Fight like a girl!
Με αφορμή ένα περιστατικό...
Τις προάλλες μου συνέβη ένα σχετικά πρωτόγνωρο, για μένα, περιστατικό. Σε μια συντριπτικά ανδροκρατούμενη συνέλευση, μια διαδικασία στην οποία συμμετέχουν άνθρωποι από πολιτικούς χώρους και δυνάμεις από την πολύ ευρύτερη αριστερά και τον αναρχικό χώρο, και ενώ επικρατούσε έντονο κλίμα στη συζήτηση, μου αμφισβητήθηκε το ισότιμο δικαίωμα να τοποθετηθώ – ή μάλλον, δικαιολογήθηκε το γεγονός ότι δεν κατάφερνα να πάρω το λόγο από το ότι έτσι κι αλλιώς το θέμα ήταν εξόχως «αντρικό». Και καθένας/καθεμία (το θηλυκό γένος είναι δική μου προσθήκη όπως καταλαβαίνετε) πρέπει να μιλάει εκεί που ξέρει και μπορεί. Δεν μπορούν να μιλούν όλοι για όλα.
Η αλήθεια είναι ότι σοκαρίστηκα. Το ίδιο το περιστατικό (το οποίο έχει διάφορα διαμαντάκια), δεν έχει τόση σημασία, ή, και αν έχει (πάντα έχει), δε θέλω τόσο να μείνω στις λεπτομέρειες της εξέλιξής του. Σοκαρίστηκα όμως, επειδή νομίζω ότι δε μου έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο και μάλιστα σε κατεξοχήν πολιτική διαδικασία. Φυσικά, σεξιστική συμπεριφορά έχουμε βιώσει όλες οι γυναίκες, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, σε πάρα πολλές καταστάσεις – γλώσσα, πειράγματα, επιθέσεις, σεξουαλική συμπεριφορά, διακρίσεις, στην ακραία εκδοχή φαινόμενα κακοποίησης και βίας. Και στην αριστερά όμως, διακρίσεις βάση φύλου στη συμμετοχή σε διαδικασίες, τοποθετήσεις, όργανα, στη βαρύτητα της άποψης, καθώς και συγκεκριμένοι καταμερισμοί εργασίας και ρόλων είναι γνωστά και, δυστυχώς, κοινός τόπος. Η δε έμμεση υποτίμηση είναι φαινόμενο στο οποίο άλλες έχουμε συνηθίσει (οι πιο μαχητικές έχουν μάθει να μη δίνουν σημασία), ενώ σε πολλές επενεργεί φιμώνοντας τις, οδηγώντας τις σε αναδίπλωση και αποδοχή ενός συγκεκριμένου ρόλου. Τώρα όμως, ήταν κάπως διαφορετικό, καθώς συνέβαινε δημόσια σε μια κατεξοχήν πολιτική διαδικασία, και δεν είχε τον παραπάνω υπόγειο χαρακτήρα, αλλά αναπαρήγαγε ανοιχτά μια διάκριση, και λεγόταν ως τέτοια.
Μου έκανε δε, εκ των υστέρων αναστοχαζόμενη, εντύπωση το εξής: Όπως ανέφερα, η συνέλευση ήταν ανδροκρατούμενη: μόνο εγώ και άλλη μία γυναίκα παρευρισκόμασταν. Οι περισσότεροι που ήταν εκεί αντέδρασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πιθανώς, κάποιες αντιδράσεις να ήταν ήπιες ή καθυστερημένες, πάντως έγινε σαφές ότι τέτοιες λογικές δε χωρούν στη συνέλευση. Γενικά, και το λέω καθαρά, ένιωσα στήριξη. Ωστόσο, συζητώντας το με κάποιους από τους παρευρισκόμενους άντρες φίλους, οι οποίοι είναι κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα αντισεξιστές και πολύ ευαίσθητοι σε τέτοια ζητήματα, υπήρχε μια αρχική σχετική δυσκολία να κατανοηθεί η ένταση και ο χαρακτήρας του περιστατικού ως σεξιστικό, και μια τάση υποβάθμισης όχι της διάκρισης, αλλά του γεγονότος ότι εδραζόταν στο φύλο. Η μόνη γυναίκα, αντιθέτως, που ήταν παρούσα εξαρχής και ξεκάθαρα το ονομάτισε ως σεξιστική συμπεριφορά (κάτι που μου προκάλεσε ιδιαίτερη ανακούφιση).
