«Gravesend» του William Boyle
Τα αόρατα τείχη της γειτονιάς
Ο άνθρωπος δεν φεύγει ποτέ από τη γειτονιά που μεγάλωσε. Ποτέ! Η γειτονιά είναι μέσα του, η γειτονιά είναι η ζωή του όλη. Για σκεφτείτε το. Οι δρόμοι που περπατάς κάθε μέρα, οι δρόμοι που παίζεις κάθε μέρα, οι δρόμοι που νομίζεις ότι κατακτάς, οι δρόμοι που νομίζεις ότι σου ανήκουν, οι δρόμοι που βρίσκεις τον εφηβικό έρωτα, οι δρόμοι στο ημίφως όταν επιστρέφεις βράδυ σπίτι σου. Οι δρόμοι που δημιουργούνται παντοτινές φιλίες και μνήμες μοναδικές. Ακόμη κι αν φύγεις από τη γειτονιά, ακόμη κι αν δεν επιστρέψεις ποτέ, ένα κομμάτι σου θα βρίσκεται εκεί. Η γειτονιά ποτέ δεν ακολουθεί την εξέλιξη, έχεις τους δικούς της ρυθμούς, τους δικούς της κώδικες, τον δικό της τρόπο να «ζει» μέσα στην πόλη. Η γειτονιά στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι το παρελθόν που αρνείται να χαθεί. Όσοι μένουν είναι καταδικασμένοι στην αιώνια επανάληψη και όσοι επιστρέφουν έτοιμοι να θυσιάσουν όσα άφησαν πίσω. Το «Gravesend» είναι η αποσύνθεση που δεν έχει τέλος.
Ο William Boyle στο πρώτο του μυθιστόρημα μας δίνει την εικόνα της εγκατάλειψης στις πραγματικές της διαστάσεις. Το «Gravesend» θα μπορούσε να είναι μια ξεχωριστή κοινωνιολογική μελέτη του αστικού τοπίου και της επίδρασης που έχει η παρακμή του στους κατοίκους του. Χωρίς τους αριθμούς και τα στατιστικά στοιχεία. Ο Boyle εξιστορεί το δράμα φαινομενικά διαφορετικών ατόμων. Κι αν η αφετηρία των ιστοριών τους διαφέρει, στη πορεία της αφήγησης η μία συμπληρώνει την άλλη και το τέλος είναι ίδιο για όλους. Ο Boyle κρυφοκοιτάζει τη ζωή των ηρώων του γνωρίζοντας ότι αυτή θα καταλήξει σε αδιέξοδο με τραγικό τρόπο. Η Αλεσάντρα θέλει να κάνει νέα αρχή, αφού δεν τα κατάφερε ως ηθοποιός αλλά δεν κάνει τίποτα. Ο Κόνγουεϊ θέλει να εκδικηθεί για τον θάνατο του αδελφού του. Θέλει να σκοτώσει τον Ρέι Μπόι, ο οποίος εκφόβιζε τον ομοφυλόφιλο αδελφό του και τον οδήγησε στον θάνατο. Ο Κόνγουεϊ όμως δεν δολοφονεί, αλλά λυτρώνει τον Ρέι Μπόι. Άρα, η εκδίκηση ακυρώνεται. Ο Γιουτζίν, ανιψιός του Ρέι Μπόι, θέλει να ξεφύγει από τη μιζέρια και να γίνει γκάγκστερ σαν τον θείο του. Καταλήγει νεκρός. Η Στεφάνι θέλει να ενηλικιωθεί και να γίνει αποδεκτή, αλλά η μοναξιά της δυναμώνει.
Ο Boyle υψώνει αόρατα τείχη σε αυτή τη φτωχική γειτονιά του Μπρούκλιν. Όσοι μένουν εκεί και όσοι επιστρέφουν παγιδεύονται σε έναν λαβύρινθο περασμένων παιδικών-εφηβικών αναμνήσεων που «σκάνε» πάνω σε αποτυχημένες ενήλικες ζωές. Η παραίτηση κυριαρχεί και η ματαιότητα αμετακίνητη. Μοναδική σταθερά σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Η φιλοδοξία ταυτίζεται με το εφήμερο και το θνησιγενές. Η ελπίδα εξαντλείται στο να μείνεις ζωντανός και να αποδράσεις από ένα μέρος που σε «καταπίνει» αργά, αργά. Το βιβλίο έχει στοιχεία νουάρ, όμως ο ωμός ρεαλισμός είναι που το διακρίνει. Το «Gravesend» είναι κομμάτι της σημερινής εποχής. Ο Boyle φροντίζει μέσα από την εναλλαγή των ιστοριών να δώσει τον σταθερό ρυθμό που απαιτεί η αφήγηση και να κρατήσει τη ζωντάνια της. Ο συγγραφέας ξέρει πού στοχεύει και ποιες πλευρές των χαρακτήρων του θα αναδείξει. Η μετάφραση ακολουθεί το πνεύμα και το ύφος του μύθου, ενώ αποδίδει όσο μπορεί την καθημερινή γλώσσα απλών και βασανισμένων ανθρώπων.