«Graffiti Palace» του A.G. Lombardo
Ίχνη πολύχρωμου μελανιού
Η πόλη, ο καμβάς, τα χρώματα, οι λέξεις, οι εικόνες, η γλώσσα της πόλης, ανεξίτηλα ίχνη πολύχρωμου μελανιού πάνω στο δέρμα που κατοικούμε. Γκράφιτι, τέχνη, ζωή, ζωή και τέχνη, πάνω απ’ όλα επιβίωση! Σκεφτείτε λίγο. Πού είναι το χρώμα στο αστικό τοπίο; Τα χρώματα που γενναιόδωρα περισσεύουν, το μπλε του ουρανού, το κίτρινο του ήλιου, το πράσινο που επιμένει, απλά απομακρύνονται από το γκρίζο και το μαύρο των πόλεων. Η άναρχη δόμηση, η εμμονή με το μέγεθος και η χυδαία επιβολή κυριαρχούν πάνω στη φαντασία, στην ελεύθερη σκέψη. Ο εγκλωβισμός του ανθρώπου σε κουτιά, -ομοειδή, ομοιόμορφα- και η «ασφάλεια» που του δίνει ο απομονωτισμός, οδηγεί στον εναγκαλισμό της ατομικότητας, της ιδιώτευσης και της αποδοχής της παθητικότητας. Το χρώμα στην πόλη πρέπει να φτιαχτεί, να βρεις το κατάλληλο ακροφύσιο και να στοχεύσεις εκεί που σε οδηγεί η αλήθεια που επιμένει. Να το κάνεις γρήγορα και να υπογράψεις, να χαθείς στη σκιά, μακριά από τους καπνούς και τη φωτιά. Μετά θα αναλάβει ο καταγραφέας, υπό τους ήχους της τζαζ και ο A.G Lombardo με το «Graffiti Palace» (Εκδ. Μεταίχμιο)
Αυτή είναι η ιστορία του Αμέρικο Μονκ, συγγραφέα-καταγραφέα των γκράφιτι της πόλης του Λος Αντζελες. Αύγουστος 1965. Ο τόπος βράζει και αυτός ο περίεργος ιστορικός προσπαθεί να επιστρέψει σπίτι του, στο λιμάνι. Ζει σε μια κοινότητα φτιαγμένη από κοντέινερ. Η γυναίκα του, η Κάρμαν, σαν άλλη Πηνελόπη τον περιμένει, όπως και τον ερχομό του παιδιού που κυοφορεί. Η επιστροφή όμως δεν είναι εύκολη, ποτέ δεν είναι. Εκείνο το καλοκαίρι, σε μια γειτονιά του νότιου Λος Άντζελες, στο Γουότς, ξεσπούν ταραχές. Η σπίθα που ανάβει η κακοποίηση μαύρου οδηγού και της μητέρας του από τους αστυνομικούς, γίνεται πυρκαγιά που καίει τα πάντα. Όπως «εκφωνεί» και η άπιαστη φωνή στο βιβλίο, «κάψε, μωρό μου, κάψε…». O A.G. Lombardo, γέννημα-θρέμμα του L.A, παίρνει τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και τη γη και στήνει το πιο εντυπωσιακό σκηνικό που έχετε δει σε μυθιστόρημα. Σε αυτά στηρίζεται η αναπαράσταση εκείνης της περιόδου και σε αυτά πατά ο ήρωας του για να γίνει ο «Οδυσσέας του σήμερα».
Η φωτιά που καίει το Γουότς, το νερό του λιμανιού, ο αέρας ο θαλασσινός και ο πνιγηρός, της πόλης, η γη που μετακινείται με τον Μονκ, είναι οι άξονες και οι οδοδείκτες της ιστορίας που δείχνει την έκρηξη και την διαρκή διαμόρφωση του Λος Άντζελες. Στον καμβά της πόλης κτίρια και άνθρωποι αλλάζουν, αργά και μεθοδικά. Τα γκράφιτι σώζουν την Ιστορία και τα σημάδια που αφήνει όσο προχωρά. Σκληρά, καίνε και δείχνουν την κατάφωρη αδικία εις βάρος των μαύρων από τους λευκούς, την εκμετάλλευση τους, τον αποκλεισμό τους από αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, από τη στέγη, την επέλαση των κερδοσκόπων και των λούμπεν στοιχείων. Στην απόπειρα βίαιης ανατροπής του καθεστώτος των λευκών, όλα επιτρέπονται και τίποτα δεν ελέγχεται. Η καταστολή θριαμβεύει, μαζί και η οδύσσεια. Ο Αμέρικο Μονκ μέσα από φλόγες, σφαίρες, παραισθητικές οδούς, σοκάκια, ουσίες, συγκρούσεις συμμοριών, προφητείες και θεωρίες Βουντού, Χούντου, φτάνει στο σπίτι του, στην Πηνελόπη του. Τσακισμένος, πληγωμένος, αλλά γεμάτος σοφία των δρόμων και με τον παλμό του δέρματος της πόλης.
Ο Lombardo στο πρώτο του βιβλίο μας καθηλώνει. Ο συνδυασμός λυρικού ύφους, κουλτούρας του δρόμου και ένας μοναχικός ήρωας, δίνει στο μυθιστόρημα λάμψη, δύναμη, καθαρότητα, ισορροπία. Η εικόνα του Γουότς του 1965 είναι εκεί και σε πείθει με τη σιγουριά του πρωταγωνιστή του, με το βλέμμα του. Η απλότητα στην περιγραφή των τόπων και των διαδρομών, η ασφάλεια και η ηρεμία με την οποία μας βάζει σε τζαζ ρυθμούς, μεταφυσικούς, θέλγουν. Ο Αμέρικο Μονκ έχει κάτι από τον «νεκρό» του Τζάρμους και το κάλλος στη γραφή του Lombardo εκθαμβωτικό, όπως εδώ: Μες στη νύχτα, το τενόρο σαξόφωνο του Κολτρέιν αντηχεί σαν μια ίλη από πένθιμους αγγέλους σε ρε μινόρε. Η Κάλλια Παπαδάκη έχει κάνει σπουδαία δουλειά στη μετάφραση, ενώ υπογράφει και το επίμετρο της έκδοσης.