Περικλής Παυλίδης, "H γνώση στη διαλεκτική της κοινωνικής εξέλιξης"

Μπορεί η σύγχρονη "κοινωνία της γνώσης" να μας οδηγήσει στο βασίλειο της ελευθερίας;

| 03/02/2017

Αρχικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το παρόν βιβλίου του Π. Παυλίδη, το οποίο εκδόθηκε το 2012 από τις εκδ. Επίκεντρο έρχεται στο προσκήνιο λόγω της σχέσης του με τις αντικειμενικές συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως αυτή χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευελιξία και ευμεταβλητότητα θέτοντας νέες προκλήσεις στον κόσμο της εργασίας.  Ειδικότερα, το έργο του «Η γνώση στην διαλεκτική της κοινωνικής εξέλιξης» καθίσταται κομβικό ανάγνωσμα στο λυκαυγές του ραγδαίου μετασχηματισμού της κοινωνικοπολιτικής και εργασιακής πραγματικότητας και της ανάδειξης της παραγωγής, μετάδοσης και εφαρμογής γνώσεων σε βασικό πυλώνα διαμόρφωσης του σύγχρονου κοινωνικού γίγνεσθαι. Ταυτόχρονα, όμως, η διαχρονική του αξία διαφυλάσσεται και εμπίπτει στην ολιστική και σε βάθος πραγμάτευση του γνωσιολογικού ζητήματος πέραν των ορίων του καπιταλιστικού συστήματος, διανοίγοντας νέους ορίζοντες, με την προοπτική της ενιαίας κομμουνιστικής κοινωνίας και την συναπτόμενη σε αυτήν χειραφέτηση της εργασίας, να εγκαθιδρύουν το πλέον πρόσφορο έδαφος για την τελείωση της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης.

Παράλληλα με την σύγχρονη μετάβαση στον νεοφιλελευθερισμό, κατέστη ορατή και η αναβάθμιση της σημασίας της γνώσης σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, ανάγοντάς την σε κεντρική δραστηριότητα. Η στροφή προς την περιβόητη «κοινωνία της γνώσης» έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά τον χαρακτήρα της εργασίας, δημιουργώντας έναν νέο τύπο εργαζομένου, εγείροντας μετατοπίσεις από την εικόνα του βιομηχανικού και του ανειδίκευτου εργάτη. Παρόλα αυτά, αξίζει να επισημανθεί ότι η συνθήκη της μισθωτής εργασίας δεν έχει ξεπεραστεί, αλλά εξακολουθεί να υποτάσσει την ανθρώπινη εργασία στο κεφάλαιο, παρά την συνεχώς επιταχυνόμενη δυναμική της επιστήμης και των εφαρμογών της στο φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας και την διαφαινόμενη τάση για πλήρη αυτοματοποίηση της παραγωγής, εφικτής εντός εναλλακτικής κοινωνικής νομοτέλειας.

γνωση επικεντρο

Αντιστοίχως με την εργασία, επηρεάζεται και η κοινωνική αξία της μόρφωσης και συνεκδοχικά η σημασία της εκπαίδευσης, με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα να αναγορεύονται σε αξονικές δομές της νέας κοινωνίας. Μια νέα βαθμίδα ιστορικής εξέλιξης βρίσκεται δυνητικά προ των πυλών, με τις αντιφάσεις εντός του καπιταλισμού να οξύνονται και να αποτελούν σημαντικό βαρόμετρο για τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής και την υπέρβαση της κεφαλαιοκρατίας.

Το εν λόγω πόνημα, προβαίνει σε μία διορατική σφυγμομέτρηση των παρατηρούμενων κοινωνικοπολιτικών μεταλλάξεων παρακολουθώντας κριτικά τον εκδημοκρατισμό της γνώσης και την επαύξηση της διανοητικής εργασίας από κοινού με τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνολογικές τομές, διακρίνοντας τάσεις πλήρους απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από την άμεση εργασία και την μετάβαση από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας, κατά τη γνωστή δήλωση του Μαρξ.

