Στη Γη του Άγριου Μελιού - ένα ντοκιμαντέρ απαράμιλλης ανθρώπινης και φυσικής ομορφιάς από την Βόρεια Μακεδονία
Ένα σκληρό και ταυτόχρονα τρυφερό πορτρέτο της λεπτής ισορροπίας μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης και ενός τρόπου ζωής υπό εξαφάνιση.
Η αλήθεια είναι ότι τα ντοκιμαντέρ δεν είναι και η προσφιλέστερη ή μαζικότερη φόρμα κινηματογράφησης, παρόλα αυτά υπάρχει ένα σταθερό κοινό που επιλέγει να τα στηρίζει. Αυτό εξηγείται εν μέρει είτε από το (υπερβολικό για ένα μέσο θεατή) πολιτικό τους στίγμα είτε από την ωμή απεικόνιση πολλές φορές του αντικειμένου που κινηματογραφείται κάθε φορά. Υπήρξαν ωστόσο σημαντικά δείγματα «ντοκιμαντερίστικου» τρόπου γραφής σε έργα που συνόρευαν αρκετά με την μυθοπλασία και την συμβατική έννοια του κινηματογράφου, όπως στην περίπτωση της πρόσφατα εκλιπούσας Agnes Varda. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι πολιτικοποιημένοι σκηνοθέτες καταφεύγουν στο ντοκιμαντέρ, ενώ παράλληλα έρχονται πολύ κοντά στο αντικείμενο που κινηματογραφείται, σύμφωνα με τα λόγια της ίδιας: «Νομίζω ότι το ντοκιμαντέρ σημαίνει “πραγματικό”, ότι πρέπει να συναντήσετε αυτούς τους ανθρώπους και να τους αφήσετε να εκφράσουν αυτό που αισθάνονται για το θέμα. Όσο περισσότερο τους γνώρισα, τόσο περισσότερο έβλεπα ότι δεν είχα τίποτα να κάνω εγώ ως δήλωση.» Για τους σκηνοθέτες Λιούμπομιρ Στεφάνοφ και Τάμαρα Κοτέφσκα η διαδικασία διήρκησε τρία χρόνια και τετρακόσιες ώρες υλικού κατάφεραν να μονταριστούν σε λιγότερο από ενενήντα λεπτά. Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν να ξετυλιχθεί μια πραγματική ιστορία επιβίωσης με αφορμή την συλλογή μελιού σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή στην Βόρεια Μακεδονία.
Κεντρική φιγούρα της ιστορίας η μεσόκοπη Χατίτζε Μουράτοβα, η οποία ζει με την ηλικιωμένη μητέρα της, σε ένα χωριό χωρίς δρόμους, ηλεκτρικό ρεύμα ή τρεχούμενο νερό. Τελευταία μιας σειράς γενεών μελισσοκόμων άγριου μελιού, η Χατίτζε βγάζει μικρές παρτίδες, αγνού προϊόντος, το οποίο και πουλάει στην πλησιέστερη πόλη, σε απόσταση τεσσάρων ωρών με τα πόδια. Η ήρεμη ζωή της διαταράσσεται με την άφιξη μιας οικογένειας του Χουσέιν που στήνει νοικοκυριό δίπλα της, με τις θορυβώδεις μηχανές τους, τα επτά ανυπάκουα παιδιά τους και ένα κοπάδι από αγελάδες και άλλα ζώα. Αρχικά η ίδια αντιμετωπίζει την αλλαγή με ανοιχτό μυαλό και θετική διάθεση, αλλά γρήγορα δημιουργείται μια κόντρα η οποία αρκεί για να εκθέσει την αντίθεση στην μεγάλη εικόνα: τη θεμελιώδη σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και τους ανθρώπους, την αρμονία και την ασυμφωνία, την εκμετάλλευση και τη βιωσιμότητα, την βιοποικιλότητα και την καπιταλιστική καταστροφή.
