H Επιστροφή Των Τζιχαντιστών, Patrick Cockburn

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, Εκδόσεις Μεταίχμιο

| 12/02/2015

επιστροφη τζιχαντH Επιστροφή Των Τζιχαντιστών, Patrick Cockburn, Μετ: Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, Εκδ. Μεταίχμιο

«Οι τέσσερις πόλεμοι στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία τα περασμένα δώδεκα χρόνια, περιλάμβαναν ανοικτές ή υπόγειες ξένες επεμβάσεις σε βαθιά διχασμένες χώρες. Η εμπλοκή της Δύσης ενέτεινε τις υφιστάμενες διαφορές και έσπρωξε τις αντιμαχόμενες πλευρές σε εμφύλιους πολέμους. Σε όλες τις χώρες, ολόκληρη ή μέρος της αντιπολίτευσης ήταν σκληροπυρηνικοί τζιχαντιστές μαχητές. Όποια και αν ήταν τα διακυβεύματα  στην πραγματικότητα, όλες οι επεμβάσεις έχουν παρουσιαστεί από τους πολιτικούς ως κατά κύριο λόγο ανθρωπιστικές, ως υποστήριξη των λαϊκών δυνάμεων ενάντια σε δικτάτορες και αστυνομικά κράτη. Παρά τις, από πρώτη άποψη, στρατιωτικές επιτυχίες, σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις, η τοπική αντιπολίτευση και οι υποστηρικτές της δεν πέτυχαν να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους ή να εγκαθιδρύσουν λειτουργικά κράτη.»

Αυτά γράφει προς το τέλος της «Επιστροφής Των Τζιχαντιστών» ο γνωστός δημοσιογράφος Πάτρικ Κόκμπερν, ανταποκριτής αρχικά των Financial Times και στη συνέχεια του Independent. Έχοντας παρακολουθήσει από πολύ κοντά τον πόλεμο στο Ιράκ, το 2003, έχει κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία για το αιματηρά αυτά γεγονότα. Το τελευταίο, γραμμένο το καλοκαίρι του 2014, πάνω στην έκρηξη της δράσης του Ισλαμικού Κράτους- του ISIS– αναλύει και ανατρέπει διάφορες  ειδήσεις και εικόνες που λειτούργησαν στερεοτυπικά από τα επίσημα ΜΜΕ της Δύσης. Συνεχίζει ο Κόκμπερν: «Περισσότερο από άλλες ένοπλες συγκρούσεις, οι συγκεκριμένες εχθροπραξίες είναι πόλεμοι προπαγάνδας, στους οποίους οι δημοσιογράφοι σε εφημερίδες, τηλεόραση και ραδιόφωνο διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Σε όλους τους πολέμους υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτού που αναμεταδίδεται και του τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Αλλά κατά την διάρκεια αυτών των τεσσάρων συγκρούσεων, ο έξω κόσμος έχει μείνει με εσφαλμένες αντιλήψεις, ακόμα και για το ποιοι είναι οι νικητές και ποιοι οι νικημένοι».

Με χειρουργική ακρίβεια σε γεγονότα και πληροφορίες ο Άγγλος δημοσιογράφος αποκαλύπτει πως δεν ξεφύτρωσε τυχαία το κράτος του ISIS,  το οποίο απλώνεται, προς ώρας, σε μια έκταση μεγαλύτερη από τη Συρία. Είναι, βεβαίως, οι πολιτικές των ΗΠΑ  και των τοπικών συμμάχων τους –  συγκεκριμένα της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και των Αραβικών Εμιράτων, κυρίως, δε, η στάση της πρώτης- που καλλιεργούν το δόγμα του σουνιτικού ουαχαμπιτισμού, το οποίο καθόλου δεν διαφέρει από τις δοξασίες της Αλ-Κάιντα και των παραφυάδων της. Χιλιάδες μαχητές του ISIS είναι Σαουδάραβες και η χρηματοδότηση της Σαουδικής Αραβίας στις αντικαθεστωτικές δυνάμεις της εξέγερσης ενάντια στον Άσαντ είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία φανατικών τζιχαντιστών και κατ’ επέκταση τη γένεση ενόπλων ομάδων, προπομπών του ISIS. Κομβική χρονική περίοδος είναι η κατάληψη της σουνιτικής Μοσούλης από τους φανατικούς ισλαμιστές, σχεδόν αμαχητί, καθώς ο επίσημος Ιρακινός στρατός κατατρύχεται από άκρατη διαφθορά και κατ’ επέκταση αδιαφορία για πόλεμο.

Μεθυσμένοι και οι ίδιοι από την απρόσμενη επιτυχία τους, οι τζιχαντιστές κοινοποίησαν με κάθε μέσο τον θρίαμβό τους. Αν σε αυτό προσθέσουμε τον εξαιρετικό χειρισμό των social media, με τις θεαματικές σφαγές αλλά και τις δολοφονίες, βιασμούς και βασανισμούς αλλόθρησκων, καταλαβαίνουμε το τρόμο που προκαλούν όχι μόνο στους Δυτικούς αλλά και στους γηγενείς. Να τονίσουμε εδώ πως η μειοψηφία των σουνιτών στο Ιράκ όντως κακόπαθε υπό το κυβερνητικό καθεστώς των σιιτών, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην αντισταθεί στην επέλαση του Ισλαμικού Χαλιφάτου αλλά και να πάρει τα όπλα υπό την ηγεσία του Αμπού Μπάκρ Αλ- Μπαγκντάντι, του αδιαφιλονίκητου ηγέτη των τζιχαντιστών, ο οποίος έχει επικηρυχθεί για δέκα εκατομμύρια δολάρια από τις ΗΠΑ.

Η αλήθεια είναι πως ακόμη και οι πούροι σουνίτες της Σαουδικής Αραβίας έχουν τρομάξει με την γιγάντωση του ISIS καθώς διαβλέπουν τον κίνδυνο να στραφεί καταπάνω τους το φανατικό κύμα των ισλαμιστών και έτσι τους τελευταίους μήνες έκλεισαν τη στρόφιγγα του χρήματος προς το Χαλιφάτο ενισχύοντας μαζί με τους Αμερικάνους και  τους Ιρανούς την μετριοπαθή αντιπολίτευση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού που πνέει τα λοίσθια. Για να δημιουργηθεί μια άτυπη και «ανίερη» συμμαχία ανάμεσα στον Άσαντ και τους πρώην επίσημους αντιπάλους του. Γράφει για αυτήν  στον επίλογό του, ο Κόκμπερν: «Στον πυρήνα κάθε πολιτικού σχεδίου για την αποδυνάμωση του Ισλαμικού Κράτους πρέπει να είναι η αποκλιμάκωση του πολέμου στη Συρία. Αυτό είναι αναγκαίο γιατί θα επιτρέψει στις διάφορες κοινότητες να συνειδητοποιήσουν ότι μάχονται  για την ίδια την ύπαρξή τους και δεν έχουν άλλη επιλογή από το να υποστηρίξουν είτε το Ισλαμικό Κράτος, είτε την κυβέρνηση του ‘Ασαντ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να θέσουν ως προτεραιότητα την κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ και της αντιπολίτευσης που δεν ανήκει στο Ισλαμικό Κράτος. Ούτε ο συριακός στρατός ούτε οι “μετριοπαθείς» αντάρτες είναι τόσο ισχυροί ώστε να οδηγήσουν το Ισλαμικό Κράτος σε οπισθοχώρηση, ιδιαίτερα εάν πολεμούν σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα. Μια ανακωχή μεταξύ των κύριων εχθρών του Ισλαμικού Κράτους θα έχει αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα».

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.