Ο συγγραφέας, αφού αναλύσει την νέα και ανατιμημένη σχέση γνώσης και εργασίας στο πλαίσιο του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού και επισημάνει  την ιδιομορφία και την αναπόφευκτη εμπορευματοποίηση της πρώτης καθώς  και την ανάδυση του ακαδημαϊκού καπιταλισμού, επαναπροσεγγίζει την ιστορική κίνηση προς την κοινωνία της γνώσης με μαρξιστικούς όρους, κατατείνοντας σε μια κοινωνική πραγματικότητα χειραφέτησης και ωρίμανσης των κοινωνικών σχέσεων της ανθρωπότητας με την διανοητική εργασία να έχει την πρωτοκαθεδρία νοούμενη ως αυτοσκοπός για την πολυσχιδή ανάπτυξη των ανθρωπίνων δυνατοτήτων.

Είναι ιστορικά αποδεκτό ότι η εμφάνιση των τάξεων και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σηματοδοτεί την ανάπτυξη εργασιακών, κατεξοχήν κοινωνικών σχέσεων, την εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας και την εξέλιξη της ατομικότητας, εν αντιθέσει με τις πρωτόγονες κοινότητες, όπου κυριαρχούν οι φυσικοί δεσμοί αίματος, η μαγική-μυθολογική συνείδηση, η εμπειρική γνώση  και όπου η φυσική ενότητα των ανθρώπων λειτουργεί ως ενιαία παραγωγική δύναμη.  Αρχίζει, σταδιακά, η πνευματική δραστηριότητα να διαφοροποιείται σημαντικά από την υλική, με καταλυτική την ανάπτυξη της γραφής και του ενδιαφέροντος περί καλλιέργειας του λόγου, με την θεωρητική παιδεία να τοποθετείται μακριά από την εργασιακή ενασχόληση. Η κλασική εξιδανίκευση της θεωρητικής γνώσης υπογραμμίζει την διάκριση μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, που ιστορικά υιοθετείται και αναπαράγεται πέραν των δουλοκτητικών κοινωνιών της αρχαιότητας και από τον βιομηχανικό καπιταλισμό. Αντίστοιχη είναι και η αξιακή αποτίμηση της παιδείας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με την μαθητεία να επικρατεί εντός των τεχνικών επαγγελμάτων και την ανώτερη θεωρητική παιδεία να αποτελεί υπόθεση μειοψηφίας  και ιδιωτικής μέριμνας. Σημειωτέον, η παιδική ηλικία στο εν λόγω πλαίσιο δεν αναγνωριζόταν ούτε προσδιοριζόταν με τους σύγχρονους όρους, δεδομένης της αναγκαιότητας για εργασία εξαρτώμενη κατά κύριο λόγο από τις φυσικές ανθρώπινες δυνάμεις, οι οποίες κατά την παιδική ηλικία δεν έχουν εξελιχθεί αρκετά ώστε (η παιδική ηλικία) να προσελκύσει το κοινωνικό ενδιαφέρον.

Κατά την μετάβαση στην φεουδαρχική κοινωνία, σημειώνεται η ενίσχυση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής έναντι της κοινοτικής. Η κοινωνική θέση εξακολουθεί σε σημαντικό βαθμό να ταυτίζεται με την φυσική καταγωγή, ενώ η κοινωνική δομή διαρθρώνεται στη βάση ιεραρχημένων σχέσεων προσωπικής εξάρτησης με αντίστοιχη την διαμορφωμένη συνείδηση. Η κυρίαρχη οργανωμένη εκπαίδευση ήταν ηθικοπλαστική, χριστιανική και κομφορμιστική ενώ τον 12ο και 13ο αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα πανεπιστήμια με περιορισμένο αριθμό γνωστικών πεδίων κατά τα πρότυπα των ελευθέριων τεχνών. Ταυτόχρονα, παρατηρείται σημαντική ανάπτυξη της βιοτεχνίας στον Μεσαίωνα, με την εποπτεία της πρακτικής  δραστηριότητας (μαθητεία) ακόμα κυρίαρχη για την μεταβίβαση της εργασιακής γνώσης και δεξιοτεχνίας. Προοδευτικά και όσο αναπτύσσονται οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις, η πρόοδος της επιστήμης αρχίζει να συνδέεται με την πρόοδο της τεχνικής, με τον 17ο αιώνα να συνιστά σημείο καμπής και τις σύγχρονές του εφευρέσεις το έναυσμα της επιστημονικής επανάστασης, θέτοντας τα θεμέλια της κλασικής επιστήμης.