Η απεικόνιση του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα των Βαλκανίων παρουσιάζει εξίσου ενδιαφέρον και εντείνει την δραματουργική αίσθηση της (γεωγραφικής και πολιτισμικής)απομόνωσης: η Χατίτζε μιλάει μια αρχαία οθωμανική διάλεκτο και αυτό γιατί σύμφωνα με τους δημιουργούς
υπήρξε συμφωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας να αλλάξουν οι κάτοικοι της περιοχής, οπότε εγκαταστάθηκαν εκεί τουρκικοί πληθυσμοί. Αυτοί όμως δεν έμειναν, μια και το κράτος έχασε το ενδιαφέρον του για αυτήν την δύσκολη, πολύ ξηρή περιοχή χωρίς βλάστηση, χωρίς νερό, χωρίς γεωργία. Δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα, δεν υπάρχει τίποτα. Έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τη δεκαετία του 1950.
Η οικογένεια που συνορεύει δίπλα της με την στρατιά παιδιών και ζώων θυμίζει επαρχιώτικη οικογένεια της μεταπολεμικής Ελλάδας: ένα παιδί γεννιέται κάθε χρόνο και πέρα από ευλογία ισοδυναμεί με εργατικά χέρια, τα παιδιά συμμετέχουν από μικρή ηλικία στις χειρωνακτικές εργασίες και αφήνονται ασυνόδευτα, κλαίνε και φωνάζουν ενόσω μικρά ζώα μπλέκονται στα πόδια τους. Η πυρηνική οικογένεια σαν μικρή κυψέλη βρίσκεται σε μόνιμη επαφή με την φύση, την σέβεται όχι με μεταφυσική λατρεία όπως στην περίπτωση της μοναχικής εργάτριας μέλισσας Χατίτζε αλλά τόσο όσο να κερδίσει τα προς το ζην. Για την Χατίτζε, οι μέλισσες είναι αυτές που τις χαρίζουν λίγο από τον κόπο τους, έτσι μοιράζεται το μέλι μαζί τους και δεν νοθεύει το μέλι ή δεν τις ταΐζει με ζάχαρη για να αυξήσει την παραγωγή. Εκεί χτίζεται μια μικρή αλληγορία: Η οικογένεια του Χουσέιν αντιπροσωπεύει τον καπιταλιστικό κόσμο που εκμεταλλεύεται αλόγιστα όσο περισσότερους πόρους μπορεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις επόμενες γενιές. Η αρρώστια των ζώων μοιάζει με βιβλική τιμωρία για την ύβρη που διαπράττουν έναντι του φυσικού περιβάλλοντος. Οι βαλκανικές δυσειδαιμονίες και η ευλαβική πίστη στον θεσμό της μητέρας και της οικογένειας είναι επίσης μοτίβα που διατρέχουν το σύνολο του ντοκιμαντέρ.
Η σκηνοθεσία δίνει περισσότερο χώρο στην οπτική αφήγηση παρά στο διάλογο, εξαιτίας (και) του ζητήματος της γλώσσας. Οι χαρακτήρες γίνονται κατανοητοί από τη γλώσσα του σώματος, τις σχέσεις και τα συναισθήματά τους και η επικοινωνία τους με το θεατή κινείται στα όρια του ενστίκτου. Αν και η ταινία εξελίσσεται σε ένα τοπίο άχρονο και χωρίς γεωγραφία, απρόσιτο από τους κανονικούς δρόμους, και ταυτόχρονα, μόλις 20 χιλιόμετρα από την πλησιέστερη σύγχρονη πόλη, η αίσθηση της απομόνωσης πραγματώνεται με εντυπωσιακά μονοπλάνα της βαλκανικής γης. Απλές συνθέσεις του κινηματογραφικού κάδρου, με το ανθρώπινο στοιχείο πότε στο κέντρο, πότε στο περιθώριο δίνουν μια αίσθηση εγγύτητας με τους ανθρώπους αυτούς και, κυρίως, δίπλα στη φύση, ενισχύοντας την ιδέα ότι είμαστε μόνο ένα από τα πολλά είδη του πλανήτη και οι καταστάσεις μας επηρεάζουν όλους.
Η «κρίση του μελιού» στην ταινία είναι απλά μια ένδειξη της μεγάλης εικόνας με αφορμή τον μικρόκοσμο της Χατίτζε: της καπιταλιστικής ανισορροπίας, της επακόλουθης κλιματικής απορρύθμισης του πλανήτη και της περιβαλλοντοκτόνας πολιτικής των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.