Χωρίς η κατάσταση να οξυνθεί ιδιαίτερα στη συνέχεια (τουναντίον μάλιστα), παρέμεινα αναστατωμένη ως αργά το βράδυ, ή νωρίς τα ξημερώματα, οπότε κατάφερα να κοιμηθώ. Στον ύπνο μου, λοιπόν, είδα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένα όνειρο που με σόκαρε ακόμα περισσότερο. Είχα λέει μια ερωτική σχέση με έναν άνθρωπο που θυμάμαι ακόμα το πρόσωπό του και δεν τον γνωρίζω, ο οποίος με χτυπούσε. Και έβλεπα/ένιωθα τα σκηνικά βίας απέναντί μου, τα οποία εξελίσσονταν δημόσια, στο δρόμο, με τόση ζωντάνια, που όταν ξύπνησα, ένιωθα σχεδόν πόνο στο σώμα μου, και ακόμα και τώρα τα θυμάμαι σχεδόν εξίσου καθαρά. Την επόμενη ώρα αφού ξύπνησα δεν μπορούσα να συνέλθω, σχεδόν δεν καταλάβαινα τη διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, και όλη η μέρα κύλησε σε μεγάλο βαθμό έτσι. Και ένα από τα συναισθήματα που ένιωθα όλη μέρα ήταν ένας ιδιότυπος φόβος, ακόμα και στην κίνησή μου στο δρόμο. Είναι φοβερό το πώς λειτουργεί το υποσυνείδητο. Μόνο μετά το όνειρο, συνειδητοποίησα πόσο πολύ με είχε επηρεάσει το περιστατικό.
Γενικά, είμαι από τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη να μοιράζονται και να επικοινωνούν σημαντικά γεγονότα ή συναισθήματα, για να τα επεξεργάζονται, να τα βιώνουν στην ολότητά τους ή να τα απαλύνουν. Έτσι, λίγο αφότου ξύπνησα, ένιωσα μια τεράστια ανάγκη να μιλήσω με κάποια από τις -γυναίκες- φίλες μου, και όταν στην αρχή δεν μπορούσα να τις βρω, αδυνατούσα να ηρεμήσω. Πολύ γρήγορα τα κατάφερα, κάτι που λειτούργησε φοβερά καθησυχαστικά, όχι όμως, μόνο επειδή το μοιράστηκα, αλλά και επειδή αναγνώρισαν όλες, ιδιαίτερα έντονα, τη σημασία του περιστατικού, και εξοργίστηκαν. Αυτό που ένιωσα ήταν ότι δεν είμαι τρελή – ότι δεν υπερβάλλω, ότι το συναίσθημά μου δεν είναι παράλογο. Ας κάνουμε μια παύση: τρελή, υπερβολική, υστερική. Πόσες φορές έχουν ακουστεί αυτά όταν συζητάμε για θέματα φύλου; Πόσο πολύ τα ενσωματώνουμε όλες μας; Αυτά ακριβώς ένιωσα ότι δεν είμαι, μετά από την πλήρως αλληλέγγυα και εξοργισμένη αντίδραση των γυναικών φίλων μου. Γιατί όμως, να γράψω γι’ αυτό; Στο κάτω-κάτω ούτε κάτι φοβερό συνέβη, ούτε καμία διάθεση αυτοθυματοποίησης έχω (φυσικά, αυτή η αγωνία μη θυματοποίησης είναι επίσης φαλλοκρατικό κατάλοιπο), ούτε πολύ περισσότερο η πρώτη ή η τελευταία είμαι – και όλα αυτά, όσο να πεις, είναι και προσωπική έκθεση.
