Το «Σκέφτομαι να βάλω τέλος» του Charlie Kaufman είναι αριστούργημα

| 16/09/2020

Ο Charlie Kaufman (Eternal Sunshine of the Spotless Mind, Adaptation, Being John Malkovich, Synecdoche, New York, Anomalisa), ένας από τους πιο εξαίρετους και ανεξάρτητους δημιουργούς στο κατά τα άλλα αδιάφορο, θλιβερό και βαρετό πλανήτη Hollywood που κατά συνείδηση και κατά συνήθεια βρίθει προπαγανδιστικής και αφομοιωτικής κοινοτοπίας, αποτελεί μια από τις λίγες περιπτώσεις, αν όχι μοναδικής, σεναριογράφου που οι ταινίες που συνέγραψε, και ανεξαρτήτως του σκηνοθέτη που διάλεξε να τις σκηνοθετήσει, έχουν απόλυτα προσωπικό χαρακτήρα και στίγμα δημιουργού. Είναι περίπτωση σεναριογράφου, που ήταν και είναι νυχθημερόν στα γυρίσματα, πράγματι σαν να είναι πίσω από  την κάμερα. Όποιος γνωρίζει την χολιγουντιανή παραγωγή, μπορεί εύκολα να παρατηρήσει, πως κάτι τέτοιο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία, μιας και η βιομηχανία του κινηματογράφου, γενικά, έχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στα προϊόντα της, μετατρέποντας ουσιαστικά αλλά και τυπικά τους βασικούς συντελεστές (και μέσα σε αυτούς σίγουρα το σεναριογράφο) μιας ταινίας, σε υπαλλήλους που φέρνουν εις πέρας, μετουσιώνοντας σε εικόνα, την εμπορική ιδέα του χρηματοδότη-παραγωγού, στη βάση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κριτηρίων της τσέπης τους και του θησαυροφυλακίου των τεράστιων πολυεθνικών-στούντιο.

Ο Kaufman ως καλλιτέχνης και η βιομηχανία του κινηματογράφου

Το Netflix, που ο Kaufman επέλεξε ως διανομέα για την τελευταία του ταινία (η παραγωγή είναι από ανεξάρτητη εταιρία), έχοντας γνώση πως το κοινό του 21ου αιώνα είναι καλύτερα καλλιεργημένο κινηματογραφικά, απ’ ότι παλιότερα, ρισκάρει συμπεριλαμβάνοντας και προωθώντας και ταινίες (κρατώντας ως προτεραιότητα τις σειρές για μερίδιο του κοινού που θέλει να διασκεδάζει με όρους καθημερινότητας) που βγαίνουν από τα σκληρά κριτήρια της εξόφθαλμης μαζικής κουλτούρας, δίχως προφανώς να δραπετεύουν από αυτή. Προωθεί ενίοτε την τέχνη του σινεμά γιατί γνωρίζει πως μπορεί και με αυτό τον τρόπο να αφομοιώνει συνειδήσεις δίχως ωστόσο να χρειάζεται να του κολληθεί η στάμπα του συνειδησιακού κανίβαλου. Θυμίζει καπιταλιστές της σύγχρονης εποχής που, αντιθέτως με τους «συναδέλφους» τους των αρχών του 20ου αιώνα, πάλι το κέρδος και τον έλεγχο του κοινωνικού ιστού προασπίζονται, αλλά από την άλλη είναι πολύ προσεκτικοί ώστε να μην βγάλουν με την πρώτη αναποδιά την εθνοφρουρά και τα τανκς στους δρόμους για να θερίσουν τον κόσμο. Το Netflix δεν δολοφονεί «αισθητικά» συνεχώς τους θεατές, αλλά πράγματι τους παράγει και τους συντηρεί ως καταναλωτές, όπως κάθε άλλη πολυεθνική.

