα βαθμό) θέληση για συντήρηση και μεγέθυνση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και η (πάλι) εξόντωση της ανθρωπότητας.
«Να μείνουμε, λοιπόν, πιστοί στο καθήκον μας και να αντέξουμε ώστε αν η Βρετανική Αυτοκρατορία και η Κοινοπολιτεία της διαρκέσουν χίλια χρόνια, η ανθρωπότητα θα λέει πως “αυτή ήταν η ωραιότερη στιγμή τους”» μας… απειλεί (ιστορικά, όχι φιλμικά) ο Τσόρτσιλ σε έναν από τους περίφημους, περισπούδαστους και προβαρισμένους λόγους του. Πόσο διαφέρει τούτη η υπεροπτικά νοσηρή δήλωση από τη παρομοίως νοσηρή επιδίωξη των χιτλερικών για μια χιλιόχρονη «Νέα Ευρώπη»; Παρόμοια η ρητορεία, παρόμοια τα όνειρα και παρόμοια… τα εγκλήματα. Ο ένας καταγράφηκε ως Βρετανός αστός και ήρωας και ο άλλος καταγράφηκε σαν τ ρ ε λ ό ς ναζί και εγκληματίας (ναζί εγκληματίας ήταν προφανώς και δεν αθώωνεται λόγω σύγκρισης. Τρελός ωστόσο όχι). Δυο παραπλανητικά στημένες και συντηρημένες εικόνες από την τέχνη και την ιστορία που αμφότερες στηρίζουν βολικά τις πολιτικές προθέσεις του συστήματος. Και άντε ο θεατής του σήμερα να βγάλει άκρη. Δεν χρειάζεται άλλωστε. Ο σεβασμός προς τον θεατή οφείλει καλλιτεχνικές αξιώσεις από τον δημιουργό. Εδώ ωστόσο αποζητά μονάχα την ιδιοτελή χειραγώγηση του. Βραβεία, εισιτήρια και παραμυθιασμένους θεατές που χειροκροτούνε τους θύτες τους. Τα καταφέρνει: Η οθόνη έχει γεμίσει ασφυκτικά από το πορτρέτο του Τσόρτσιλ για ένα δίωρο όπου αδυνατούμε να εκφράσουμε αμφιβολίες. Μετατρεπόμαστε σε θαυμαστές και σε ακραίο βαθμό καταγοητευμένοι. Οτιδήποτε άλλο έξω από την θριαμβευτική του παρουσία και υπεροχή απλώς ξεχνιέται. Το συγκεκριμένο σινεμά είναι (άλλο ένα) παράδειγμα της δυναμικής του: χειραγωγεί συναισθήματα και συνειδήσεις.
Και πάλι… Δουνκέρκη. Έγνοιες, πράγματι, βρέθηκαν να έχουν οι Βρετανοί και επανέρχονται σε αυτή την ιστορία εις διπλούν την ίδια χρονική συγκυρία. «Που πρέπει να είμαστε στο τέλος αυτού του πολέμου;» ρωτάει κάποια στιγμή στο Κοινοβούλιο ο Τσόρτσιλ. Και ο θεατής αναζητά μια απάντηση στην σημερινή πραγματικότητα: η πιο σοβαρή οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών έχει χτυπήσει την Ευρώπη δίχως να αφήνει απ’ έξω μήτε την Μεγάλη Βρετανία. Η δύναμη της άλλοτε ευημερούσας Βρετανικής Αυτοκρατορίας γεωπολιτικά μειώνεται. Προϋποθέσεις ενός γενικευμένου πολέμου αναβιώνουν από στιγμή σε στιγμή και έτσι μοιάζει να υπάρχει μια επείγουσα «πατριωτική» ανάγκη: η μυθική συντήρηση του δοξασμένου παρελθόντος της και η υλική διατήρηση των σύγχρονων προνομίων της. Ένας νέος ηγέτης πρέπει να κατασκευασθεί. Ένας ηγέτης κατασκευασμένος όπως και ο Τσόρτσιλ που θα μπορέσει να υπερασπιστεί το έθνος.