Καταρχήν, αποφάσισα να γράψω για προσωπικούς λόγους: επειδή, όπως προείπα, η γραφή, η επικοινωνία του γεγονότος και του συναισθήματος, είναι απελευθερωτική, με αποσυμφορεί από το βάρος που νιώθω από τη στιγμή που έγινε. Με αφορμή, όμως, αυτό σκεφτόμουν ότι για πρώτη φορά κατάλαβα, όχι απλά θεωρητικά, τη σημασία τού να υπάρχουν κοινοί χώροι γυναικών, ανταλλαγής εμπειριών, συζήτησης. Αυτό αποτελούσε ένα θέμα που, αν και το υπερασπιζόμουν θεωρητικά, δεν ήμουν και εντελώς αρνητική στην επιχειρηματολογία ότι οι άντρες θα πρέπει να εμπλέκονται σε τέτοιες διαδικασίες, ώστε να αποτελούν και πιο ενεργό κομμάτι της αντισεξιστικής πάλης και να μην αναπαράγονται διακρίσεις. Όσο κι αν αυτό είναι σωστό (και είναι), παράλληλα, και όχι σε αντιπαράθεση, χώροι διαλόγου γυναικών μου φαίνονται απαραίτητοι. Σκέφτομαι πόση σημασία είχε για μένα να βρω μια γυναίκα φίλη, σκέφτηκα τη δυσκολία μου, όταν συνειδητοποίησα ότι οι άντρες φίλοι μου δεν καταλάβαιναν ακριβώς (αν και είχαν κάθε καλή διάθεση). Σκεφτείτε πόσο σημαντικό είναι σε περιστατικά πολύ πιο υλικά και βίαια. Και άρα, εκτός των άλλων το γράφω, επειδή οι γυναίκες πρέπει να νιώσουν ότι μπορούν να μιλήσουν για ό,τι τους συμβαίνει, και ότι όσο δημοσιεύονται μαρτυρίες, για το πιο μικρό και για το πιο μεγάλο θέμα, γίνεται ένα βηματάκι παραπάνω σε αυτή την κατεύθυνση.
Σήμερα πολύ περισσότερο που, πέρα από την όξυνση των αντιθέσεων και της εκμετάλλευσης των γυναικών εν μέσω κρίσης (ανεργία, ελαστική απασχόληση, επιδείνωση όρων διαβίωσης, όξυνση ταξικής πόλωσης, καταστρατήγηση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων που αφορούν κατά κόρον τις γυναίκες), την κατάρρευση ή/και ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής προστασίας και υπηρεσιών (που μετακυλίει την ευθύνη στην οικογένεια, δηλαδή ειδικά στις γυναίκες), την αναίρεση στοιχειωδών μέτρων για την ισότητα των φύλων, συντελείται επιπλέον και μια επιστροφή σε πιο συντηρητικές αξίες και καταμερισμούς ρόλων, με την αναπαραγωγή σεξιστικών πρακτικών και λόγου, την όξυνση της ενδοοικογενειακής και σεξιστικής βίας, της εμπορευματοποίησης της σεξουαλικότητας και του γυναικείου σώματος (με τεράστια αύξηση και των θυμάτων trafficking), κρατικών (βλέπε οροθετικές) και παρακρατικών (σε συνεπικουρία με τη Χρυσή Αυγή) αντιδραστικών πολιτικών. Και επιπλέον, τα ίδια τα φαινόμενα φυσικής ή/και σεξουαλικής βίας και κακοποίησης, αυξάνουν δραματικά, στα πλαίσια και της έντασης του κοινωνικού κανιβαλισμού και των ψυχολογικών προβλημάτων. Μια στις τρεις γυναίκες στην Ελλάδα έχει πέσει θύμα ξυλοδαρμού. Μια στις τρεις! Σύμφωνα με έρευνα, μόνο για το 2013 αυξήθηκε η βία κατά των γυναικών κατά 47%, ενώ οι βασικές μορφές βίας που εκδηλώνονται είναι: λεκτική (72%), οικονομικός εκβιασμός (59%), σεξουαλική ταπείνωση (55%), ξυλοδαρμοί (23%), βιασμοί (18%), πρόκληση τραυμάτων (8%).
