Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ (documentary)

| 17/05/2020

«Η ιστορία ενός ποιητή, η ιστορία μιας χώρας. Πώς θα μπορούσε να ειπωθεί η ιστορία της ζωής και του θανάτου;»

Πώς άραγε; Βλέποντας το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Γιάννη Καρπούζη, σε σενάριο του Ανδρέα Βακαλιού και του Ηλία Λιατσόπουλου (που υπογράφει και την έρευνα), προβάλει απευθείας το ερώτημα: «Πώς πρέπει να μ ι λ ή σ ω για να μπορέσω να π ω κάτι;»

Μαθαίνουμε για τον ποιητή; Είναι αυτό το ζητούμενο; Μαθαίνουμε για την ιστορική του εποχή; Είναι μήπως αυτό; Ασφαλώς είναι κι αυτά, αν και κυρίως έχει σημασία η μέθοδος με την οποία μαθαίνουμε. Κυρίως όμως είναι κάτι άλλο και αφορά το σύνολο της αντίληψης μας για το σινεμά. Το σωστό ερώτημα λοιπόν είναι το αν θέλουμε να γίνουμε μάρτυρες μιας νέας καλλιτεχνικής πράξης. Που ως αναφορά έχει το έργο του ποιητή Νίκου Καρούζου αλλά από εκεί και πέρα είναι κάτι νέο, διαφοροποιείται από αυτή, που απευθύνεται επιπλέον και σε όσους δεν τον γνωρίζουν καν.

Προφανώς δεν τίθεται για πρώτη φορά αυτό το ερώτημα. Αποτελεί μια χρόνια συζήτηση. Συχνά μπαίνει έτσι: είναι ο κινηματογράφος ένα μέσο που αποσκοπεί στο να μας πληροφορήσει; Αν συσκοτίσουμε λίγο την κατάσταση, αν αντικαταστήσουμε έννοιες, ίσως και να φωτιστεί καλύτερα. Είναι η ποίηση, λοιπόν, ένα μέσο για να μας δώσει πληροφορίες; Ασφαλώς και όχι, σύσσωμα θα απαντήσουμε. Προσεγγίζοντας το έργο του Καρπούζη, κάνουμε το ίδιο (αν όχι, τότε το οφείλουμε) και απαντάμε ως εκ τούτου απευθείας και στο ερώτημα: ο κινηματογράφος είναι τέχνη με αυτονομία και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και μονάχα ως τέτοια μπορούμε να την απολαύσουμε. Η τέχνη εν γένει δεν δίνει ποτέ στεγνές πληροφορίες. Δίνει συναισθήματα από την μία, κριτική αντίληψη, κριτική «μνήμη» από την άλλη. Μας επαναπροσδιορίζει δηλαδή στην σχέση μας με τον χρόνο. Τα αλλεπάλληλα πλάνα (σκόρπια, αρχειακά, επαναπλαισιωμένα, αντιθετικά) συνθέτουν και πυκνώνουν ένα χρόνο (περασμένο, τωρινό, μελλοντικό) στο οποίο μονάχα κινηματογραφικά γινόμαστε μάρτυρες του. Και έτσι εδώ, ο Καρούζος ζωντανεύει ως ποίηση, ως ποιητικός χρόνος, πανταχού παρών, και που μας επικαλύπτει, ή και αναζωογονεί, τις σύγχρονες ιδέες μας.

Ας τελειώνουμε λοιπόν με την λανθασμένη αντίληψη να αναζητούμε για κάθε τι πληροφορίες. Ας τελειώνουμε με τις άχαρες παραδοσιακές μας παραδοχές για τη φόρμα του ντοκιμαντέρ. Όποιος θέλει κάτι τέτοιο, να ψάξει κάπου αλλού. Τα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης είναι γεμάτα από γνωστικές πληροφορίες, και ενίοτε αμφισβητήσιμες φιλολογικές μελέτες. Σε σχέση ακριβώς με αυτό, θα είχε ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε κατά πόσο μπορούμε όντως να συγκρατήσουμε, κάτι το ελάχιστο από αυτές, όσο και να τις καταναλώνουμε. Η απάντηση σίγουρα θα μας εκπλήξει. Αν ήθελε κάτι τέτοιο εξάλλου ο δημιουργός του συγκεκριμένου, δεν θα κινηματογραφούσε την θάλασσα σε jump cut επαναλήψεις, τις παπαρούνες σε κορεσμένα χρώματα, τον Καταλειφό σκεπτικό από τους ήχους του Πολυτεχνείου του 73’ και σε κόντρα πλάνα εικόνες του Καρούζου με το τσιγάρο του, ούτε θα ακούγαμε τους ήχους των μηχανημάτων βιντεοσκόπησης και ηχογράφησης σαν ένα background ηχητικό «χαλί». Τους ήχους του play, pause. Δεν θα βλέπαμε απότομα κοψίματα και χρονικά άλματα. Δεν θα ήθελε η ταινία του εσκεμμένα να μοιάζει με κατασκευή. Με άλλα λόγια, βλέπουμε, ακούμε, και συνθέτουμε πλάνα σε σουπερ 8, αρχειακό υλικό, σύγχρονη κινηματογράφηση. Ήχους, ηχογραφήσεις, απαγγελίες, σκέψεις. Ένα σύμπαν εικόνων, ήχων και λόγων ενιαίο και διασπασμένο. Μια νέα δόμηση με παλιότερα υλικά. «Σκέψεις πάνω στις εικόνες» και εικόνες πάνω στις ποιητικές ιδέες.

