Αφίσες: όπλο των εξεγερμένων το Μάη του 68, και του κάθε Μάη

| 24/05/2019

Το θέμα με τον Μάη είναι ότι, όπως κάθε τι πρωτόγνωρο που συμβαίνει στην ιστορία, έχει τέτοιες προεκτάσεις στο σήμερα που είναι ακατόρθωτο να τις αντιληφθεί ή να τις μελετήσει ή να τις στοχαστεί κανείς συλλήβδην. Γι’ αυτό σκέφτομαι πως πιο γόνιμο είναι να δει κανείς πτυχές της επίδρασης αυτής, έχοντας πάντα στο μυαλό το πλαίσιο μιας ολόκληρης ιστορικής συνθήκης και κοινωνίας εντός της οποίας καθετί που μελετά, συμβαίνει. Κοιτώντας τις αφίσες του Μάη, τις αφίσες που ραγδαία γέμισαν τους δρόμους και αντικατέστησαν τις διαφημιστικές αφίσες αχρείαστων προϊόντων της καταναλωτικής μανίας, επιστρέφω σ’ αυτό που έχει σταθεί πίσω από την δημιουργία τους.

Το atelier populaire, το εργαστήρι του λαού, μία κολεκτίβα ιδρυμένη από πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες , είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου την σύλληψη αισθητικά, αλλά και ως προς το περιεχόμενο, του μηνύματος των αφισών που μοιράστηκαν και κολλήθηκαν τις ανοιξιάτικες μέρες του 1968. Όσοι απάρτιζαν το ατελιέ τάσσονταν συνολικά ενάντια στην καθιερωμένη θέση του καλλιτέχνη εντός της αστικής τάξης, που τον έθετε εκτός της κοινωνίας και επικεντρωνόταν στην προσωπική επιτυχία και ατομική δημιουργία. Στήριζαν πως σκοπός της τέχνης είναι να εμπνέεται από το λαό και τις ανάγκες του, και να επιστρέφει σε αυτόν. Γι’ αυτό άλλωστε στράφηκαν στην παραγωγή πολιτικής αφίσας άμεσα, κατά την εξέλιξη των απεργιών και διαδηλώσεων, προκειμένου να συνομιλήσουν με την κοινωνική ανάγκη που έχει προκύψει και επί της οποίας έχουν λόγο. Οι αποφάσεις για τη διαμόρφωση του υλικού, λαμβάνονταν κατόπιν καθημερινής συνέλευσης στο χώρο του εργαστηρίου, κατά την οποία συζητούσαν και ψήφιζαν αμιγώς όλοι όσοι είχαν ανάμειξη καλλιτεχνική και διαλεκτική πάνω στη παραγωγή της εικόνας.

Οι αφίσες που δημιουργήθηκαν και επιλέχθηκαν να βγουν έξω στους δρόμους έχουν κάποιες διαφορές τόσο θεματολογικά όσο αισθητικά, καθώς όσο προχωρούν οι εξελίξεις, οι ιδεολογίες περιπλέκονται, αναδιαμορφώνονται και εμπλουτίζονται. Ωστόσο, διακριτή είναι σε όλες η μονοχρωματική επιλογή στο τύπωμα, το άμεσο και λιτό μήνυμα, συχνά ευθέως απευθυνόμενο στον αναγνώστη, οι ελάχιστες λεπτομέρειες, προκειμένου να μην αποσπάται η προσοχή του ματιού και της σκέψης από το ουσιώδες.

Μια σημαντική παρατήρηση συνιστά το γεγονός ότι η αφίσα χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο ως κυρίαρχο μέσο πληροφόρησης των γεγονότων και καλέσματος του λαού στις μαζικές κινητοποιήσεις, αλλά έγινε η αντένα εξωτερίκευσης των ιδεωδών του κινήματος του Μάη με την μεγαλύτερη αμεσότητα. Ως εκ τούτου τα μηνύματα που γράφτηκαν δεν πήγαζαν μονάχα από τις αρχικές διεκδικήσεις του κινήματος, όπως αυτές διακηρύχθηκαν τις πρώτες μέρες του Μάη. Αυτό διαφαίνεται από την ευρύτητα των θεμάτων που –από απόσταση βλέποντας τα- κάλυπταν οι αφίσες: αρχικά εστίαζαν στην αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών και φοιτητών , στις οικονομικές ανισότητες και τη συσσώρευση των πόρων που προκαλούσε η γκωλλική κυβέρνηση, την ανελευθερία στην έκφραση και τη σεξουαλικότητα, ενώ σταδιακά οι προβληματισμοί διευρύνθηκαν γύρω από το ζήτημα των μεταναστών και της έννοιας των συνόρων, της υποκινούμενης πληροφόρησης και της προπαγάνδας των ΜΜΕ, της αλληλεγγύης και της αυτοοργάνωσης ως νέα πρόταση κοινωνικού μοντέλου, και πολλών άλλων ζητημάτων που προκαλούσαν βραδυφλεγή καταπίεση για δεκαετίες.