Κατά την ιστορική εξέλιξη, λοιπόν, της κεφαλαιοκρατίας η γνώση αρχίζει να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση των μέσων και του χαρακτήρα της παραγωγής με αποτέλεσμα να αναβαθμίζεται η οικονομική της αξία και να ανέρχεται στο προσκήνιο της κοινωνικής επικαιρότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, καταβάλλονται έντονες προσπάθειες οργάνωσης και συστηματοποίησης της εκπαίδευσης για την μαζικοποίησή της και η απόκτηση γνώσεων καθίσταται το αντικείμενο της δραστηριότητας ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας. Σε καθεστώς παγκόσμιας, μάλιστα, κεφαλαιοκρατίας, πραγματοποιήθηκε ο μετασχηματισμός -αν και όχι ολοκληρωτικός- των φυσικών σχέσεων σε ιστορικών, κοινωνικών, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής να καθορίζουν την καθολική εργασιακή δραστηριότητα και με την καθιέρωση των σχέσεων παραγωγής ως σχέσεων καθολικής εμπορευματικής ανταλλαγής. Ως εκ τούτου, το κοινωνικό σύστημα δίνει την αίσθηση ότι απαρτίζεται από ατομικότητες που φέρουν την ευθύνη του βίου τους μαζί με ετερόκλητα συμφέροντα και ενδιαφέροντα και συνάπτουν μεταξύ τους ποικίλες σχέσεις αλληλεξάρτησης.

Εφόσον, όμως, η γνωσιακή δραστηριότητα και η επιστημονική έρευνα συνδέονται με την παραγωγή και αντικειμενοποιούνται στα υλικά αποτελέσματα της παραγωγής αποκτούν χρησιμοθηρική και ωφελιμιστική διάσταση, υποτάσσονται στους νόμους της αγοράς. Η αναγωγή της γνώσης σε παραγωγική πλέον δύναμη υπόσχεται νέες δυνατότητες ανάπτυξης των μέσων παραγωγής, που εγγίζουν μέχρι και την αυτοματοποίηση τους συστήματος παραγωγής, μετά από μία ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης η οποία θα επιτρέπει μεγάλη ευελιξία εξέλιξης των μέσων παραγωγής. Παράλληλα, βαθαίνει και ο καταμερισμός της εργασίας ενώ η κεφαλαιοκρατία εισέρχεται στη φάση της εντατικής ανάπτυξής της έναντι της προηγούμενης εκτατικής. Τα σύγχρονα εκμηχανισμένα μέσα παραγωγής απαιτούν και προϋποθέτουν ένα συγκεκριμένο τύπο εργαζομένου για την προετοιμασία του οποίου υπεύθυνη κρίνεται η μαζική εκπαίδευση. Εντός αυτού του πλαισίου, αναδεικνύεται και η σημασία του ιδεολογικού ρόλου της εκπαίδευσης προκειμένου να διαμορφωθεί εκείνη η πολιτική συνείδηση στους μελλοντικούς εργαζόμενους που δεν θα διακυβεύει το status quo και θα προωθεί και θα υπερασπίζει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης σε έναν κόσμο αστάθειας, αντιθέσεων και αντιφάσεων.

Knowledge-sharing

Παρόλα αυτά, η συμβολή του εν λόγω έργου συνίσταται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει επίγνωση της σχιζοειδούς δυναμικής επί της εξέλιξης της ανθρωπότητας και παράλληλα με τις κυρίαρχες τάσεις που αναγνωρίζει και καταδεικνύει, αναδεικνύει και προοπτικές όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα αποτελεί παρελθούσα συνθήκη και η εργασία θα απελευθερωθεί από το κεφάλαιο και τις ανθρώπινες υλικές δυνάμεις προς μία χειραφέτηση που θα καταστήσει τον άνθρωπο δημιουργικό και συλλογικό υποκείμενο της ιστορίας.

