Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης(ΕΜΣΤ): Ούτε για αρτίστες, ούτε για εμπόρους
Δόκιμος διάλογος για μια πραγματικά νέα νοοτροπία

«Όταν ακούω για κουλτούρα, βγάζω το μπλοκ επιταγών μου»[1]
Αν και μοιάζει πως αρπάζουμε τον λόγο δίχως να μας ζητηθεί και να λέμε επιπλέον και γνώμη, δικαιολογούμαστε λέγοντας πως μπορούμε αρχικά να απολογηθούμε: κάθε φορά που κατεβαίνουμε στο σταθμό του μετρό στην λεωφόρο Συγγρού, το κτήριο που στέκεται εκεί μας πιάνει κουβεντούλα. Κι αυτή την κουβεντούλα μας ορμήνευσε να την επικοινωνήσουμε γιατί βαρέθηκε να το βαφτίσανε πομπωδώς και απλώς να το αερίζουν και να το ξαναθέτουν σε κλεισούρα κάθε τρεις και λίγο.
Αυτά τα φαινομενικά λίγα είναι μέσα στις άκρες αυτά που συζητούσαμε και τα στοιχειοθετούμε εδώ με όρους ουσιαστικής πολεμικής γιατί αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να θέσουμε στην ημερήσια διάταξη και την κοινή αντίληψη μια νέα νοοτροπία παρά να συνδράμουμε σαν άλλοι τεχνοκράτες σε μεσοβέζικες λύσεις. Άλλωστε δεν είμαστε συνηθισμένοι σε λέξεις όπως «διαχείριση», «διαφάνεια», «διεκπεραίωση», «επιτροπές» κ.α. ούτε παιδευμένοι στις εκλεπτυσμένες εκφράσεις που διεγείρουν εθνικό αίσθημα μέσα από τις διαφημιστικής καμπάνιας αφηγήσεις των υπουργείων. «ΕΜΣΤ ΑΝΟΙΧΤΟ» διαφημίζει το υπουργείο πολιτισμού και τα φερέφωνα του εδώ και μέρες για τη 28 Φλεβάρη 2020, ωστόσο εμείς θέλουμε να μιλήσουμε για ένα μουσείο ανοιχτό στον λαό, στους καλλιτέχνες και την τέχνη. Και όχι για ένα άνοιγμα που προαναγγέλλει την παρακμή αν όχι το κλείσιμο ή την πώληση του.
Για να δικαιολογήσει το όνομα του το ΕΜΣΤ, λοιπόν, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, οφείλει να κάνει πολλά. Κι αυτά τα πολλά που λέμε πως οφείλει είναι όχι γιατί ζούμε με την αυταπάτη πως μπορεί και να πραγματοποιηθούν στο σημερινό κοινωνικοπολιτικό σύστημα, -άλλωστε όλα έχουν δρομολογηθεί πλήρως και ανεπιστρεπτί σε εναντίωση με ό,τι λέμε ή θα λέμε εμείς και ο κόσμος όλος-, αλλά γιατί κατόπιν εορτής, θέλουμε να τεκμηριώσουν ξεμπροστιάζοντας την τεράστια προβληματική που όλοι κρύβουν ή όλοι έχουν συνηθίσει μέσα σε αυτό: την ήδη «αλλοιωμένη» συνθήκη με την οποία βλέπουμε τα μουσεία ως κλινικά και ανέγγιχτα, ως άψυχα και απροσπέλαστα και κυρίως ως χώρους που οι λίγοι δείχνουν και οι πολλοί κοιτάζουν με δέος και θαυμασμό, παθητικά εξορισμού δηλαδή, το αστραφτερό μαρμάρινο περίβλημα τους και με άγνοια, αν όχι καθόλου, το περιεχόμενο τους.
Και έτσι για να μην μακρηγορούμε μπαίνουμε στο προκείμενο τσεκάροντας την λίστα μας: Οφείλει, λοιπόν, να αποκτάει μονίμως όλα τα έργα που σ ύ γ χ ρ ο ν α παράγονται σε αυτόν τον τόπο μακριά από τα περιοριστικά σύνορα της παραδοσιακά αποκαλούμενης «καλής» τέχνης. Να αναγκάζεται να λογοδοτεί στο κοινό, στον δημόσιο διάλογο για τις επιλογές του κατά πόσο ερευνά σε πυρετώδεις κλίμακες το τί νέο παράγεται, ανεξαρτήτως κάθε μ έ σ ο υ, παραδοσιακού ή μη.
Οφείλει να βγάλει κόσμο στους δρόμους, ανθρώπους όχι «άριστους», ανθρώπους που αρνούνται αναχρονιστικές αντιλήψεις περί «υψηλής» τέχνης των μουσείων, δηλαδή με «άσπρες τρίχες στην ψυχή τους» [2], αλλά ανθρώπους που χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και πωρώσεις θέλουν να καίγονται, θέλουν να νιώθουν την ιστορική πίεση στον σβέρκο τους να γνωρίζουν τις σύγχρονες τάσεις και κυρίως να είναι ανοιχτοί άμεσα να κατανοούν τις τάσεις που ούτε καν φαντάζονται.