Ασφαλώς δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με κάτι άλλο. Ο Καρπούζης κάνει την δική του προσέγγιση της ποιητικής πράξης διαμέσου της δυναμικής που έχει η κινηματογραφική εικόνα. Κινηματογραφεί το αδιάλειπτο της, ως μια ενιαία ύπαρξη, απτή σε όλους μας. Ας θυμηθούμε πώς διαβάζουμε, όταν διαβάζουμε ποίηση. Ας θυμηθούμε τα νοητικά και συναισθηματικά «βήματα» που κάνουμε μπρος στις λέξεις και θα καταλάβουμε γιατί το να ακολουθούμε με τον ίδιο τρόπο τα κινηματογραφικά πλάνα έχει μεγαλύτερη πραγματικά σημασία από όποια πληροφορία δεχτούμε. Με άλλα λόγια: έχουμε να κάνουμε με μια ταινία, μια ταινία με απόψεις των δημιουργών της για την ποίηση, για την εποχή μας, που έχει ως αναφορά τον Νίκο Καρούζο, την ποίηση του και την εποχή του. Κι αυτό είναι πραγματικά το σημαντικό. Είναι κάτι νέο. Όχι μια αποβαλσαμοποίηση του ποιητή. Θα το θέσω διαφορετικά: δεν θέλω να μάθω π ο ι ο ς είναι ο Καρούζος αλλά γ ι α τ ί είναι ο Καρούζος. Κατ’ επέκταση μετά την ταινία μένει (μονάχα αν το θέλουμε) να εισέλθουμε και στο έργο του. Η φωτιά άναψε. Οι λέξεις του μπορούν να επιστρέψουν τώρα πυρακτωμένες.

Βιώνουμε μια αναζήτηση, μια διαδικασία. Ένα δρόμο. Ξεκινάμε από κάπου και φτάνουμε κάπου αλλού. Αυτή είναι, ασφαλώς, η διαδικασία της τέχνης, η διαδικασία της ουσιώδης γνώσης. Δεν μας ενδιαφέρει η στατικότητα και ψευδοεπιστημονικότητα της βιογραφίας. Είναι ανώφελη. Η ζωή μπορεί να προχωρά μπροστά με στατιστικές και νόμους αλλά η ζωή επιπλέον προϋποθέτει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Και αυτός αναπτύσσεται με ένα συνονθύλευμα ιδεών, πράξεων, συγκινήσεων, ανθρώπινων μεγαλείων και «ενθυμίων φρίκης» όπως αρέσκεται να λέει ο ποιητής. Ο Καρπούζης λοιπόν δεν γίνεται ο βιογράφος του, μα ένας καταγραφέας και ένα μεγάφωνο του προς το σήμερα. Δεν μας ενδιαφέρει άλλωστε ένας «αντικειμενικός» Καρούζος. Τους ποιητές, καλώς, δεν τους χωράνε οι εγκυκλοπαίδειες. Αυτοί οι αμφότεροι φύλακες και καταστροφείς της γλώσσας, δεν ανήκουν στο σωστό και δόκιμο. Το αρνούνται εξ’ ορισμού.

