Νάννι Μπαλεστρίνι: Σάντοκαν, η ιστορία μιας κοινωνίας...
...που χρειάζεται την Καμόρα

«Το ζήτημα είναι», είπε η Αλίκη, «αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα»
«Το ζήτημα είναι», είπε ο Humpty Dumpty, «ποιος είναι το αφεντικό – αυτό είναι όλο»
Μερικές φορές το νόημα των λέξεων εκρήγνυται, και είναι ακριβώς εκείνη τη στιγμή, που το γλωσσικό σύστημα του αφεντικού – το νόημα ενός κόσμου χωρίς νόημα – γίνεται συντρίμμια, που ξεπροβάλλει μέσα από τα θραύσματα η αφηγηματική τεχνική του Nanni Balestrini. Ο δυναμιτισμός των λέξεων μήπως και μπορέσει να βγει νόημα από όλα αυτά που μας συμβαίνουν, αυτό είναι το μεράκι του.
Και στο Σάντοκαν, Μια Ιστορία της Καμόρα, ξεκινάει ήδη από τον τίτλο. Σάντοκαν είναι το ψευδώνυμο του πλέον διαβόητου αφεντικού της Καμόρα κατά τη διάρκεια της γιγάντωσής της τις προηγούμενες δεκαετίες· Σάντοκαν είναι το όνομα της τηλεσειράς που παιζόταν κατά τις ίδιες δεκαετίες στην Ιταλία και προμήθευσε στον καμορίστα το ψευδώνυμό του· Σάντοκαν είναι το όνομα του πειρατή, ήρωα στα βιβλία του Σαλγκάρι που έξαψε το πάθος της αφελούς ανάγνωσης.
Ο Balestrini ξεκινάει πέρα από αυτό, προσθέτοντας τη λέξη Ιστορία κάτω από ένα όνομα συνώνυμο της μυθοπλασίας, προειδοποιώντας έτσι ότι όλο αυτό το ρομαντικοποιημένο ψεύδος για ήρωες που είναι τόσο πιο αληθινοί όσο πιο ψεύτικοι είναι, όλη αυτή η περιπέτεια που συμβαίνει πάντοτε κάπου αλλού, από κάποιους άλλους – ξεχωριστά, ιδιαίτερα εγώ – που δεν είμαστε εμείς, που δεν μπορούμε να είμαστε εμείς, αυτό ακριβώς είναι η γλώσσα του αφεντικού, απότοκο και δημιουργός του κόσμου του αφεντικού.
Ο Balestrini εκκινεί πάντοτε απ’ αυτήν την υποκειμενική «φιγούρα» και εδώ στο Σάντοκαν δεν θα μπορούσε παρά να αφηγηθεί την ιστορία αυτών που δεν θέλησαν και ούτε πρόκειται να γίνουν ποτέ καμορίστες. Ο Balestrini αφηγείται ότι πρόκειται για μια άρνηση αναγκαία, μια άρνηση φυσική, φυσική όσο και η γλώσσα. Βρίσκεται λοιπόν στην προνομιακή θέση να μην ηθικολογεί.
Η Καμόρα είναι το αθέλητο αλλά προϋπολογισμένο προϊόν μιας διπλής αποτυχίας: της κρατικής ανεπάρκειας του προνοιακού κράτους και της οικονομικής ένδειας που υφίσταται εντός της κοινωνίας της αφθονίας.
Η Καμόρα, επίσης, είναι το αποτέλεσμα μιας ταξικής αντιπαλότητας όπου η προλεταριακή συνθήκη μετασχηματισμένη σε ταξικό μίσος δεν μετατρέπεται σε συνείδηση και δημιουργικότητα, αλλά, όπως παντού όπου το μίσος κυριαρχεί, στο αντίθετό του. «Tα κάνει όλα άνω κάτω και από τότε αρχίζει να φουντώνει μέσα του ένα τεράστιο μίσος για τους πάντες και τα πάντα […] το κάνει επειδή τον μισεί τον μισεί όπως είναι βέβαιο ότι είχε μισήσει τον πατέρα του είχε μισήσει την μητέρα του είχε μισήσει το χωριό».
