Green Book: Ένα jazz road trip στον αμερικάνικο Νότο και η απαρχή μιας ασυνήθιστης φιλίας
Kαλοζυγισμένες ερμηνείες και μια καλαίσθητη αλλά μέτρια δραματική κομεντί που κινείται με ασφάλεια μέσα στα ίδια της τα όρια.

Οι βασισμένες σε πραγματική ιστορία ταινίες πάντα κατάφερναν με αυτή την επίφαση ρεαλισμού που αποπνέουν να κερδίζουν το κοινό και να συγκινούν τους κριτικούς. Το «Green Book» δεν αποτελεί εξαίρεση, αφηγούμενο με μια διάχυτα αισιόδοξη διάθεση τις περιπέτειες μιας δίμηνης περιοδείας ενός μαύρου βιρτουόζου της jazz μαζί με τον Ιταλό σοφέρ του. Οι καρικατούρες και τα φυλετικά κλισέ δίνουν και παίρνουν σε μια ταινία που δεν αναμετριέται ποτέ με τον εν δυνάμει αντιρατσιστικό χαρακτήρα της.
Ο Tony Lip (Viggo Mortensen) είναι ένας Ιταλός μετανάστης που ζει με την οικογένειά του στην εργατική συνοικία του Bronx της Νέας Υόρκης. Καλόκαρδος αλλά αρκετά οξύθυμος και παρορμητικός χαρακτήρας, χάνει την δουλειά του σε ένα εστιατόριο εξαιτίας ενός καβγά και μένει άνεργος. Έτσι προσπαθεί να κερδίσει κάποια χρήματα πότε με κόλπα, πότε με ευκαιριακές δουλειές ως πορτιέρης και οδηγός, προσπαθώντας να αποφύγει παράλληλα τις δελεαστικές προτάσεις της τοπικής ιταλικής μαφίας. Τελικά καταλήγει να πηγαίνει σε συνέντευξη ως οδηγός κάποιου Dr. που συμπεραίνει ότι είναι γιατρός. Στο πολυτελές όμως διαμέρισμα πάνω από το Carnegie Hall διαμένει όχι ένας γιατρός αλλά ο πιανίστας Don “Doc” Shirley (Mahershala Ali) που σκοπεύει για λόγους προώθησης να κάνει περιοδεία στον αφιλόξενο αμερικάνικο Νότο. Απόμακρος, μορφωμένος και μοναχικός είναι ένας διόλου αντίθετος χαρακτήρας από τον άξεστο μελλοντικό του σοφέρ, ωστόσο θα τον επιλέξει για οδηγό του με συνοπτικές διαδικασίες. Από εκεί και έπειτα ξεκινά ένα ταξίδι γνωριμίας των δυο ανδρών που δομείται άκομψα και προβλέψιμα γύρω από τις διαφορετικές καταπιέσεις και κοινωνικές τάξεις τους. Ο πλούσιος μαύρος που ζει μέσα στην χλιδή νιώθει διχασμένος ανάμεσα στη τάξη του και την φυλετική του καταγωγή, ενώ ο φτωχός μετανάστης θεωρείται κατώτερη κατηγορία λευκού. Ενώ ο Tony στην αρχή της ταινίας θεωρεί μιάσματα τους μαύρους, δεν τον βλέπουμε ούτε μια στιγμή να δυσανασχετεί με το αφεντικό του, ίσα ίσα που τον υπερασπίζεται. Ενώ στο Νότο βρίσκονται ενώπιον μιας σειράς από ρατσιστικά περιστατικά, ακόμα και ο ίδιος ο τίτλος αναφέρεται σε μια περιοδική έκδοση βιβλίου που κατέγραφε τα καφέ, τα εστιατόρια, τα μοτέλ και τους λοιπούς χώρους που είναι φιλόξενοι για τους μαύρους, εντούτοις δεν αναδεικνύεται με κανένα τρόπο ποιος είναι ο κυρίαρχος φορέας καταπίεσης ή έστω αυτό γίνεται επιφανειακά.
Εν έτει 2019 το χιούμορ και τα αστεία περιστατικά επιπέδου ελληνικών βιντεοκασετών στα 80s είναι ή θα έπρεπε να είναι ξεπερασμένα. Ο σκηνοθέτης του «Κάτι Τρέχει με την Μαίρη» και «Ο Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος» αν και υπερβαίνει το μέτριο και παρωχημένο πρότερο στυλ του, παραδίδει ένα έργο που μοιάζει γυρισμένο είκοσι χρόνια πίσω. Μπροστά στην κούρσα των Όσκαρ, στα οποία διεκδικεί μια σειρά βραβείων σε αρκετές κατηγορίες, έρχεται να συγκριθεί με το υποτιμημένο αλλά πολιτικότατο «Blackkklansman» ενώ προτάσσει το δόγμα «του άμοιρου μαύρου που σώζεται από τον λευκό μεσσία» που επικρατούσε στον αμερικάνικο κινηματογράφο δεκαετίες πίσω. Αυτή η ξεπερασμένη κόπια του «Σοφέρ της κυρίας Ντέιζι» αναδεικνύει ωστόσο το ταλέντο των δυο ηθοποιών, βγάζοντας τον Viggo Mortensen από την αφάνεια και επιβεβαιώνοντας το εκλεπτυσμένο και αέρινο στυλ του αψεγάδιαστου Mahershala Ali. Η ταινία χωρίς να είναι λοιπόν κάτι ιδιαίτερο, εντούτοις καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον και να γίνει μελλοντικά μια καλή επιλογή για ξένη ταινία τα Σαββατοκύριακα στην ελληνική τηλεόραση.