David Bowie: (8 Ιανουαρίου 1947 – 10 Ιανουαρίου 2016)

Η γενιά που προκάλεσε την ζωή αγκαλιάζεται πλέον με τον θάνατο

| 14/01/2016

Πολλά έχουν γραφτεί και γράφονται για την απώλεια του Bowie. Όσα λέγονται είναι σωστά από δημοσιογραφικής άποψης καθώς τα στοιχεία συλλέγονται από τα διάσπαρτα cv του διαδικτύου- σωστά χρονολογικά ακόμη και στην ανάλυσή τους, μόνο που οι πληροφορίες που παρατίθενται είναι γνωστές χωρίς να προσθέτουν απολύτως τίποτε στην ουσία του φαινομένου Bowie.

Δεν θα παραθέσουμε προσωπικές εμπειρίες σχετικά με τα τραγούδια και τους δίσκους που πρωτακούσαμε ούτε τη συναυλία εκείνο το βράδυ στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, μαζί με τον άλλον απόντα, τον Lou Reed, τον Elvis Costello και τους άλλους, δεν θα ασχοληθούμε με αυτά αλλά ούτε με τις χρονολογίες των επιτευγμάτων του.

Αν τα 60’s ανήκαν στους Beatles, τα 70’s ανήκαν στον David Bowie. Τα σαρανταπεντάρια του αφηγούνται την ιστορία της έβδομης δεκαετίας τού 20ου αι. και σε κάποιο βαθμό και αυτή των ‘80s- την εποχή της μεγάλης βαρεμάρας και των αρχών της πλαστικοποιημένης χορευτικής ποπ – με την πελώρια επιτυχία του “Let’s Dance” αποδεικνύοντας πως αν ήθελε να παίζει στην μεγάλη αρένα του εμπορικού τραγουδιού θα ήταν από τους πρώτους. Στην ουσία ποτέ δεν το θέλησε, γι’ αυτό και κάθε δίσκος του, ακόμη και οι πιο αδύνατοί του, λειτουργούσαν απρόβλεπτα, κάθε φορά κάτι διαφορετικό αν όχι καινούριο.

Το glam ροκ που κοινωνούσε το ’70, παρέθετε μουσικά, στιχουργικά και αισθητικά στοιχεία από την προηγούμενη δεκαετία αλλά σε νέες συνθετικές καταστάσεις. Ήταν τα concept άλμπουμ που αναφέρονταν στον Ziggy Stardust, στον Aladdin Sane και στον Thin White Duke, περσόνες που απέρριπταν τα κοινωνικά στερεότυπα με την έντονη σεξουαλικότητα και την διακήρυξη πως ο καθένας έχει δικαίωμα στην αναζήτηση της ερωτικής του ταυτότητας. Απότοκο της ελευθεριακής έκρηξης του ’60s προχωρούσε ακόμη παραπέρα σε θέματα προσωπικής έκφρασης με τα ανδρόγυνα χαρακτηριστικά του, μέσα από τα φορέματα και τους στίχους του.

Παράλληλα, δανειζόταν από το θέατρο την τέχνη της μίμησης, υποδυόμενος διάφορους ρόλους και προσδίδοντας δραματικότητα στις ερμηνείες του. Κατά κάποιο τρόπο, προχωρούσε και ολοκλήρωνε την «σεξουαλική επανάσταση» των 60”s και επιπλέον ανέβαζε τα τραγούδια στο επίπεδο των Καλών Τεχνών, ενόσω συμπύκνωνε σε αυτά, ποίηση, θέατρο και εικαστικά -οι στίχοι, τα εξώφυλλα των δίσκων, τα ρούχα και τα ντεκόρ των συναυλιών. Πέρα από την ηδονιστική ερμηνεία της τέχνης, ο Bowie μιλούσε για οργουελιανές δυστοπίες στο “Diamond Dogs” και στο “Heroes”- το δεύτερο της περίφημης τριλογίας του Βερολίνου με τον Brian Eno- έγραφε για την ιστορία δυο εραστών που δολοφονούνται από φρουρούς στο Τείχος της γερμανικής πόλης.

Είναι, επίσης, ο Bowie που ανασύρει από την παραζάλη των ουσιών τον Iggy Pop και τον Lou Reed και τους επαναφέρει δημιουργικά στο προσκήνιο και χαρίζει στους Mott The Hoople το μοναδικό τους χιτ, “All The Young Dudes”. Ύστερα από την πειραματική φάση του Βερολίνου και την ποπ περίοδο των 80’s, ο καλλιτέχνης διανύει μια ηλέκτρο κατάσταση στα 90’s και την τελευταία δεκαετία μία νεοκλασικού ροκ με αποκορύφωμα το τελευταίο –δυο ημέρες πριν την χαμό του- άλμπουμ, το “Blackstar”. Η πιο αξιοπρεπής θανή στην ιστορία του ροκ εν ρολ με τον Bowie να κάνει έργο τέχνης το τέλος της ζωής του.

Το κύκνειο άσμα του συνδιαλέγεται ποιητικά με το μυστήριο του Θανάτου με τέτοια λαμπρότητα ώστε αποτελεί μια, συνειδητά, τελική δήλωσή του. Με τον δίσκο να αποτελεί τελικό κεφάλαιο σε μια απίστευτη μουσική ιστορία δεκαετιών που βρίθει από καινοτομίες και ιδιοφυές πνεύμα.

Και – όπως γράφηκε κάπου- το ροκ τώρα είναι η σκόνη των αναμνήσεων. Ο θάνατος αποτελεί το τελευταίο ταμπού. Η γενιά που προκάλεσε την ζωή αγκαλιάζεται πλέον με τον θάνατο. Έρχεται γρήγορα και είναι πολλοί… Ο Lemmy και ο Bowie σε μια εβδομάδα. Εκ διαμέτρου αντίθετοι τύποι αλλά με φλεγόμενες ζωές- ο ένας, αμετανόητος και αμετάβλητος ροκ πιστολέρο και ο άλλος ένας απίθανος χαμαιλέων της ποπ. Των οποίων οι ζωές τώρα λατρεύονται από αρχιεπίσκοπους και πρωθυπουργούς αν και παλιότερα, αμφισβητίες της κοινωνικής τάξης.

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.