Εδώ και χρόνια, ο Kaufman, το έχει γυρίσει στον απόλυτο κινηματογραφικό έλεγχο, γράφοντας και σκηνοθετώντας τις ταινίες του, εκπλήσσοντας και ικανοποιώντας το κοινό από το εύρος της εμβάθυνσης στις θεματικές του και το πρωτότυπο, απόλυτα προσωπικό του ύφος. Οι ταινίες του, είτε ως σενάρια –βγάζοντας εκτός κάποια που δεν τα θεωρεί, και δεν είναι καν, μιας και στουντιακές παραγγελίες, μέρος της φιλμογραφίας του-, είτε ως ολοκληρωμένα δημιουργήματα του, αποτελούν έργα τέχνης και όχι κλασικά μαζικά κινηματογραφικά θεάματα.  Αυτή η επιλογή του ωστόσο, έχει και τις λογικές συνέπειες της. «Πρέπει να βγάλω ένα μισθό. Κάνω ό,τι μπορώ για να βγάλω τα προς το ζην, αλλά ταυτόχρονα ελπίζω να μπορώ να κάνω αυτά που θέλω να κάνω» έχει δηλώσει προσφάτως καθώς αναγνωρίζει πως το «να κάνει ανεξάρτητες ταινίες στις ΗΠΑ γίνεται όλο και πιο δύσκολο για αυτόν»[1]. Με άλλα λόγια, επιβεβαιώνει το γεγονός πως οι εταιρίες ρισκάρουν να χάνουν και τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές (τους), ακόμη και αυτές που δεν είναι ξεκάθαρα πολιτικά αντίθετες στο σύστημα τους περιεχομενικά που ωστόσο από άποψη φόρμας είναι, και ως εκ τούτου, δεν λειτουργούν πλήρως με βάση τους τελικούς οικονομικούς τους στόχους. Η αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία μοιάζει να είναι η πιο ισχυρή μηχανή του κιμά που τα προϊόντα της είναι μια αμφίβολης ποιότητας, αλλά απαράμιλλης γεύσης, μάζα από κάθε είδους κακά υλικά με επιπλέον, και για ξεκάρφωμα, λίγο από ποιότητα δημιουργού για το τελικό άρωμα που θα καταβροχθίσει ο θεατής-καταναλωτής. Σαν τα burgers των McDonalds με το ταλαίπωρο μαρουλάκι απαραίτητο για την ψευδαίσθηση.

Μέσα σε όλη αυτή την συνθήκη ωστόσο συνεχίζει. Και συνεχίζει δυναμικά όπως μας έχει συνηθίσει από την αρχή της δημιουργικής του πορείας. Η γενιά μας έχει συνδεθεί βαθιά, έχει σχεδόν ταυτιστεί με την «Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού» και το τρόπο που χειρίζεται το ανθρώπινο συναίσθημα, την ανθρώπινη συμπεριφορά και ανθρώπινη κατάσταση. Με μια εξαιρετική στοργή, οικειότητα και μια δημιουργική κριτική σκέψη καλόκαρδου καλλιτέχνη, οι ταινίες του μοιάζουν να έχουν επιμεληθεί από ένα εξαιρετικά πολύπλοκο αλλά πολύ ανθρώπινο άγγιγμα. Ιδιότητες που μέλημα του άλλωστε το έχει σε κάθε ταινία και με κάθε χαρακτήρα που μας παρουσιάζει. Είναι κατ’ επέκταση λογικό να προσδοκούμε από κάθε νέα του κινηματογραφική τοποθέτηση ένα εφάμιλλο εκείνης αισθητικό, νοητικό και συναισθηματικό αποτέλεσμα. Τις ιστορίες του, με δύο λόγια, όσο σκληρές και να είναι από άποψη περιεχομένου, φαίνεται να τις ερωτευόμαστε και να τις αγαπάμε με την κυριολεκτική έννοια. Αποτελούν ένα κάποιο σημείο των καιρών και «μέσα στα πράγματα» των ενασχολήσεων μας, συναισθηματικά μιλώντας.