Το ΕΜΣΤ οφείλει ως εθνικό μουσείο και ως θεσμός σύγχρονης τέχνης, να αγκαλιάζει τη νέα παραγωγή, τη νέα δημιουργία μακριά από αντιλήψεις του «τί θεωρείται άξιο», «τί θεωρείται σημαντικό», «τί πουλάει», «τι κρεμιέται στο τοίχο» και «τί διαπιστευτήρια έχει», να σπάσει τα μούτρα του πολλές φορές με τις επιλογές του, κι ας μοιάζει σαφώς πιο επώδυνη τακτική από την σημερινή «αρπαχτή», ενώ πρέπει να νιώθει άβολα αν δεν νιώθει υπόχρεο προς τον ελληνικό λαό να ανοίξει τις πόρτες του σε ό λ α τα παιδιά του, σε ό λ ο υ ς τους καλλιτέχνες που δρούνε και εκφράζονται την ώρα ακριβώς που μιλάμε: δίχως να χτυπάνε πόρτες, αντιθέτως αυτές να είναι μονίμως ανοιχτές με «βγαλμένες τις κλειδαριές από πάνω τους και αυτές από τους μεντεσέδες» [3] δίχως δυσκίνητες ακαδημαϊκές και άλλες εμπορικές αξιολογήσεις, να τους π λ η ρ ώ ν ε ι ουσιαστικά για την προσφορά τους –εργασία λέγεται και εργασία είναι- στον σύγχρονο ελληνικό και παγκόσμιο πολιτισμό.
Το ΕΜΣΤ οφείλει να αποκτήσει και να αποκτάει αέναα μόνιμη συλλογή Ελλήνων καλλιτεχνών και ερασιτεχνών, αγκαλιάζοντας επιπλέον όποιον ζει και εργάζεται στην χώρα ανεξαρτήτως ταυτότητας. Αυτός είναι ο στόχος του σύμφωνα με το όνομα του και σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών, των συγκυριών και του λαού μας. Οφείλει, ακριβώς σε μια ασύνορη γραμμή πλεύσης, να μας γνωρίζει, να μας επικοινωνεί ταυτόχρονα και τους παγκόσμιους. Οφείλει επιπλέον ως ε θ ν ι κ ό να «μοιράζει» τα έργα του στην επαρχία και να υποχρεώσει τα σχολεία να γίνει η μοντέρνα τέχνη και η τέχνη εν γένει θεσμός ως σχολικό μάθημα.
Οφείλει να έχει διακριτά τα τμήματα του –δυνητικά: εικαστικά, πλαστικές τέχνες, σκίτσο, graphic design, φωτογραφία, πειραματικός κινηματογράφος, video art, performance, χοροθέατρα, installations και ναι και ποίηση- και ταυτόχρονα να προσπαθεί να «επικοινωνούν» μεταξύ τους στο διακαλλιτεχνικό διάλογο μέσα από συλλογές, σοβαρές εκδόσεις και κυρίως μέσα από ά μ ε σ η π α ρ α γ ω γ ή τ έ χ ν η ς στους χώρους του από σχολές, πανεπιστήμια, ομάδες, συλλογικότητες, αυτόνομους καλλιτέχνες –μια κουτουλιά δηλαδή στους ιδιώτες εμπόρους τέχνης, γκαλερίστες και ΜΚΟ και τις μασέλες τους.
Να δημιουργήσει ένα άσυλο τέχνης, ένα ανοιχτό εγχείρημα καλλιτεχνικού διαλόγου, συγκρούσεων και δημιουργίας. Ο λαός να μπορεί να εισέλθει μέσα του δίχως να κοιτάζει το πορτοφόλι του ενώ οι κόλακες να έρχονται σε δύσκολη θέση καθώς θα είναι καταδικασμένοι σε μόνιμο εξιτήριο λόγω των πολλών ραντεβού τους «με φιλανθρωπικές οργανώσεις που εκπίπτουν από τον φόρο» [4].
Κάθε άλλη προσπάθεια, μέσω των πρόσκαιρων, προσωρινών (των δανεικών) από άλλα μουσεία και γκαλερί εκθέσεων ως μέρος δεύτερο αλλά αναγκαίο της δουλειάς του πρέπει να έχει ως πρόσημο το στοιχείο της έ μ π ν ε υ σ η ς, της καλλιέργειας και της απρόσκοπτης σχέσης με την ιστορία. Αλλά αν μείνει εκεί θα μετατραπεί σε ένα κουφάρι γεμάτο πεταμένα, αν και επιλεγμένα θα πούνε, «εμπορεύματα» καθώς και με αλλά σκονισμένα «τρόπαια» του παρελθόντος.
Οι προτάσεις αυτές δεν αποτελούν άλλοθι για να επιβεβαιώνεται η ματαιοδοξία του οποιουδήποτε αρτίστα αλλά αντιθέτως για να αποκρουστεί: γιατί μονάχα μέσα από την ίδια την έκφραση των φάσεων που περνάει η τέχνη, ακόμη και πριν ονομαστεί έτσι, ως καλλιτεχνικό πείραμα δηλαδή, μπορεί να υπάρξει συνέχεια και δημιουργία και τελικά πραγμάτωση του λαού σε καλλιτέχνη.
Η τέχνη δεν είναι προνόμιο κανενός, άλλωστε, όσο δεν κατανοούμε ότι είναι συνέπεια του προνομίου των λαών που την έχουν δ α ν ε ί σ ε ι στον καθένα.
Φυσικά εμπορευματικές λογικές, χορηγίες, εκμισθώσεις, «ιδρυματοποίησεις», οι προφανείς και θεσμοποιημένες «Νιαρχοποιήσεις», καλλιτεχνικά μπλοκαρίσματα και new age (αντι)εργασιακά [5] τερτίπια οφείλει όχι απλά να τα ξεχάσει αλλά να τα πετάξει από θέση αρχής αλλά και εξορισμού στον ουρητήρα του Duchamp [6]… Αν όχι, οι καλλιτέχνες γνωρίζουν, ούτως ή άλλως, πως να φτιάξουν τα αριστουργήματα τους [7].