Επιστρέφοντας στο περιστατικό, το γεγονός ότι οι άντρες φίλοι και σύντροφοι δυσκολεύτηκαν περισσότερο να κατανοήσουν το βάθος και τη σημασία αυτής της εμπειρίας, με οδήγησε να συνειδητοποιήσω πόσο πραγματικό είναι αυτό που λέμε, ότι η πολιτική είναι κατεξοχήν πράξη και ότι η ίδια η εμπειρία πολιτικοποιεί, ριζοσπαστικοποιεί και επενεργεί καταλυτικά στη συνείδηση. Έχω διαφωνήσει πολλές φορές με άντρες φίλους γιατί, προβάλλοντας τη δική τους εμπειρία, δεν άκουγαν, περνούσαν από χίλια φίλτρα αυτό που έλεγα, λες και κάνουμε ισότιμη φιλολογική συζήτηση (που δεν κάνουμε όμως), ή (και αυτό μου έκανε πάντα ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση) ακόμα κι αν πραγματικά ήθελαν να ακούσουν ή να καταλάβουν, δεν μπορούσαν. Δεν μπορούσαν πολλές φορές να καταλάβουν στοιχειώδεις όψεις σεξισμού, που για μια γυναίκα, ακόμα κι αν δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με το θέμα, θα ήταν αυτονόητες. Η αδυναμία κατανόησης δεν είναι όμως θέμα πρόθεσης ή διάθεσης: είναι θέμα έλλειψης πραγματικής εμπειρίας. Αυτό σημαίνει δυο πράγματα. Πρώτον, μας οδηγεί να σκεφτούμε πραγματικά τί σημαίνει σεβασμός, αλληλοκατανόηση. Τί σημαίνει να ακούμε τον/ην άλλο/η, να μην ξεπερνάμε εύκολα ζητήματα που απλά δεν αποτελούν δική μας εμπειρία (επειδή δεν έτυχε ή δεν μπορούν αντικειμενικά λόγω θέσης/κατάστασης). Να αφήνουμε λίγο πιο πίσω την άποψή μας, τις απολυτότητες μας, τις βεβαιότητες μας, ή τελοσπάντων να μη διαμεσολαβούμε το καθετί από αυτά μέσα από τη δική μας ατομική εμπειρία, η οποία εξάλλου είναι μερική – δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Και δεύτερον (κάπου εδώ θα έλεγα, «προσοχή, προσοχή, ακολουθεί πολιτικοποίηση», αλλά έλα που όλα πολιτικά είναι σε αυτή τη ζωή), πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη ενός πολιτικού υποκειμένου, πολιτικού φορέα/κόμματος. Ρόλος του οποίου είναι ακριβώς να συλλογικοποιεί τη μερική εμπειρία, να αίρει και να υπερβαίνει την ατομικότητα, χωρίς όμως να προσπαθεί απλά να της επιβάλλεται, αλλά τροφοδοτούμενο από αυτήν. Αυτό ακριβώς σημαίνει τα κινήματα και οι αγώνες να συγκροτούνται με βάση την ενότητα στη διαφορά: η διαφορά ούτε αποκρύπτεται ούτε αποθεώνεται, αλλά αποτελεί πολύτιμη πλευρά του όλου. Ή, αν θέλετε, ο αντικαπιταλιστικός αγώνας δεν αποτελεί μια γενική και αφηρημένη ιδεολογική επίκληση ούτε, όμως, εγκλωβίζεται στο (όποιο) μερικό: ξεκινάει από το κάθε μερικό ως εάν αυτό να εμπεριέχει το όλον, συναρθρώνει σε ανώτερο επίπεδο το μερικό με το όλον κι έτσι κατορθώνει να υπερβαίνει τις μερικές προσλαμβάνουσες, όχι υποτιμώντας τις, αλλά ως ζωντανό κομμάτι ενός ενιαίου οργανισμού. Και κάτι τέτοιο, μόνο ένας πολιτικός φορέας μπορεί να το κάνει, με θεμέλια και τροφοδότηση από όλους τους μερικούς αγώνες, όλες τις κοινωνικές αντιστάσεις που αναπτύσσονται και οι οποίες, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούν όλα τα υποκείμενα ως τέτοιο εξαρχής, δεν μπορούν τελικά να ικανοποιηθούν πλήρως, παρά όταν καταργηθεί εντελώς η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Κλείνοντας λοιπόν, έγραφε η Φρίντα Κάλο: «Νόμιζα ότι ήμουν το πιο παράξενο άτομο στον κόσμο. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι στη γη. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος σαν εμένα. Που να αισθάνεται περίεργος και ελαττωματικός όπως εγώ. Την έπλαθα με τη φαντασία μου αυτή τη γυναίκα και φανταζόμουν ότι θα πρέπει να είναι εκεί έξω και να σκέφτεται κι αυτή εμένα. Λοιπόν, εύχομαι ότι αν είσαι εκεί έξω και το διαβάζεις αυτό να ξέρεις ότι ναι, είναι αλήθεια. Είμαι εδώ και είμαι το ίδιο παράξενη όσο εσύ». Πόσο ιδιαίτερο συναίσθημα ε; Μοναξιά και αλληλεγγύη, φόβος κι ελπίδα. Μου άρεσε πάντα αυτό το απόσπασμα, γιατί είναι τόσο ανθρώπινο – αυτές οι παράξενες κοπέλες δεν είναι ατρόμητες, δεν είναι ηρωίδες, δεν είναι καλύτερες από τις άλλες. Υπάρχουν όμως, επιμένουν. Ας σταματήσουμε να προσπερνάμε ως δεδομένα συναισθήματα και καταστάσεις, ανθρώπους και συμπεριφορές που δεν είναι. Ας αποτελέσουν όλα αυτά ευκαιρία ή αφορμή, ώστε να προσπαθήσουμε να προβληματιστούμε, έστω για λίγο, πάνω σε όλες εκείνες τις μικρές συμπεριφορές που αναπαράγουν το σεξισμό στην καθημερινή μας ζωή, προσωπική, κοινωνική και πολιτική.