Η Καμόρα γίνεται οικονομία και κράτος και με τη σειρά τους η οικονομία και το κράτος γίνονται μαφιόζικα. Η ιστορία της Καμόρα είναι η ιστορία της κοινωνίας που χρειάζεται την Καμόρα, του κράτους που δεν μπορεί να επιλύσει τις αντιφάσεις του χωρίς αυτήν, «αυτό που θέλουν είναι να διατηρούν μια πλαστή και υποκριτική τάξη που όμως χαροποιεί τον ψεύτη και υποκριτή κόσμο του χωριού πέρα του ότι αποφεύγουν τα προβλήματα με τις δυνάμεις της τάξης».
Στα 16 κεφάλαια και τις 207 παραγράφους του Σάντοκαν το καθετί φτάνει στην έσχατη γλωσσική και νοηματική συνέπειά του. Χρησιμοποιώντας προϋπάρχον γλωσσικό υλικό (μαγνητοφωνημένες αφηγήσεις, δημοσιογραφικά άρθρα, δικαστικά έγγραφα, φήμες, αστυνομικά έγγραφα…) και αποδομώντας το με τις τεχνικές του λογοτεχνικού μοντερνισμού (συνειρμική γραφή, ενδιάθετος λόγος, απουσία σημείων στίξης, αυτονομία παραγράφων, διάσπαση αφηγηματικής γραμμικότητας και των ενοτήτων χώρου – χρόνου) επιτυγχάνει από τη μία πλευρά να διαλύσει την αντικειμενική και αξιολογικά ουδέτερη κυρίαρχη περιγραφή και από την άλλη αφαιρώντας από την συνειρμική γραφή κάθε υποτιθέμενο ψυχολογικό βάθος, κάθε «εγώ» – η αφήγηση είναι ανώνυμη, ο συγγραφέας απουσιάζει – διαλύει όλη εκείνη τη λογοτεχνικότητα που αρέσκεται στο γκροτέσκο. Εδώ η μορφή συμπίπτει με το περιεχόμενο, εξαναγκάζοντας τον αναγνώστη να εγκατασταθεί εντός της συνείδησης μιας εποχής.
Ας πάρουμε για παράδειγμα μερικά αφηγηματικά στοιχεία που θεωρούνται δεδομένα (ποιοι – πού – πότε) και ας υποθέσουμε έναν καλά ενημερωμένο αναγνώστη που γνωρίζει την ιστορία της Καμόρα. Το γνωστό δεν είναι ακόμα συνειδητό και από εκεί ξεκινάει η φαινομενολογική εκδίπλωση του Balestrini.
