El Club, του Pablo Larrain
Ο εκφυλισμός ως κυρίαρχη πλευρά της κοινωνικής υποδούλωσης της Χιλής
Το παρελθόν της Χιλής αποτελεί μια ιστορική γραμμή αίματος, καθυπόταξης μα και αντίστασης. «Η δική μας περιοχή της γης, που σήμερα ονομάζεται λατινική Αμερική, είχε το θλιβερό προνόμιο να χάνει ευθύς εξαρχής, απ’ τις παλιές εκείνες εποχές όπου οι Ευρωπαίοι και η Αναγέννηση ρίχτηκαν στη θάλασσα για να μπήξουν τα δόντια τους στο λαιμό της». Σε τούτη την φράση του σπουδαίου στοχαστή της Ουρουγουάης Εντουάρντο Γκαλεάνο, θα μπορούσε να συμπυκνωθεί η αφετηριακή ιδέα του νέου κινηματογραφικού έργου του Pablo Larrain (“Nο”, 2013), αποτελώντας το όχημα να αφηγηθεί μέσω αυτής, της ρίζες του προπατορικού κακού. Η πλειοψηφία της νοτιοαμερικάνικης τέχνης, βασίζεται στον στόχο, όχι να επουλωθούν οι «ανοιχτές φλέβες», ως εθνική και ταξική συγχώρεση, μα να γίνουν αυτές χείμαρρος εκδίκησης, ως πολιτική πράξη ανατροπής.
Η ταινία «Μυστική Λέσχη», θα μπορούσε να παραλληλισθεί με το σημείο του σταυρού στην άκρη του ξίφους. Με πρόσχημα μα και με ηθική κάλυψη τον καθολικισμό που χρησίμευε και ως εργαλείο συνολικής ιδεολογικής υποδούλωσης, η αποικιακή πολιτική όρισε την ύπαρξη των χωρών του νότου, εξοντώνοντας εδάφη, αξίες και ανθρώπους. Η επίσημη πολιτική της κοινωνικοοικονομικής αφαίμαξης έδωσε και δίνει τόπο εγγενώς στην νοσηρότητα. Ό,τι άφησε όρθιο ο Κορτέζ, ό,τι άφησαν ατσάκιστο οι ΗΠΑ και οι κάθε λογής Πινοσέτ, έπρεπε να βιαστεί στο σώμα και την ψυχή από την θρησκευτική μεγαλοσύνη. «Όπως θα διατάξει ο Μεγαλοδύναμος, θα σας πάρουμε τα αγαθά σας και θα σας κάνουμε όσο μεγαλύτερο κακό μπορέσουμε», λέγανε οι κατακτητές στους ιθαγενείς 500 χρόνια πριν. Στην ταινία αυτό το «κακό» θα μεταφραστεί ως παιδεραστία ή ως εμπορία βρεφών ή ως συνδιαλλαγή με την αιματοστημένη δικτατορία. Αυτό κάνουν οι (αν)ηθικοί άγιοι της εκκλησίας στην «Μυστική Λέσχη» και το ομολογούν με την περηφάνια του νικητή: «400 χρόνια είμαστε εδώ!». Αυτή η ομολογία όμως, δεν μένει μια στείρα δικονομική αναφορά τυπικής ανάκρισης για τα διαπραχθέντα εγκλήματα. Ο περιορισμός των αμαρτωλών παπάδων, καθώς και της ίδιας της «αμαρτίας» τους και η αδυναμία διαφυγής τους από το σπίτι, αποτελεί μια παραδοχή των εγκλημάτων τους ενώπιων όλης της Χιλιανής κοινωνίας μέσα στο χρόνο. Στο χθες, το σήμερα, το αύριο. Ενώπιον της εξαγνιστικής κοινωνικής προόδου και της ηθικής που από αυτήν απορρέει ως αντίστιξη στη σήψη. Η «Μυστική Λέσχη», πέρα από μια εφεύρεση, ένα λογοτεχνικό σχήμα συμβολικής απεικόνισης του παραγκωνισμού της παπαδοκρατίας στον οποίο την ανάγκασε η λαϊκή οργή και ο φόβος προς αυτή, αποτελεί παράλληλα ακτινογραφία των θεμελιωδών βάσεων του αποικιοκρατικού καπιταλισμού της Αμερικής. Ή αλλιώς, της εξαφάνισης του “νέου κόσμου” και μετατροπής του σε μια κατεχόμενη, ανελεύθερη, ενοχική Λατινική Αμερική, που συνεχίζει να βιάζεται ως και τώρα.
