Το να μιλάς ενάντια στο Hollywood δεν σημαίνει ότι δεν το αποδέχεσαι κιόλας

Με αφορμή την ταινία MaXXXine

| 04/07/2024

Μια άσημη ταινία έχει πολλά περισσότερα να μας πει από όσο νομίζουμε

Το MaXXXine του Ti West, δεν έχει να δώσει, όπως οι προκάτοχοί του, κάτι νέο και ενδιαφέρον ως ταινία, μας αναγκάζει ωστόσο να ασχοληθούμε μαζί του καθώς δίνει την ευκαιρία για διάφορες χρόνιες διαπιστώσεις πάνω στο σύστημα παραγωγής του σινεμά, καθώς επιβεβαιώνει μια πολύ παλιά ιστορία, αυτή που ίσχυε ανέκαθεν στη βιομηχανία (του Hollywood ασφαλώς και επίσης όποιας άλλης θέλει να της μοιάσει): αν ένας καλλιτέχνης μπλέκει όλο και πιο βαθιά στα γρανάζια της, όσο ανεξάρτητος κι αν όντως ξεκίνησε, όσο ανεξάρτητος κι αν πιστεύει ότι μπορεί να παραμείνει ενώ πλέον χολιγουντοεξαρτημένος, το έργο του θα περνάει από χιλιάδες κόσκινα ελέγχου και θα μετατρέπεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που, αν θέλουμε να είμαστε επιεικείς μαζί του, φαντάστηκε ή αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πλήρως αποδέχθηκε. Το έργο του, υπογεγραμμένο ρητά και με τεράστια γράμματα από αυτόν, αλλά φτιαγμένο υπόρρητα από άλλους, με απλά λόγια μια ειρωνεία, θα καταντάει από κάτι το συμβατικό ως και κάτι το τελείως βαρετό, μπανάλ κι άνευρο, κρατώντας μόνο φαινομενικά κάποια αισθητικά χαρακτηριστικά του εμφανή αλλά καθόλου ακέραια. Το Hollywood θέλει καλούς υπαλλήλους να τα βγάζουν εις πέρας και να αποδέχονται ευθύνες αλλά δεν θέλει καλλιτέχνες.