Σαφώς, η διανοητική εργασία η οποία ανάγεται σε πρωταγωνιστική μορφή εργασίας επί νεοφιλελευθερισμού, έρχεται αντιμέτωπη με τους περιορισμούς και τις νομοτέλειες του κυρίαρχου καπιταλιστικού πλαισίου που δεν είναι άλλες από την εμπορευματοποίηση και την αλλοτρίωση, την αποξένωσή της από τις κοινωνικές της αναφορές και το συλλογικό όφελος και την βασική επιστήμη και την υποταγή της στο κεφάλαιο και σε κερδώα συμφέροντα. Το εκπαιδευτικό σύστημα από την μεριά του συγκροτείται με τέτοιο τρόπο ώστε να συγχέεται η έννοια της πληροφορίας με αυτή της γνώσης, αποθαρρύνοντας την κριτική ενασχόληση με την πραγματικότητα, και προωθώντας έναν κατ’ επίφαση ουδέτερο τεχνοκρατισμό που θολώνει τις ταξικές αντιθέσεις και ανισότητες εντός της κοινωνίας και της εργασίας, εκτρέφοντας φενακιστικές εκδοχές που εγκλωβίζουν περισσότερο τα υποκείμενα σε μία ψευδή συνείδηση της θέσης τους και συνεκδοχικά διαιωνίζουν συνθήκες εκμετάλλευσης. Μερίδιο ευθύνης, για την όσο το δυνατόν απρόσκοπτη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος μετακυλίεται και στους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι εκπίπτουν συχνά σε φερέφωνα και οργανικούς διανοούμενους του συστήματος, παρέχοντας νομιμοποίηση μέσω της ηγεμονίας τους επί του κυρίαρχου λόγου και διασφαλίζοντας την αθρόα σύνδεση της επιστημονικής  έρευνας και της παραγωγής σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς. Η επιστήμη, λοιπόν, σε σχετικά φαινόμενα ακαδημαϊκού καπιταλισμού, διαχωρίζεται και από τον αναστοχασμό των παραγωγικών της αντικειμενικοποιήσεων, με τους φορείς γνώσεων να παρουσιάζονται ως μονοδιάστατοι άνθρωποι, κάτοχοι κατακερματισμένων και εξειδικευμένων γνώσεων σε κενό κοινωνικού νοήματος.

Αξίζει όμως να σημειωθεί και υπογραμμίζεται και στο βιβλίο, ότι η ιδιομορφία της διανοητικής εργασίας, το γεγονός ότι έως ένα βαθμό παραμένει αδιαχώριστη από τα υποκείμενα που επιδίδονται σε αυτήν, το ότι τα ίδια τα υποκείμενα κατέχουν τα μέσα παραγωγής στην περίπτωση της διανοητικής εργασίας, το ότι τα αποτελέσματά της δεν είναι αλλοτριώσιμα από τους φορείς της μαζί με το ότι προαπαιτείται η δημιουργική ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους για να τελεσφορήσει, δημιουργούν ρωγμές στην καπιταλιστική θέαση της πραγματικότητας και της ιστορίας. Η ενασχόληση με την διανοητική εργασία εντείνει αντιφάσεις που δύνανται να παίξουν σημαντικό ρόλο στην αμφισβήτηση του ανταγωνιστικού κοινωνικού πλαισίου και συστήνει μια γλώσσα δυνατοτήτων υπέρβασης των νόμων της κεφαλαιοκρατίας. Μάλιστα, η «οικονομία της γνώσης» καταφάσκει τον βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας την ίδια στιγμή που υποδεικνύει την αδυναμία του καπιταλισμού να ελέγξει ορισμένα ειδοποιά φαινόμενα εντός των ίδιων του των παραγωγικών σχέσεων και δοκιμάζει την εξουσία του.

Η γνώση λοιπόν, προϋποθέτει και επιτυγχάνεται με την παράλληλη και αμφίδρομη ανάπτυξη του ειδέναι και του συνειδέναι, δηλαδή την επενέργεια και την μετασχηματιστική δράση των υποκειμένων με τον κόσμο που τους περιβάλλει, για την περαιτέρω διερεύνηση και κατανόηση και αλλαγή του προς όφελος του συνόλου της ανθρωπότητας και την αλληλεπίδραση των υποκειμένων, στο φάσμα ιστορικών και κατεξοχήν κοινωνικών σχέσεων για την παγίωσή της και την αξιοποίησή της για μια ανθρωπιστική στοχοθεσία του βίου.