Η ιδιαίτερη φόρμα της ταινίας και η σχέση της με το νόημα και με τον κινηματογράφο συνολικά

Ο Kaufman με το «I’m Thinking of Ending Things» υλοποίησε, και πάλι, κάτι το αριστουργηματικό. Και είναι αυτό: Δημιούργησε, ανέπτυξε, εξέλιξε και κατέστρεψε μέσα σε ένα δίωρο μια ανθρώπινη ερωτική σχέση, μιλώντας, αναλύοντας και μελετώντας εξ’ αρχής ακριβώς αυτή τη θεματική. Μπορεί κάποιος να πει πως αυτό είναι το θέμα τόσων και τόσων ταινιών, και δεν θα διαφωνήσω. Η διαφορά εδώ είναι πως το συγκεκριμένο θέμα είναι ο ίδιος ο στόχος τόσο από θέση περιεχομένου, όσο και φόρμας. Κατάφερε δηλαδή, κινηματογραφικά, να συμπυκνώσει τόση ουσία σε τόσο ελάχιστο χρόνο που στην ζωή, ενίοτε, χρειάζεται χρόνια ολόκληρα  για να συζητηθεί και να γίνει κατανοητή.

Ξεκινώντας σχεδόν αμέσως με μια σκληρή και απαισιόδοξη θέση, πως «ό,τι ξεκινάει, σύντομα και τελεσίδικα τελειώνει», ο σκηνοθέτης καταφέρνει να απεικονίσει τη θλιβερή διαδικασία όπως και δόμησης έτσι και διάλυσης των ανθρώπινων σχέσεων. Και εδώ βρίσκεται το τεράστιο ενδιαφέρον: Έχοντας ως δεδομένο, πως και μια ταινία από την στιγμή που θα ξεκινήσει σύντομα θα τελειώσει, ο Kaufman προσπαθεί να εξισώσει με αυτό τον τρόπο, την σχέση τέχνης και ζωής, ή αλλιώς ιδεών και πραγματικότητας, προσπάθεια άλλωστε αιώνων. Η αρχή-μέση-τέλος μιας ταινίας, και γενικότερα μιας αφήγησης, εδώ έγινε δυνατό να ταυτιστεί και να ταυτοποιηθεί με την αρχή-μέση-τέλος μιας πλευράς της ζωής. Με λίγα λόγια, διαπέρασε την συναισθηματική φάση μιας ολόκληρης ανθρώπινης ζωής, με τις ομορφιές, τις ψευδαισθήσεις, τις απώλειες, τις συναναστροφές και τις κρυφές σκέψεις για όλα αυτά μέσα σε ένα δίωρο (δικό μας και των χαρακτήρων της ταινίας), σαν όλος ο υπόλοιπος χρόνος να είναι άνευ σημασίας. Ό,τι σκέφτεται ο μέσος άνθρωπος, καθημερινά, για τις σχέσεις, ο Kaufman τα συμπύκνωσε μέσα σε μια ταινία. Μια θέση, μια τοποθέτηση, πολύ θλιβερή αλλά ταυτόχρονα και καλλιτεχνικώς σπουδαία, που ασχέτως των θέσεων του υπογράφοντα δεν μπορεί παρά να επιβραβευτεί ως ένα σημαντικότατο πείραμα καλλιτεχνικής δυναμικής.

Η θέση, σύμφωνα με μια ερμηνεία της ταινίας, είναι πως η ζωή είναι μια χρόνια αλληλουχία από άπειρα, αδιάφορα και μάταια διάκενα και η ουσία της κρατάει μονάχα ένα δίωρο (αφού ξαναλέμε πως ταυτίζονται χιλιάδες ώρες δικών μας αναλύσεων με τα λόγια που ανταλλάσσουν οι χαρακτήρες στη ταινία). Μελαγχολική, μηδενιστική, κοσμοθεωρία; Ίσως! Ωστόσο η καλλιτεχνική φόρμα την επιβεβαίωσε ως εν δυνάμει πειστική και αφοπλιστική. Το σινεμά τώρα μπορεί να πεθάνει, κατά Kaufman, μπορούμε να πούμε. Σκεπτόμενος πως μπορεί να βάλει ένα τέλος, όπως και ο τίτλος της ταινίας του, έκανε μια προσπάθεια να το κάνει ίσως, πάνω στη φόρμα αφήγησης. Ανακάλυψε ένα αφηγηματικό μοντέλο με το οποίο μπορούν να συμπυκνωθούν νοήματα που ταλαιπωρούν χρόνια. Αυτό είναι άλλωστε το σινεμά, και η τέχνη γενικότερα. Συμπύκνωση του χρόνου. Εδώ βρήκε μια απόλυτη ισορροπία. 