Ποίηση, ζωή, πολιτική, θάνατος, ιστορία. Παραδοξολογίες ίσως, και ποιητικές αφαιρέσεις. Πολύ καλά κάνανε οι δημιουργοί του που επέλεξαν να καταπιαστούν με αυτά τα βαρυσήμαντα. Λέξεις γεμάτες νοηματικά και εννοιολογικά εκτοπίσματα. Όγκοι που αδυνατείς να κατανοήσεις πλήρως και εφευρίσκεις μεθόδους για να τις συγκρατείς σαν ρομαντικά τρόπαια. Ωστόσο να, που μέσα από την σύνθεση τους μπορούν να αποκτήσουν μη μυθολογικά χαρακτηριστικά. Η τέχνη μοιάζει να απομυθοποιεί. Εφευρίσκει δρόμους, σε χέρια κατάλληλα, για να μετατρέψει την αφαίρεση σε απτές συναισθηματικές και ιδεολογικές εμπειρίες.

Μια πολιτική θέση ίσως: το να δημιουργείς τέχνη, δεν είναι παρά να ζεις με τα φάσματα όλων που υπήρχαν, όλων που υπάρχουν και όλων όσων προσδοκείς να υπάρξουν.

Πώς θα το έκανα εγώ; Κάποιος άλλος; Αν αποφευγόταν για παράδειγμα η «παραδοσιακή» μέθοδος των συνεντεύξεων, τα πλάνα θα ενδυνάμωναν ακόμη περισσότερο. Θα φτάναμε στο κινηματογραφικό ύφος του Chris Marker, που άλλωστε μοιάζει να συμβαίνει ως καλλιτεχνική αναφορά. Οι προσεγγίσεις ωστόσο ενός θέματος, ασφαλώς και μπορεί να είναι όσες και οι ερμηνείες του θέματος στο οποίο αναφέρεται ο καλλιτέχνης. Κάθε προφανώς προσπάθεια, ειδικά ντεμπούτο, έχει άλλα κριτήρια αυστηρότητας. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, τιμά την διαδικασία, τιμά την σπουδή στο σινεμά και στην ποίηση, τιμά και το σινεμά και την ποίηση εν γένει, χωρίς να τις ρομαντικοποιεί.

Οι ποιητές, οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι όλοι είναι υποκείμενα της ιστορικής τους εποχής. Δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν πριν ή μετά από αυτή. Ξέρετε τι έχει τεράστια σημασία τελικά; Πως η προσέγγιση ετούτη του Καρούζου δηλώνει ότι η ιστορική εποχή που εκείνος έζησε δεν έχει αλλάξει μήτε και για εμάς. Όταν μιλάμε για το παρελθόν, όταν μιλάμε για την ιστορία, πρέπει να παίρνουμε υπόψη και τις σκέψεις μας για αυτή. Μονάχα έτσι ο στίχος θα έχει κάποιο νόημα: «Δεν θα καταλαγιάσουμε. Από αγάπη στο αδέκαστο κενό, από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο, θα περιπολούμε».

Info

Nikos Karouzos, Poems on a tape Recorder (original title)
Πρωταγωνιστεί: Δημήτρης Καταλειφός
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καρπούζης
Σενάριο: Ανδρέας Βακαλιός, Ηλίας Λιατσόπουλος
Μουσική: Κλέων Αντωνίου, Γιάννης Χαρούλης, Λευτέρης Ανδριώτης
Μοντάζ: Λεωνίδας Παπαφωτίου
Έρευνα: Ηλίας Λιατσόπουλος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιάννης Καρπούζης, Γιάννης Κανάκης
Μεταφράσεις: Κωνσταντίνος Κουτσικουρής (Constantine Cucci)
Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Φυλακτίδης και 17 δηλητηριασμένοι Εγγλέζοι
Μιξάζ: Κώστας Φυλακτίδης
Επεξεργασία χρώματος: Γρηγόρης Αρβανίτης (Gregory Arvanitis) / Authorwave
Post: Authorwave
Παράγωγη: Empty Square, ΕΡΤ, ΕΚΚ
Εκτέλεση Παραγωγής: Λίνα Σαμοίλη, Jacob Moe
Συμμετέχουν (με σειρά εμφάνισης): Γιώργος Ξένος, Σάββας Μιχαήλ, Κωστής Παπακόγκος, Τίτος Πατρίκιος, Πότα Κακαβά, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Ευριπίδης Γαραντούδης, Θεόδωρος Ρακόπουλος, Γιάννης Δάλλας, Αλέξιος Σαββίδης, Μαίρη Μεϊμαράκη, Τάσος Γουδέλης, Θάνος Σταθόπουλος, Αντώνης Φωστιέρης, Απόστολος Γιαγιάννος, Μανόλης Πρατικάκης, Αριστείδης Βετούλης, Irene Larsson, Σταύρος Στρατηγάκος, Εύα Μπέη, Θάνος Κωνσταντινίδης

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).