Έχουμε δρόμο ακόμα, είμαστε όμως, στο δρόμο και περπατάμε, αυτό είναι το σημαντικό.
ΥΓ. 1: Δημόσιες ευχαριστίες στο φίλο και σύντροφο που με ξύπνησε από το όνειρο με τηλέφωνο νωρίς το πρωί, και μου ζητούσε συγγνώμη που κάλεσε τόσο νωρίς και εγώ προσπαθούσα να του εξηγήσω πόσο πολύ σωτήρια ήταν η παρέμβασή του.
ΥΓ. 2: Το γεγονός ότι ένα τέτοιο, όχι ιδιαίτερα οξυμένο γεγονός, με σόκαρε τόσο, έχει και τη θετική του όψη. Σκεφτόμουν μετά, ότι όσο κι αν, σωστά, λέμε ότι η δική μας Αριστερά έχει πολλά βήματα να κάνει ακόμα ενάντια στο σεξισμό σε διάφορες όψεις της συγκρότησής της, ισχύει επίσης, ότι το γεγονός ότι τέτοιες συμπεριφορές είναι αδιανόητες (ενώ στο παρελθόν, ή σε άλλους χώρους, δεν είναι), είναι σημαντική κατάκτηση. Σκεφτόμουν επίσης, ότι σε ένα βαθμό, μάλλον ζω και λίγο σε γυάλα – είμαι από εκείνες τις τυχερές γυναίκες που οξυμένα φαινόμενα σεξισμού και βίας δεν αποτελούν καθημερινή παράσταση στο ευρύτερο οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
ΥΓ. 3: Εκείνο το πρωί, μετά το όνειρο, άκουσα στο ραδιόφωνο του τρόλεϊ στο οποίο μπήκα, μια είδηση: «Σύριος αποφάσισε να αυτοπυρποληθεί στο Κερατσίνι. Άγνωστα παραμένουν τα κίνητρά του». Άγνωστα παραμένουν τα κίνητρά του. Πώς να καταλάβουμε εμείς την επιλογή να δώσει τέλος στη ζωή του ένας άνθρωπος με την πορεία ζωής, τις παραστάσεις, τη βία, την εμπειρία ενός Σύριου πρόσφυγα; Για εμάς, άγνωστα θα παραμένουν τα κίνητρά του, ουσιωδώς άγνωστα, ένα ακόμα περιστατικό στην καθημερινότητα των ζωών μας. Να άλλη μια μερικότητα, άλλη μια εμπειρία έξω και πολύ μακριά από τις δικές μας. Δεν μπορούμε ούτε να την αφήσουμε να περάσει έτσι ούτε να δείξουμε απλά και μόνο αλληλεγγύη – εξωτερική αλληλεγγύη (όσο κι αν αυτή, φυσικά, είναι απαραίτητη). Πρέπει να γίνει, κι αυτή, κομμάτι του δικού μας αγώνα, του κοινού μας αγώνα. Λίγες ώρες μετά πέθαιναν δύο εργάτες από τα ΕΛΠΕ. Ο Μπάμπης Δευτεραίος και ο Ντελιλάι Ραμαντάν. Έφυγε και τρίτος, ο Αντώνης Αβράμπος, ο οποίος υπέκυψε κι αυτός στα τραύματά του από την πυρκαγιά-εργοδοτικό έγκλημα. Φτάνει πια με αυτό το σύστημα που μας κατακερματίζει, μας διαλύει και μετά μας σκοτώνει. Απέναντι στο διαρκή τους θάνατο, να ορθώσουμε τη ζωή.