Μια κριτική στις νοηματικές θέσεις της ταινίας, ωστόσο θα μπορούσε να μεταθέσει μεθοδολογικά τα κριτήρια που ο δημιουργός μας θέτει. Η ουσία, για παράδειγμα, δεν βρίσκεται στο μυαλό, δεν βρίσκεται στις «ιδέες» και τις «σκέψεις» των ανθρώπων που περιεργάζονται και που τελικά μπερδεύονται, συγχέοντας πραγματικότητες και προσδοκίες μέσα σε μια συνολική απραγία και σε μια μοιρολατρικής φύσης παθητικότητα μπρος στα πράγματα και τα δεδομένα της πραγματικότητας. Κατ’ επέκταση, η ουσία δεν βρίσκεται σε μια ψευδαίσθηση της ζωής, όπως είναι η τέχνη, δεν πρέπει να μοιάζει σαν μια κινηματογραφική ταινία, δεν είμαστε χαρακτήρες που παίζουν ρόλους και νοηματοδοτούν ή εννοιολογούν τα πάντα κάτω από την πίεση του χρόνου. Η ουσία, ακριβώς, βρίσκεται στα διάκενα τα ίδια, που είναι (ή οφείλουν να είναι) γεμάτα με ενεργητική δράση και διαλεκτική αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, την κοινωνία και τους ανθρώπους που ερχόμαστε σε συναναστροφή. Το να καταφέρει, για παράδειγμα, να μας μιλήσει ο Kaufman για τόσα σε ένα δίωρο, χρειάστηκε χρόνια, ενεργητικής δράσης σε σχέση με τις ιδέες του. Το να σκεφτείς και να υλοποιήσεις κάτι, δηλαδή, θέλει χρόνο, με προσαρμογές, αναπροσαρμογές, συσσώρευση εμπειριών, οπισθοδρομήσεις, άλματα, παθητικότητα και κυρίως ενεργή δραστηριότητα. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια σύνοψη όλων αυτών, αλλά η διαδικασία η ίδια αποτελεί τη πραγματική ζωή ενός ατόμου.

Δεν μπορώ παρά μην εκθειάσω, συνοπτικά λοιπόν, την φόρμα για την οποία μιλάμε τόση ώρα και που λειτουργεί τόσο επιτελικά στο νόημα. Η ταινία έχει ένα απόκοσμο, εφιαλτικό και εθιστικό ύφος, δημιουργημένο με όλα τα πιο ενδιαφέροντα υλικά της καλλιτεχνικής πράξης: Τέλεια δομημένα, ακριβώς γιατί διαλέγει αλλοπρόσαλλα πλάνα, τέλειο ακανόνιστο μοντάζ που δημιουργεί αίσθηση ιλίγγου, αδιεξόδων και απομόνωσης από την πραγματικότητα, σκληρό παγωμένο φωτισμό, απίστευτη ηθοποιία, συμπεριφορικότητα και εκφραστικότητα (δομικό στοιχείο του δημιουργού), πυκνό σενάριο και διαλόγους που δεν μπορούν παρά να ταυτιστούν με λόγια και σκέψεις που όλοι μάλλον έχουμε κάνει και μια πυκνότατη αφήγηση σε τρεις (δίχως να συμπεριλάβω το φινάλε), όλες και όλες, συμπυκνωμένες σεκάνς ενός δίωρου της ζωής ενός ζευγαριού που, εν τέλει, σπανίως το σινεμά έχει δομήσει τόσο συγκλονιστικά. Ο Charlie Kaufman αποδείχτηκε, και πάλι, όπως και επιπλέον, μια ώριμη κινηματογραφική και αφηγηματική διάνοια.

[1] Hollywood Reporter, 8/7/2016, https://bit.ly/33s8t5X

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.