Happy as Lazzaro- μια ονειρική παραβολή για την παντοτινή καταπίεση της εργατικής τάξης

Μια ταινία εμπνευσμένη από τις καλύτερες στιγμές του ιταλικού νεορεαλισμού.

| 30/03/2019

Μια ευχάριστη έκπληξη αυτή την εβδομάδα αποτελεί η ταινία της  Alice Rohrwacher, καθώς εξελίσσει την φόρμα του «παραμυθιού για ενήλικες» προσδίδοντας ισόποσες δόσεις ρεαλισμού και κοινωνικής κριτικής. Κεντρικός ήρωας είναι ο αφελής και απόκοσμα αγγελικός Λάζαρος, ένας νεαρός αγρότης στην επαρχία της κεντρικής Ιταλίας. Έτσι, ενώ αρχικά ο θεατής προϊδεάζεται για μια ταινία εποχής, η σουρεαλιστική, μεταφυσική τροπή της, την μετατρέπει σε μια ενδιαφέρουσα απεικόνιση των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων.

Στο πρώτο μισό της ταινίας, η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τις ιστορίες των χωριατών της Inviolata οπότε και σχολιάζεται το γενικότερο πλαίσιο εκμετάλλευσης της εργατικής τους δύναμης από την αδίστακτη Μαρκησία, που φροντίζει να αυξάνει τα χρέη τους για να παραμένουν υπό την δούλεψή της. Ένα παράτυπο φεουδαρχικό σύστημα μοιάζει να αναπτύσσεται, παραπέμποντας περισσότερο σε μεταπολεμικές εποχές. Σε εκλεκτική συγγένεια με το κινηματογραφικό ρεύμα του ιταλικού ρεαλισμού που επικράτησε τότε, η Alice Rohrwacher αναπαριστά σκηνές από την αγροτική ζωή, όπως η συλλογή καπνού, με έμφαση στον αντικειμενικό πυρήνα αυτών των γεγονότων. Μόνο ο χαρακτήρας του Λάζαρου διαρρηγνύει το Πραγματικό και αντιπροσωπεύει το Φαντασιακό, με το μακάριο χαμόγελό του να συνδέει και να συνοδεύει όλα αυτά τα στιγμιότυπα καταπίεσης και μόχθου. Οι υπόλοιποι χωρικοί εκμεταλλεύονται και κοροϊδεύουν τον πάντα πρόθυμο Λάζαρο, συνεχίζοντας και επεκτείνοντας την αλυσίδα εκμετάλλευσης που ασκεί η Μαρκησία, όπως παρατηρεί ειρωνικά η ίδια.

Μια από τις σημαντικές αρετές της ταινίας είναι η διαχείριση του κινηματογραφικού χρόνου και η μετάβαση στο δεύτερο μισό της ταινίας, που συμπίπτει χρονικά με την εποχή του θεατή. Η εναλλαγή του φυσικού και με το αστικό τοπίο σηματοδοτεί μια συνολική αλλαγή στο ύφος και την σκηνοθεσία: από τα φωτεινά, χρυσά τοπία των χωραφιών στην συννεφιασμένη, πολύβουη και μονότονη αισθητική της μητρόπολης, από τον νεορεαλιστή Βιττόριο ντε Σίκα στον ριζοσπαστικό Κεν Λόουτς. Η ανεμελιά δίνει την θέση της στην ωριμότητα, καθώς οι ήρωες γερνούν και μεγαλώνουν, αποκτώντας συνείδηση της κοινωνικής θέσης που τους αναλογεί. Ο Λάζαρο εμφανίζεται ως από μηχανής θεός για να αλλάξει την ζωή τους, να επαναφέρει μνήμες και να τους επανενώσει. Τα πράγματα αποδεικνύονται δυσοίωνα για την εργατική τάξη και αυτής της εποχής: ανεργία, ανέχεια, επισφαλής εργασία, κοινωνικός κανιβαλισμός είναι οι νέοι όροι που χαρακτηρίζουν την τάξη στον 21ο αιώνα. Ο ήρωας όμως μοιάζει να αγνοεί όλες τις επίγειες δυσκολίες και να επιτελεί τον δικό του θεόσταλτο ρόλο, σαν άλλος Μεσσίας. Με μια έντονα συμβολική σκηνή, τα σύμβολα των λαϊκών προφορικών παραμυθιών επισφραγίζουν το μεταφυσικό, συγκινητικό φινάλε.

Αν και δεν λείπει η κριτική στο εκάστοτε κοινωνικό σύστημα εκμετάλλευσης, από την ταινία λείπει το όραμα ενός συλλογικού, θετικού αντιπροτάγματος, οπότε το όποιο κοινωνικό σχόλιο εγκλωβίζεται σε μια μεσσιανική, τελικά ατομική λύση που ταιριάζει ωστόσο στην παραβολή. Ακόμα και οι χωριάτες, αν και αναγνωρίζουν την εκμετάλλευση από την αυταρχική εργοδοσία, την υπομένουν στωικά όπως ο ψαράς στο «Η Γη τρέμει» του Βισκόντι. Επίσης, η συχνή αποτύπωση των πρωταγωνιστών της εργατικής τάξης ως εν γένει θετικά στοιχεία, παρά τις όποιες δολιοφθορές καταφεύγουν είναι συστατικό στοιχείο του σινεμά του Κεν Λόουτς. Επομένως η σκηνοθετική ματιά της σκηνοθέτιδας δανείζεται στοιχεία από την κινηματογραφική παράδοση της χώρας της και την μετεξελίσσει με στοιχεία από σύγχρονα έργα με ταξικό πρόσημο, προκειμένου να εκφράσει το όραμα μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από τον ατομικισμό και τον αμοραλισμό.