Tree101

Καταληκτικά, ο Π. Παυλίδης με το εν λόγω σύγγραμμα προσφέρει μια σημαντική θεωρητική σκευή για επίμαχα ζητήματα του πυρήνα της κοινωνικής θεωρίας, ωθώντας τα υποκείμενα να ανακαταλάβουν τον ιστορικό τους ρόλο στην διαμόρφωση της πραγματικότητας και να αναπτύξουν την κοινωνική τους συνείδηση στο πλαίσιο ραγδαίων αλλαγών που καθιστούν επιβεβλημένη την δια βίου ενασχόληση με την επιστημονική γνώση ως  εισιτήριο εργασιακής απασχολησιμότητας. Δεν αναπαράγει την διάκριση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας που είναι σύμφυτη με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, αλλά ανιχνεύει τάσεις υπέρβασής της, συστήνοντας μια νέα μορφή εργασίας που σύμφωνα με τον μαρξισμό απελευθερώνει τον άνθρωπο από την αναγκαιότητα δαπάνης των φυσικών του δυνάμεων κατά την παραγωγική δραστηριότητα αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες αυτοματοποίησης που προσφέρει η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Ένα σημείο που χρήζει επισήμανσης και σχολιασμού είναι και η επίμονη αναφορά του συγγραφέα στην υπέρβαση της κεφαλαιοκρατίας και την εγκαινίαση της κομμουνιστικής κοινωνίας με σχετικά απλουστευτικό τρόπο, γεγονός που παραγνωρίζει το σύνθετο της μετάβασης με διάμεσο τον σοσιαλισμό, αλλά και το πλήθος, την ποιότητα και την κλίμακα των μετασχηματισμών που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της μετάβασης σε ένα ριζικά διαφορετικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο, που αδήριτα φυσικά, θα απελευθερώνει πρωτόγνωρες δυνατότητες για την διαμόρφωση πλήρως ανεπτυγμένων και δημιουργικών υποκειμένων που θα εμφορούνται από τα ιδανικά της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας.

Η γραφή του είναι μεθοδική και η ανάλυσή του ιδιαιτέρως συστηματοποιημένη, ενώ τα διάφορα κεφάλαια χαρακτηρίζονται από σχετική αυτοτέλεια, επιτρέποντάς του ανακεφαλαιώσεις που ενδεχομένως να κουράσουν τους πιο υποψιασμένους αλλά και να βοηθήσουν τους μη μυημένους να παρακολουθήσουν την σκέψη του και να αφομοιώσουν την συλλογιστική του. Η δομή, λοιπόν, του βιβλίου στήνει γέφυρες με την ιστορική διαμόρφωση της γνώσης και της κοινωνικοπολιτικής της λειτουργίας, υιοθετώντας μια κλιμακούμενη πραγμάτευση με τελικό προορισμό την χειραφέτηση της εργασίας και την ενιαία κομμουνιστική κοινωνία, οπότε και υποστηρίζεται ότι θα ολοκληρωθεί στο ζενίθ της μέσα από την επιστημονικοτεχνική επανάσταση.

Ολοκληρώνοντας, όπως επισημαίνει και ο Λουί Αραγκόν «Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση»,  θέτοντας  την συλλογική δράση των υποκειμένων ως το κατεξοχήν βαρόμετρο για την δυνατή κίνηση της ιστορίας προς το μέλλον του κομμουνισμού. Τέλος, ας έχουμε υπόψη μια νομοτελειακή κίνηση εντός του καπιταλισμού  η οποία και επιβάλλει το τέλος του (ίδιου του καπιταλισμού) στον βαθμό που θα εξαναγκασθεί να αξιοποιήσει στο έπακρο αυτό που αποτέλεσε τον πυρήνα του βιομηχανικού πολιτισμού και αυτό πάνω στο οποίο στηρίζει την θέση του: την πρόοδο της παραγωγής, η οποία στην ανάδυση της  έστω και μερικής αυτοματοποίησης σηματοδοτεί την μετάβαση σε ιδιαίτερα ευαίσθητους καιρούς.

Πληροφορίες Βιβλίου

Τίτλος: Η γνώση στην διαλεκτική της κοινωνικής εξέλιξης

Συγγραφέας: Περικλής Παυλίδης

Εκδόσεις: Επίκεντρο

Έτος έκδοσης: 2012

Σελίδες: 305

ISBN: 978-960-458-209-9