Πού; Η ακρίβεια του εντοπισμού δεν αφορά ούτε στη χαρτογραφημένη βεβαιότητα, «υπάρχει η πινακίδα που γράφει Καλωσήρθατε στο χωριό αλλά το όνομα του χωριού δεν διαβάζεται επειδή έχει σβηστεί από έναν τεράστιο αριθμό από μαύρες τρύπες […] η πινακίδα δείχνει ότι το χωριό τελειώνει και ο δρόμος κάνει έτσι κι έτσι κι ύστερα έτσι» ούτε στην αποδεικτική ισχύ της αστυνομικής λεπτομέρειας «ας υποθέσουμε λόγου χάρη ότι εδώ βρίσκεται αυτός ο δρόμος το μπλόκο βρίσκεται εδώ εκείνος που πρέπει να σκοτώσουν είναι εδώ». Αυτό που καθιστά τον τόπο πεδίο δράσης της Καμόρα δεν είναι τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά του· πρόκειται για την πληθυντική έλλειψη που τον κάνει ότι είναι και απαιτεί διαφορετική χαρτογράφηση «επειδή το ζήτημα είναι ότι εσύ ζεις σ’ ένα μέρος όπου τίποτα δεν είναι εξασφαλισμένο δηλαδή εσύ από τη στιγμή που γεννιέσαι δεν έχεις κανένα δικαίωμα καμία εγγύηση δεν έχεις τίποτα […]δημόσια μέσα μεταφοράς […]δημοτικές υπηρεσίες [..]όχι εδώ στα μέρη μας δεν υπάρχει τίποτα απολύτως τίποτα δεν υπάρχει ένας κινηματογράφος ένα θέατρο μια βιβλιοθήκη ένα δημόσιο πάρκο ένα σχολείο ανεκτό […] ούτε τίποτα οτιδήποτε μπορείς να αποκτήσεις εδώ»
Ποιοι; Χρησιμοποιώντας την τοπική ιδιόλεκτο «οι γιοι του κανενός» που περιγράφει τους ανθρώπους που ανήκουν στην χαμηλότερη ταξική διαστρωμάτωση μέσω μιας εξυψωμένης λογικής αναφέρεται σε όλους όσους σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη μπορούν να περιγραφούν με αυτή τη φράση «όταν μιλούσαν γι’ αυτούς […] όλοι έλεγαν το ίδιο πράγμα ότι είναι οι γιοι του κανένα δηλαδή υποπρολετάριοι τιποτένιοι».
Αυτός ο τόπος «είναι ένας χώρος εντελώς οριοθετημένος έστω κι αν δεν υπάρχουν περιφράξεις όμως υπάρχουν οι περιπολίες […] παιδιά που γυρίζουν με τα αυτοκίνητα […] οι περίφημοι μουσκίλι». Είναι εδώ και ταυτόχρονα στην Πορτογαλία, τις ΗΠΑ, την Αφρική. Είναι ένας τόπος που βρίσκεται όπου υπάρχουν οι συνθήκες που τον γενούν και όπου υπάρχουν οι γιοι του κανενός.
Η φαινομενολογική εκδίπλωση συνεχίζεται για το σύνολο των λέξεων – πραγματικοτήτων παρουσιαζόμενες σε όλο το αντιφατικό πλέγμα των σχέσεων τους. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η λούπα της οικογένειας και ο τρόπος με τον οποίο η περιγραφή μιας παραδοσιακής ιταλικής οικογένειας μας οδηγεί στον οικογενειακό πυρήνα της Καμόρα, μας οδηγεί στις σχέσεις πολλών οικογενειών που δημιουργούν τη μαφιόζικη φαμίλια, έως ότου η οικογένεια να απεκδυθεί κάθε χαρακτηριστικό της πλην του ουσιώδους, του ελέγχου. Και έτσι να μας οδηγήσει σε ένα από τα ωραιότερα αποσπάσματα του βιβλίου, από αυτά που τονίζουν τον τρόπο προσέγγισης του Balestrini «στα χωράφια η φατρία προτιμά λευκούς από την ανατολική Ευρώπη […] επειδή τους φέρνει εδώ με ολόκληρη την οικογένεια […] υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα ελέγχου γιατί είναι ένα πράγμα ο νεαρός μαροκινός ή αφρικάνος που είναι μόνος του σε μια ξένη χώρα και μπορεί να δημιουργήσει μπελάδες».
