Με αφορμή (και για) την ταινία Last and First Men
Τα κινηματογραφικά έργα κρίνονται ως αυτόνομα και ανεξάρτητα αισθητικά προϊόντα ή ως μέρος ενός πολιτισμικού συνόλου με βαθιές ρίζες στις ιδεολογικές αντιλήψεις της εκάστοτε εποχής;
Η απάντηση σε τούτο το ερώτημα είναι που θα έπρεπε να διακρίνει την κινηματογραφική κριτική από κάθε άλλη παρουσίαση τους. Δεν είναι τυχαίο που ο κινηματογράφος από πολύ νωρίς μπήκε στο μελετητικό πεδίο όχι μονάχα της ιστορίας και τη θεωρίας της τέχνης όσο και του συνόλου των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών: στοχαστές της φιλοσοφίας, της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και της ιστορίας θέσανε τον κινηματογράφο ως ισότιμο άξονα της συνολικής διερεύνησης του κοινωνικού ιστού και εμπειρίας.
Έτσι μια κατά συνθήκη αποκαλούμενη πειραματική ταινία που κυκλοφορεί στις αίθουσες μας αναγκάζει να θέσουμε κάποιους λίγους προβληματισμούς.
Μοιάζει να μας γοητεύει συχνά η εξιδανίκευση της μεταφυσικής και του ιδεαλισμού με κάθε μέσο, όπως εδώ του καλλιτεχνικού. Αλλά μήπως θα έπρεπε να το δούμε λίγο ξανά αυτό ακριβώς; Την εξιδανίκευση αυτή ως ένα βαρύ κοινωνικό-ηθικό αποτύπωμα στον σύγχρονο μας κόσμο και κουλτούρα; Συνέπεια πολλών (και αισθητικών) αφηγημάτων που επιστρέφουν συντηρημένα από παλιές, και συχνά ιστορικά επικίνδυνες, αναφορές που ίσως κάποιος Benjamin(1) ή κάποια Sontag(2) θα είχαν βάλει και πάλι στο στόχαστρο;
Ίσως στις ακραίες εποχές της κοινωνικής οργής και συλλογικής μελαγχολίας, όπως η δική μας, ο φασισμός ως ιδεολογική θέση δεν βγάζει μονάχα τα εγκληματικά μαχαίρια του αλλά ανοίγει τις αγκάλες του καλοσωριζοντάς μας με το πιο στερεότυπο εργαλείο του: την αισθητική. Με μεγαλειώδη μνημεία υπό την υπόκρουση ενός κάποιου Wagner. Ό,τι προκαλεί δέος δηλαδή: το συναίσθημα υποτίμησης που νιώθει κάποιος για τον εαυτό του μπρος σε μια ψευδαίσθηση που αυτοχρίζεται ανώτερη, μιας και αναπαράσταση.
Οι συγκρίσεις αυτής της, προφανώς εντυπωσιακής εικαστικά, ισλανδικής ταινίας με το “La Jetee” ή/και το “Hiroshima mon amour”, κατ’ ομολογία και συντελεστών της ταινίας, είναι ωστόσο άστοχες, μιας και πέρα από το ασπρόμαυρο της εικόνας, η φόρμα, τα εκφραστικά στοιχεία και εν τέλει η κοινωνιολογική θέση που παράγουν βρίσκονται στην ακριβώς αντίπερα (ιδεολογική) όχθη. Το γαλλικό σινεμά, ειδικά εκείνης της εποχής και ακόμα ειδικότερα της αποκαλούμενης “αριστερής όχθης” του, δεν θα μπορούσε από ιστορική άποψη να κόψει γέφυρες με την διαλεκτική (άλλωστε συστατικό στοιχείο της κινηματογραφικής γλώσσας).
Υ.Γ. Τα γιουγκοσλάβικα παρτιζάνικα μοντερνιστικά μνημεία που αναπαριστά η κάμερα ως “μάτι” που κατασκευάζει αναπόδραστη και πολύ συγκεκριμένη θέαση για όλους, τα βγάζει εντελώς εκτός του original context και τα τοποθετεί σε ένα παντελώς διαφορετικό.
Αυτή η εξ’ ορισμού πανέμορφη δυναμική του σινεμά μπορεί ενίοτε να παράξει ηθικές και πολιτισμικές ανατροπές πάνω στο παρελθόν ή αντιθέτως να επιστρέψει κάποιον δέσμιο ακριβώς εκεί ώστε στην καλύτερη περίπτωση να το θαυμάζει άκριτα και στη χειρότερη να το προσκυνά σαν μια κάποια προγονική… Χαμένη Ατλαντίδα.
Ο κάθε θεατής επιλέγει στη βάση του κοινωνικά διαμορφωμένου κώδικα αξιών του. Πράξη πάντοτε πολιτική.