Ο δημιουργός αφηγείται, δίχως φόβο μα με πάθος, μια ρεαλιστική αλήθεια, αφαιρώντας τα οφθαλμοφανή, για να δώσει χώρο στα αφανέρωτα. Το ύφος του στηρίζει από την μία την εσωτερική πλοκή του έργου και παράλληλα τους ιδεολογικούς στόχους του σκηνοθέτη. Ο τόπος και ο χρόνος δεν δηλώνεται, μα αιωρείται σχεδόν ακίνητος, σιωπηλός και παγωμένος σε μια μπλε απόχρωση μιας αποπνικτικής ομίχλης, που ξεπλένει τους συναισθηματισμούς και ενδυναμώνει τα αδιέξοδα, τη νέκρα και την επιζητούμενη λύτρωση που συντηρείται (και η τελευταία δεν κατακτιέται), μέσα στην συλλογική μνήμη και την ενοχή των κατοίκων της χώρας. Ο ήλιος λείπει, ο Πολιτισμός λείπει, γιατί η διάβρωση και συνεπώς η φρίκη δεν μπορεί να ντεμακιγιάρει το πλαίσιο υποδούλωσης, ανοχής (ή αποδοχής) και υπολανθάνουσας ικανοποίησης στο οποίο κινούνται χαρακτήρες, ιδέες και αξίες, ώστε να βρει χώρο να λάμψει λίγο ομορφιά. Ως εκ τούτου η ταινία δεν έχει ψήγματα λάμψης, γιατί αδυνατεί και αυτή να αλλάξει την κατάσταση. Μπορεί, ίσως, να υποδεικνύει τα εργαλεία που φθάρθηκαν μέσα στην κοινωνική σαπίλα και αυτά που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για το έργο της κοινωνικής αποκατάστασης.
Βαθιά φιλοσοφημένο και στοχευμένο ιδεολογικά, μα δίχως να είναι δυσνόητο με περιττούς πλατειασμούς ή ιδεολογικές προϋπάρχουσες, το έργο του Larrain βασίζεται στη περιεκτικότητα όλων των στοιχείων της κινηματογραφικής αφήγησης με πλήρη λεπτομέρεια, αποτελώντας την πιο ώριμη ταινία του. Από την αποστασιοποιημένη υποκριτική ως της τιμωρούσα μουσική, δημιουργεί ένα σπουδαίο σινεμά που διαμορφώνει νοητικούς συσχετισμούς διαμέσου λεπτών συμβολισμών απευθυνόμενο στο κοινό. Η διέξοδος δεν υπάρχει στην διάταξη. Μα πρέπει να βρεθεί.
Αυτό που αφοπλίζει κάθε επίδοξη κριτική είναι, επίσης, πως η πρωτοτυπία της γραφής στηρίζεται στην ιδιότητα της ταινίας να μη πέφτει σε ομφαλοσκόπηση, ναρκισσισμό, περιαυτολογία ή αναίτια πρόκληση και χοντροκομμένο δασκαλέμα. Τα ερωτήματα και οι προβληματικές εισάγονται στο φιλμ με ακρίβεια σε ένα προετοιμασμένο στην εξέλιξη του φιλμ κοινό.
Ευγνωμονώ τη σεμνότητα του δημιουργού που δεν κομπάζει, μα χτυπάει το σίδερο εκεί που πρέπει. Ολοκληρώνει τον κύκλο του έργου παράγοντας μια δυναμική νοσηρότητας και ομορφιάς σαν τους “μαύρους πίνακες” του Goya. Σινεμά που από την μία μας καλλιεργεί αισθητικά και από την άλλη μας αλφαβήτιζει κοινωνικά, ηθικά, πολιτικά με αυστηρότητα, εν ολίγοις, μας εξανθρωπίζει και πολύ καλά κάνει.