Και ορίστε ο Gary Oldman με την βραχνή φωνή του και το αγέρωχο ύφος του ηγέτη που δεν έχει τίποτα να «προσφέρει παρά αίμα, κόπο, δάκρυα και ιδρώτα» πείθοντας την σκοτεινιασμένη Βουλή –που αποκτά αναγκαστικά κι αυτή, προς άγρα κινηματογραφικής ταύτισης, κινηματογραφικό κλίμα της πιο σκοτεινής ώρας- να συμμετάσχει η Βρετανία στο πόλεμο. Και να υπερασπιστεί την Δουνκέρκη. Προφανώς σε αυτή την μάχη, δεν μάτωσε, δεν κόπιασε, δεν δάκρυσε και δεν ίδρωσε ο Τσόρτσιλ μα ούτε και ο Gary Oldman. Η ταινία δεν αναπαριστά τον πόλεμο παρά σε μετρημένα πλάνα. Απεικονίζει μονάχα τις επαύλεις, τα ανάκτορα και τα στρατιωτικά συμβούλια. Οι φαντάροι ωστόσο και αίμα και δάκρυα και κόπο και ιδρώτα ρίξανε. Μακελεύτηκαν. Όσο προλαβαίνουμε φυσικά να το δούμε σε αυτά τα μετρημένα πλάνα. Μακελεύτηκαν όπως επίσης και οι αποικιοκρατούμενοι λαοί της Αφρικής και της Ασίας καθ’ όλη την διάρκεια της παντοκρατορίας του και που παρομοίως δεν βλέπουμε ποτέ μας. Η μουσική –ακριβώς την στιγμή του φημισμένου λόγου του- δραματική. Σχεδόν επική. Πομπώδης. Είναι πομπώδες έπος άλλωστε να καταφέρνεις να υποκρίνεσαι για τις πραγματικές οικονομικές και πολιτικές προθέσεις σου εξοντώνοντας στρατιώτες και λαούς, γινόμενος τελικά και εκ των υστέρων ήρωας.
Η ευτελή χυδαιότητα πάνω στην πραγματικότητα
Έτσι είναι τα παραμύθια. Καλομαγειρεμένα και καλοταΐστα. Το είπαμε: Τον αγαπάει η γυναίκα του. Τον σέβονται οι εχθροί του. Σε slow motion τον λατρεύει ο αγγλικός λαός. Όρθιο και συγκινημένο τον χειροκροτεί το Κοινοβούλιο. Ο ίδιος ο βασιλιάς άναυδος «λιώνει» με δέος μπρος στην περπατησιά του και η βροχή, ο καιρός και η ίδια η πραγματικότητα συνάδει με την «ιστορικής κλίμακας» παρουσία του. Σε μια τέτοια απεικόνιση ο θεατής τι μπορεί να κάνει πρακτικά; Να αποτελέσει εξαίρεση; Αναγκάζεται κι αυτός να τον λατρέψει. Νιώθει ρίγος μπρος στις δηλώσεις του. Ευγνώμων. Γιατί αυτός είναι ο στόχος της ταινίας και ο πολιτικός στόχος των καιρών. Να αναζητούμε ηγέτες. Ο φιλμικός Τσόρτσιλ δεν σταματά διόλου την νικηφόρα του πορεία. Υπερβαίνει και το έσχατο: παρατάει την λιμουζίνα του, μπαίνει δίχως σωματοφύλακες –και για πρώτη φορά στην ζωή του όπως τονίζει- στο υπόγειο μετρό του Λονδίνου. Έχει έρθει η ώρα της μεγαλύτερης απόφασης της Ιστορίας και στέκεται δίπλα δίπλα με την…«πλέμπα». Για να την αφουγκραστεί. Ο Τσόρτσιλ της ταινίας μετατρέπεται σε μια θυμόσοφη πατρική φιγούρα αγγίζοντας το πατριωτικό αίσθημα του λαού του. Το feedback με τους χαμογελαστούς εργάτες και έναν(!) μαύρο που τους δίνει χειραψία και τους χτυπά την πλάτη είναι καθοριστικό. Η απόφαση πάρθηκε: Η Βρετανία σύσσωμη, με εθνική ενότητα μπαίνει στον πόλεμο. Η δημοκρατικότητα του Τσόρτσιλ επιβεβαιώθηκε. Αθωώθηκε και… μυθοποιήθηκε όσο ποτέ άλλοτε κινηματογραφικά.