Οι πρώτες δύο, δυνατές και ενδιαφέρουσες, θεματικά και αφηγηματικά, ταινίες X και Pearl, κυρίως η πρώτη, που κυκλοφόρησαν πριν δύο χρόνια επιβεβαιώνουν έναν άλλο αντίθετο κανόνα. Οι λεγόμενες b-movies, συχνά τρόμου, έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν, με εργαλείο τον τρόμο, τη βία κ.λπ, για περισσότερα κοινωνικά θέματα και συχνά με πιο οξεία ματιά, ακριβώς γιατί οι μεγάλοι παραγωγοί αδιαφορούν αρχικά γι’ αυτές και τον αντίκτυπό τους, εκτός κι αν τελικά πετύχουν κατά κάποιον τρόπο στο εμπορικό επίπεδο. Ως τότε γνωρίζουν πως υπάρχει τεράστιο ρίσκο εμπορικής ζημιάς ή και κριτικής αποτυχίας που θα «χρεώσουν» στον δημιουργό τους ενώ μια ενδεχόμενη οικονομική επιτυχία θα την καρπωθούν, και ως κύρος, οι ίδιες. Σε δεύτερο επίπεδο είναι σαφές πως το κοινό στο οποίο απευθύνονται, ούτως ή άλλως, σπάνια είναι πολυπληθές, συχνά μη κοινωνικά ενεργό ή έχει συγκροτήσει μια δεδομένη αρνητική γνώμη για τον άτολμο εμπορικό κινηματογράφο, για το απλοϊκό και επαναλαμβανόμενο θέαμα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το MaXXXine, μετά την κριτική και εμπορική επιτυχία των πρώτων δύο και του γεγονότος πως πάνω στο franchise πέσανε πλέον περισσότεροι παραγωγοί ώστε τα διαφαινόμενα κέρδη να συντηρηθούν και να αναπτυχθούν, δείχνει εξαρχής την αφηγηματική του φτώχεια ακριβώς λόγω της θεματικής που διατείνεται πως προτείνει, άμεση συνέπεια της παραπάνω διαπίστωσης. Το έργο είναι γυρισμένο εξολοκλήρου μέσα στο Hollywood, με όλα τα προνόμια, όλους τους χώρους και όλες τις εγκαταστάσεις του στο πιάτο κι ως εκ τούτου ένα σοβαρό κριτικό σχόλιο ενάντιά του θα έμοιαζε παράταιρο αν όχι σκανδαλώδες. Αντί να εμβαθύνει, να φέρει στη σύγχρονη αμερικάνικη (και παγκόσμια) κατάσταση, όπως μας προετοιμάζει, τη θεματική με την οποία ξεκινάει η ταινία, -και που βασίζεται σε μια φράση της Bette Davis πως «σε αυτόν χώρο, πρώτα πρέπει να γίνεις τέρας για να γίνεις σταρ»-, τελικά αφομοιώνεται ολόκληρη στη λογική του τέρατος και η ατάκα η ίδια γελοιοποιείται μέσα στο σταριλίκι μιας άρτιας παραγωγής. Οι φαινομενικά κριτικές προθέσεις του, αναιρούνται και ανατρέπονται πλήρως. Το έργο, με το βαρύγδουπο μότο της αφίσας του «Το Hollywood είναι δολοφόνος» να μοιάζει τελικά με μια γελοία φάρσα, μετατρέπεται αργά, έντεχνα και μεθοδικά σε ένα ξέπλυμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας και μια εκ νέου μυθοποίηση του Hollywood, της βαρύτητας, του δέους και του κύρους που αυτό διεκδικεί να επανακτήσει και στον 21ο αιώνα. Θα μπορούσε κάλλιστα αφού ο σκηνοθέτης ήθελε να ξεκινήσει με μια διάσημη ρήση να κλείσει επίσης ανάλογα και με μια πιο λαϊκή φράση αυτή τη φορά: το «μην δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει» είναι αρκετά ταιριαστό για την καλλιτεχνική και θεματική του υποταγή στους παράγοντες και τα στούντιο τα οποία του έδωσαν την άδεια να εκφράσει γνώμη γι’ αυτά, υπό την εποπτεία τους.

Είναι αλήθεια πως το σύγχρονο Hollywood (όπως και συνολικά το αμερικάνικο πολιτικό σύστημα και τα think tank του), μετά από έναν αιώνα κρίσεων κι επικρίσεων, επιτρέπει ανοιχτά στους κόλπους του (με πιο γνωστό και τρανταχτό παράδειγμα το Netflix) να του ασκείται μια, ακόμη και έντονη, κριτική αλλά δεν πρόκειται να αποδεχθεί ποτέ από οποιονδήποτε και με τίποτα μια εξολοκλήρου απόρριψή του. Αυτός είναι και ένας πρόσθετος λόγος της χρόνιας υπεροχής και κυριαρχίας του. Η αφομοίωση της όποιας διαφωνίας και οργής, καθώς δεν αποτελεί διαφωνία τομής, δηλαδή πολιτικού χαρακτήρα.

Μιλάω με αφορμή μια ταινία και παρεμπιπτόντως για το Hollywood αλλά είναι πασιφανές ότι τα ίδια ισχύουν για κάθε άλλη καθιερωμένη ή wannabe βιομηχανία του (κινηματογραφικού) θεάματος, για κάθε εμπόριο που αφορά την τέχνη, για κάθε μαζική κουλτούρα, για κάθε σύνθλιψη των ανθρώπων και της καλλιτεχνικής έκφρασής τους σε ένα οικονομικό σύμπλεγμα που μετράει αρχικά τα εισιτήρια και τις πωλήσεις και επιπλέον τις ανάλογες συνειδήσεις που θέλει να παράγει. Αυτές που θα επιστρέφουν μονίμως στα ταμεία, θα έχουν δώσει πάγια εντολή για τις συνδρομές τους, θα ανακυκλώνουν, σε τελική ανάλυση, την παθητικότητα και τον καταναλωτισμό τους.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.