Σε αυτό τον αστερισμό ειρωνείας, μεταφορών, λεκτικών θραυσμάτων υπάρχουν δύο σταθεροί άξονες που τέμνονται και συγκρατούν γύρω τους τον αστερισμό: το χρήμα και η βία. Το χρήμα ήδη από μόνο του ένα ψευδαισθησιακό αντικείμενο που συγκαλύπτει τη βία των κοινωνικών σχέσεων, εδώ μεγεθύνεται και γίνεται το κίνητρο μιας παράλογης βίας «αυτός κατάλαβε ότι εκεί […] υπάρχουν τα χρήματα τα αληθινά χρήματα εκείνα με τα δέκα μηδενικά» και συνεχίζει «αυτός θέλει να έχει κάτι περισσότερο θέλει να έχει την εξουσία θέλει να έχει το μάξιμουμ τα θέλει όλα έτσι είναι». Η αντιστικτική αναφορά στον τίτλο του πρώτου του βιβλίου, Τα Θέλουμε Όλα, και η μετατροπή της γιορταστικής εξέγερσης του εργάτη μάζα και του πρώτου πληθυντικού, στη τυφλή εξέγερση της μαφιόζικης βίας και τον πρώτο ενικό, είναι η πρόσκληση του Balestrini να συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά έχει αλλάξει. Ο αφηγητής στο Σάντοκαν είναι εντελώς ανώνυμος, για να έχει όλα τα ονόματα, για να μπορεί να διακρίνει μεταξύ πρώτου ενικού και πρώτου πληθυντικού.
Χωρίς το φόνο και το ηθικό χρέος που δημιουργεί πιθανώς να μην υπήρχε λογοτεχνία. Το καταστατικό γεγονός της ιστορίας της Καμόρα είναι επίσης ένας φόνος. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ο τρόπος να αφηγηθούμε το θάνατο τον εξαναγκαστικό βίαιο θάνατο. Στο Σάντοκαν αρχίζουμε να βρίσκουμε τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας γλώσσας ακόμα ατελούς αλλά ωστόσο δικιάς μας «θυμάμαι που είδα αυτόν το νεκρό τον πρώτο πραγματικό νεκρό που είδα από κοντά […] κοιτάει με έκπληξη επειδή δεν γνωρίζει ακόμα τι σημαίνει να σκοτώνεις […] ο Τζιάνι από μια καθωσπρέπει πλούσια καλλιεργημένη οικογένεια και όλα τα σχετικά του εξηγεί όχι μόνο σ’ αυτόν αλλά σε όλο το πουλμανάκι με το νι και με το σίγμα ποιος είναι εκείνος που σκότωσαν και για ποιο λόγο τον σκότωσαν και ποιος τον σκότωσε και όλα αυτά τα αφηγείται σαν να αφηγείται ποδοσφαιρικό αγώνα».
Μπορεί να μεταφραστεί ένα τέτοιο βιβλίο; Όχι. Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να εγγραφεί μέσα στη γλώσσα, όχι εκείνη των αφεντικών την άλλη. Ο Αχιλλέας Καλαμάρας απέδειξε ότι την γνωρίζει, ένα έργο δυσκολότερο από μια απλή μετάφραση.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου η ζωγραφιά του Κώστα Μανιατόπουλου δίνει το εικονόγραπτο αντίστοιχο που αναλογεί σε ένα τέτοιο βιβλίο. Σ΄ αυτή τη διαλεκτική άστεως ερήμου, σ’ αυτή την πληθυντική μοναξιά όπου ξεχωρίζουν μόνο λίγες κόκκινες φιγούρες – «κόκκινοι»; ματωμένοι; διαφορετικοί; – είναι που πρέπει να αναζητηθεί μια νέα ικανότητα, μια νέα απαίτηση, μακριά από το χρήμα, τη βία και την εξουσία του θανάτου, μια απαίτηση για τρυφερότητα και ζωή.
Το βιβλίο του Nanni Balestrini μας δείχνει το δρόμο κατά κει: «ξανάφυγα αμέσως το ίδιο βράδυ για το Βορρά πέταξα τα ρούχα που ακόμα βρωμούσαν εκείνη τη φριχτή μπόχα του κατεψυγμένου αίματος ζήτησα να με πάνε στο σταθμό και ορκίστηκα λυσσασμένα ότι δεν θα επιστρέψω ποτέ πια στο χωριό μου».
*από την Βιβλιοθήκη του Χαμένου Χρόνου
info: Νάννι Μπαλεστρίνι, Σάντοκαν, Μετάφραση Αχιλλέας Καλαμαράς, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος.