Enzo Traverso

Οι ρίζες της ναζιστικής βίας (μια ευρωπαϊκή γενεαλογία)

| 31/07/2014

OLYMPUS DIGITAL CAMERAEnzo Traverso

Οι ρίζες της ναζιστικής βίας (μια ευρωπαϊκή γενεαλογία)

εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013 

Ήταν ο ναζισμός μια γερμανική εξαίρεση στον δυτικό ορθολογισμό, μια απόκλιση από το πνεύμα του μοντερνισμού ή αντίθετα η αναπόφευκτη κατάληξη της ανόδου των εθνικισμών, του φυλετισμού και του αντισημιτισμού που γνώρισε η Ευρώπη, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα;

Ο Έντσο Τραβέρσο επιχειρεί με το έργο του «Οι ρίζες της ναζιστικής βίας» να ανασυνθέσει στοιχεία που βρίσκονται διάσπαρτα στην ευρωπαϊκή ιστορία (κυρίως) του 19οu αιώνα για να απαντήσει αρνητικά σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα και να δώσει τελικά τη δική του οπτική σχετικά με τη διαδικασία που παρήγαγε την έξαρση της ναζιστικής βίας.

Η ανάλυσή του βασίζεται στην προσέγγιση της ιστορικής συνέχειας και υπό αυτό το πρίσμα βλέπει «τη φιλελεύθερη Ευρώπη ένα εργαστήρι των βιαιοτήτων του 20ου αιώνα και το Άουσβιτς αυθεντικό προϊόν του δυτικού πολιτισμού». Όμως η αλληλουχία των στοιχείων που έκαναν εφικτή τη ναζιστική θηριωδία των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των θαλάμων αερίων δεν εξετάζεται τελεολογικά, αλλά ως μία από τις παρεκκλίσεις που ήταν πιθανό να συμβούν.

Έτσι η γενεαλογία του ναζισμού προεκτείνεται πέραν των ιδεών του εθνικοσοσιαλισμού, ξεπερνά τα γερμανικά σύνορα αλλά και το ορόσημο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, προκειμένου «να δώσει προσοχή στη βαθιά αγκύρωση του ναζισμού, της βίας και των γενοκτονιών του, στην ιστορία της Δύσης, στην Ευρώπη του βιομηχανικού καπιταλισμού, της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού, της ανάπτυξης των σύγχρονων επιστημών και τεχνολογιών, στην Ευρώπη του ευγονισμού, του κοινωνικού δαρβινισμού, κοντολογίς στην Ευρώπη του ‘‘μακρού’’ 19ου αιώνα».

D2038-1

Αναζητώντας λοιπόν «ρίζες και όχι αίτια» του εθνικοοσοσιαλισμού, όπως ξεκαθαρίζει εξαρχής, ο Iταλός ιστορικός βλέπει τα κρεματόρια ως την «απόληξη μιας μακράς διαδικασίας απανθρωποποίησης και βιομηχανοποίησης του θανάτου», η οποία ανάγεται στην εφεύρεση της γκιλοτίνας. Με αυτό το «επαναστατικό», κατά τα άλλα, εργαλείο εγκαινιάζεται η είσοδος της εκβιομηχιανισμένης Ευρώπης στην παραγωγή του θανάτου. Η μηχανοποιημένη πλέον τελετή εκτέλεσης παύει να αποτελεί δημόσιο θέαμα. Στο εξής θα γίνει μια διαδικασία σιωπηλής, απρόσωπης και ιδιαιτέρως αποτελεσματικής θανάτωσης. Η ορατή βία του δήμιου θα απαλειφθεί σταδιακά από τη ναζιστική τεχνολογία θανάτου. Τα πιο φρικώδη ανθρώπινα εγκλήματα θα τελεστούν στη βάση της ορθολογικής διοίκησης του φορντισμού / τεϊλορισμού από μια, μη ορατή στους πολλούς, αλυσίδα παραγωγής πτωμάτων, μέσω έκλυσης θανατηφόρων αερίων. Ταυτόχρονα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας αιχμαλώτων πολέμου προϋπέθεταν ένα Πανοπτικόν, δηλαδή τη σύγχρονη φυλακή όπου ο έλεγχος του κρατούμενου είναι ολοκληρωτικός και το στρατιωτικοποιημένο σύστημα τιμωρητικού ελέγχου στηρίζεται στη διάχυτη, ανώφελη βία που έχει πλέον γίνει αυτοσκοπός του εγκλεισμού.

Ένα ακόμη στοιχείο του ευρωπαϊκού φαντασιακού που χρησιμοποιήθηκε ως νοητικό εργαλείο για την οικοδόμηση του εθνικοσοσιαλισμού ήταν «η ιδέα ότι ο πολιτισμός συνεπάγεται την κατάκτηση και την εξόντωση των ‘‘βλαβερών’’ ή ‘‘κατώτερων φυλών’’». Ο Τραβέρσο ανασυνθέτει το δεσμό που συνδέει τον εθνικοσοσιαλισμό με τον κλασικό ιμπεριαλισμό, αναλύοντας σε βάθος την κυρίαρχη ιδεολογία και την εξουσιαστική ρητορεία της εποχής του αποικισμού της Αφρικής από τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες. Η απολογητική της κατάκτησης μακρινών εδαφών και των συνακόλουθων πρακτικών εξόντωσης των ιθαγενών πληθυσμών ήταν συνυφασμένη με τη «θεάρεστη» ιεραποστολή και την «εκπολιτιστική» διαδικασία. Έτσι με τρομερή ευκολία οι Ευρωπαίοι δέχτηκαν την εξαφάνιση ολόκληρων φυλών, προκειμένου να προοδεύσει ο ανθρώπινος πολιτισμός (ο ταυτισμένος πλέον με την τεχνολογική πρόοδο και τη βιομηχανική επανάσταση). Ο ίδιος ο Αλφρεντ Γουάλας, θεμελιωτής μαζί με τον Δαρβίνο της θεωρίας της «φυσικής επιλογής», καταγράφεται στους πολυάριθμους εκπροσώπους της αγγλοσαξονικής επιστημονικής κοινότητας που θεωρούσαν «νοσηρή φιλανθρωπία» την υπεράσπιση αυτοχθόνων πληθυσμών έναντι της ανωτερότητας των Ευρωπαίων. Άλλωστε και  ο Δαρβίνος είχε φροντίσει από το 1838 να δικαιολογήσει την εξαφάνιση φυλών που αντιμάχονται για την επικράτησή τους, με τη λογική της βιολογικής ανωτερότητας, ενώ την επόμενη χρονιά επεσήμανε στο ημερολόγιό του «έναν μυστηριώδη παράγοντα: παντού όπου εγκαθίσταται ο Ευρωπαίος, ο θάνατος μοιάζει να καταδιώκει τον ιθαγενή». Θαυμαστές του κοινωνικού δαρβινισμού δεν υπήρξαν άλλωστε μόνο οι υποστηρικτές του χιτλερικού NSDAP, αλλά και πριν από αυτούς ο πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούσβελτ. Η γενοκτονία των Ινδιάνων της Αμερικής βασίστηκε πάνω στο ίδιο ακριβώς ιδεολογικό υπόστρωμα (της φυσικής επιλογής) και στην υπεράσπιση του ευγονισμού -όπως η γενοκτονία των Εβραίων και η μαζική εξόντωση Σλάβων και Τσιγγάνων από τα ναζιστικά στρατεύματα. Η θεμελιώδης για το ναζισμό έννοια του ζωτικού χώρου δεν επινοήθηκε από τους θιασώτες του, αφού σε αυτόν είχαν στηριχθεί οι στρατιωτικές επιδρομές της Δύσης στους «υπανάπτυκτους» πληθυσμούς: «Με άλλα λόγια οι Γερμανοί απλώς εφάρμοζαν στην Πολωνία, στην Ουκρανία και στις Βαλτικές χώρες και τη Ρωσία, τις ίδιες αρχές και τις ίδιες μεθόδους που είχαν υιοθετήσει η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο στην Αφρική και την Ασία».

MA_ExpositionIndochine1856-1956

Ένα άλλο εύρημα από την ιχνηλασία στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία είναι η ανθρωπολογική ρήξη της «κοινοτοπίας του θανάτου», η οποία μπορεί να φτάνει στα όριά της με τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Πολωνία από τους Ναζί, όμως θεμελιώνεται στο μαζικό και αόρατο θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Έκτοτε ο θάνατος στο πεδίο της μάχης χάνει για πάντα τον παλιό επικό του χαρακτήρα, στο εξής «δεν θα ερχόταν από έναν εχθρό με σάρκα και οστά αλλά από μια εχθρική μηχανή, ξένη, ψυχρή και απρόσωπη».

Σε ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου παρουσιάζεται η σύνθεση δύο ακόμη στοιχείων της ευρωπαϊκής ιστορίας που επέτρεψαν στους ναζιστές να συγκροτήσουν τη δική τους εκδοχή για τον αντισημιτισμό. Ήταν από τη μια πλευρά ο «ιουδαιομπολσεβικισμός» και από την άλλη ο ταξικός ρατσισμός. Με τον πρώτο, οι Εβραίοι ταυτίστηκαν με μια αφαιρετική περιγραφή που είχε μετατρέψει «τον Εβραίο» σε υποκινητή των επαναστατικών διαδικασιών των αρχών του 20ου αιώνα (βλέπε, Σπαρτακιστές στη Γερμανία και Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία). Την ίδια περίοδο θεμελιώνεται στην Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία, όπου είχε προηγηθεί η εμπειρία της Κομμούνας, «η θεώρηση της πολιτικής εξέγερσης, ως εκδήλωσης μιας ασθένειας του κοινωνικού σώματος και ο στιγματισμός του επαναστάτη ως φορέα μεταδοτικού ιού». Έτσι η κρατική καταστολή του ταξικού εχθρού παρουσιάζεται σαν μέτρο δημόσιας υγιεινής (μας θυμίζει μήπως κάποιες επιχειρήσεις της ΕΛ.ΑΣ εναντίον οροθετικών γυναικών, τοξικοεξαρτημένων και μεταναστών στην Αθήνα;). Στην Ιταλία ο Τσέζαρε Λαμπρόζο προσφέρει κι αυτός τις επιστημονικές του υπηρεσίες στην πάταξη της κοινωνικής εγκληματικότητας. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση το ευρωπαϊκό κράτος μετατρέπεται σε βιοεξουσία και οι εργαζόμενες τάξεις σε κατώτερη φυλή. Ο εχθρός των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών δεν είναι εκτός συνόρων αλλά κυρίως εσωτερικός και ο εγκληματίας θεωρείται πλέον «ένας άγριος σε πολιτισμένη χώρα». Είναι την ίδια εποχή που η φυλετική ανθρωπολογία και ο ευγονισμός αναγορεύονται σε επιστημονικούς κλάδους στον αγγλοσαξονικό κόσμο και στις σκανδιναβικές χώρες, ενώ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού υιοθετείται από αμερικανικές πολιτείες η πολιτική της υποχρεωτικής στείρωσης των διανοητικά ασθενών. Από αυτές λοιπόν τις βάσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο ναζισμός θα σχηματίσει τη δική του επιστημονική γλώσσα, προκειμένου να δικαιολογήσει την εξόντωση των Εβραίων με όρους «πρόληψης», «καθαρισμού» και «φυλετικής υγιεινής».

Ο Έντσο Τραβέρσο συμπεραίνει βάσιμα ότι η Γερμανία του Χίτλερ δεν είχε οδηγηθεί σε κάποιο «ιδιαίτερο δρόμο». Όπως ο ίδιος λέει σχηματικά, Μένγκελε δεν υπήρξε στον υπόλοιπο κόσμο, όμως οι πρακτικές του ήταν απλώς η πιο ακραία εκδοχή μιας ιδεολογίας βαθιά ριζωμένης στη δυτική κουλτούρα. Η ναζιστική Γερμανία υπήρξε «η σύνθεση συνόλου στοιχείων, όπως ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός, ο ιμπεριαλισμός, ο αντιμπολσεβικισμός, ο αντιδιαφωτισμός και ο αντιουμανισμός που υπήρχαν παντού στην Ευρώπη αλλά δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν στην ίδια οξύτητα ή είχαν παραμείνει ασύνδετα».

Το σκεπτικό του Ιταλού συγγραφέα καθόλου δεν αθωώνει τους πρωταίτιους της «Τελικής Λύσης» και τους εμπνευστές των κρεματορίων από τις ευθύνες τους. Ταυτόχρονα δεν έχει τίποτε το καθησυχαστικό:  επιβαρύνει με λίγες παραπάνω ευθύνες όσους, τότε ή σήμερα αισθάνονται αμέτοχοι του εγκλήματος εκείνου, που τότε είχε το ειδεχθές πρόσωπο της ναζιστικής βίας και τώρα επανακάμπτει με το προσωπείο της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού. Η «εκτροπή στο απόλυτο κακό» μπορεί να μην διέπεται από όρους ιστορικού ντετερμινισμού όμως, όπως σημειώνει συμπερασματικά ο Τραβέρσο «τόσο η ατομική βόμβα όσο και τα ναζιστικά στρατόπεδα […] εκφράζουν μία από τις δυνατότητες, μία από τις όψεις και τις πιθανές παρεκκλίσεις» αυτού που ονομάζουμε διαδικασία του πολιτισμού.