Τι κι αν μακέλεψε εργατικές απεργίες στέλνοντας 50000 ένοπλους εναντίον τους στηρίζοντας τις σιδηροδρομικές εταιρίες ή δολοφονώντας εργάτες στο Λίβερπουλ; Τι κι αν έφερνε ως σκλάβους αυτούς «τους κτηνώδεις ανθρώπους με την κτηνώδη θρησκεία» (λόγια δικά του) από τις αποικίες ή που πρότεινε λίγα χρόνια νωρίτερα πως (πάλι λόγια δικά του) «η αναπαραγωγή των διανοητικά ασθενέστερων αποτελεί τρομακτικό κίνδυνο για την φυλή μας»; Τι κι αν έστειλε στην αποικία του την Ινδία το 1943 με προμελετημένο λοιμό 5 εκατομμύρια ανθρώπους στο τάφο; Ή που χαιρέτησε τον Μουσολίνι λέγοντας του κατ’ ιδίαν πως «το κίνημα σας πρόσφερε υπηρεσία σε ολόκληρο τον κόσμο και αν ήμουν Ιταλός, θα ήμουν ολόψυχα μαζί σας από την αρχή μέχρι το τέλος στον θριαμβευτικό σας αγώνα ενάντια στα κτηνώδη πάθη του λενινισμού»; Τι, τέλος, κι αν άνοιξε πυρ στον λαό της Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944 και «έτσι ετελείωσε η μάχη που διήρκεσε έξι εβδομάδες και που έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξει η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό» που έγραφε στην αυτοβιογραφία του; Η ταινία δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Είναι μια κυνική, για μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας, τοποθέτηση και στήνει προσκυνητάρι για αποδοχή και λατρεία του: κάνει την πιο λαθραία αγιογραφία του που ούτε ίσως το ίδιο το υποκείμενο δεν θα επιδίωκε…
Το «Darkest Hour» επιδιώκει, προαναγγέλοντας τον, τον θάνατο του κινηματογράφου. Η ίδια αφηγηματική λειτουργία που έκανε τις ναζιστικές προπαγανδιστικές ταινίες εχθρικές προς τον πολιτισμό και την κουλτούρα άλλο τόσο εχθρική πρέπει να νοηθεί και η συγκεκριμένη. Η ιστορική τούτη αναπαράσταση μεταλλάσσει τόσο πολύ την πραγματικότητα που την εξαγοράζει και την σερβίρει με φαινομενικά τα πιο φίνα και γκουρμέ υλικά: έξοχη σκοτεινή και ομιχλώδη φωτογραφία, τσορτσιλική πομπώδη ερμηνεία (μιας και ο ίδιος ο Τσόρτσιλ την υποκριτική την είχε «σπουδάσει» και απεχθανόταν κάθε δημόσια προσέγγιση της realpolitik), αφηγηματική ενότητα και αριστοτελική ανάπτυξη της πλοκής σε τέμπο αλάνθαστο. Ταύτιση, συγκίνηση, χειραγώγηση. Καθώς Ιστορία της ρητορείας έτσι και σινεμά της ρητορείας. Μια σκόπιμη ιδεολογική και αισθητική επίθεση άνευ όρων όπως μονάχα θα μπορούσαν να σκεφτούν και να υλοποιήσουν οι αστοί, αποικιοκράτες και ιμπεριαλιστές όλου του κόσμου ενωμένοι. Και όποιος μείνει ζωντανός ή αλώβητος. Πράγματι έτσι είναι δυστυχώς. Το πούρο του θα συνεχίσει να σιγοκαίει υστερόφημα και υπεροπτικά σε μια γωνία της παγκόσμιας Ιστορίας.