Ιστορικά κοιτώντας πίσω στις μέρες αυτές και στις πρακτικές που ακολουθήθηκαν, εν προκειμένω εικαστικά, έχει καταδειχθεί «θεσμικά» μια αντίφαση. Παρότι οι πολιτικοποιημένοι καλλιτέχνες αποδοκιμάζουν την μαζική κουλτούρα που προκύπτει από τον υπερκαταναλωτισμό, ο οποίος συνιστά μια παραμορφωμένη εικόνα των επιθυμιών του ατόμου, ιδωμένη μέσα από τον καθρέφτη του καπιταλισμού, εντούτοις  οι καλλιτέχνες αυτοί χρησιμοποιούν ένα μέσο που κατεξοχήν αυτή η pop κουλτούρα έχει ενσωματώσει. Κατά μια έννοια σημειώνεται ένα παράδοξο στο να χρησιμοποιεί κανείς το ίδιο μέσο με αυτό που θέλει να κατακρίνει και να απορρίψει. Ωστόσο, ακριβώς για να φωτιστεί αυτή η σκιά, το μέσο της αφίσας, το οποίο χρησιμοποιούνταν ήδη και από το αντίπαλο δέος, πολύ νωρίτερα χρησιμοποιήθηκε ως το μέσο για μαζική επικοινωνία πολιτικών ιδεών με στόχο την αφύπνιση και όχι την ύπνωση του λαού.

Ήδη από το 1918, τρένα εξωτερικά γεμάτα εικόνες και στο εσωτερικό με προβολές ταινιών, διέσχιζαν την ύπαιθρο της Ρωσίας προκειμένου να ενημερώσουν το λαό και να προπαγανδίσουν τις επαναστατικές ιδέες τους. Στίχοι από την ποίηση του Μαγιακόφσκι, εικονογραφήσεις αυτής αλλά και εικόνες που αντανακλούν τη ρωσική πρωτοπορία είναι κάποιες από τις ιδέες που αποτυπώθηκαν στα τρένα αγκιτπρόπ. Μέσα σε αυτά τυπώνονταν χιλιάδες αφίσες με ιδέες, πολιτικά μηνύματα και πληροφορίες για το τί συνέβαινε στις ήδη επαναστατημένες Πετρούπολη και Μόσχα, γραμμένα σε απλό λόγο, χωρίς επιτηδεύσεις, οι οποίες τοιχοκολλούνταν σε όλη τη χώρα. Στα χρόνια της ρωσικής επανάστασης, οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν τα βιομηχανικά επιτεύγματα ως μέσα σύνδεσης της τέχνης με τη ζωή. Και αυτό γιατί η θέση της τέχνης είναι μέσα στη ζωή του ανθρώπου και ο σύγχρονος άνθρωπος περιστοιχίζεται διαρκώς από ό,τι έχει οικοδομήσει.

Στο Παρίσι, επαναχρησιμοποιήθηκε με νέο νόημα και άλλη αισθητική, αποτελεί κυριότερα μια οικειοποίηση και επαναπλαισίωση του μέσου αυτού, και όχι μια αντιφατική υιοθέτηση. Και επειδή η συνθήκη ήταν τέτοια που οι παραδοσιακές εικαστικές τέχνες δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με τους ρυθμούς που απαιτούσε η εξέλιξη των γεγονότων, αλλά και δεν μπορούσαν να συνομιλήσουν με το τότε γίγνεσθαι με τον τρόπο που η αφίσα και η αισθητική του στιγμιότυπου το έκαναν, δεν χρησιμοποιήθηκαν παρά ως ιδέες για την καλλιτεχνική σύλληψη των αφισών. Αν μη τί άλλο, η τέχνη οφείλει να συμβαδίζει με την κοινωνία της, και όταν η κοινωνία εξεγείρεται, οφείλει να επιστρατεύσει τα καλλιτεχνικά μέσα εκείνα που εκφράζουν την ιστορία που γράφεται, και γίνονται κατανοητά από τους ανθρώπους που τη γράφουν.

 

Η πολιτική αφίσα, οι εικαστικές τέχνες εν γένει αλλά και ο κινηματογράφος και το θέατρο,  δημιούργησε μια άμεση σχέση ανάμεσα στη τέχνη και το λαό, προπαγάνδισε τα ιδεώδη επαναστατημένων ομάδων, τόσο στη Ρωσία και στο Παρίσι, όσο και σε όλους τους εξεγερμένους τόπους που εδώ δεν αναφέρονται. Το γεγονός ότι ανάμεσα στις περιπτώσεις  αυτές, χρησιμοποιήθηκε ως προϊόν για αποχαύνωση, εμμονή στον υπερκαταναλωτισμό και δημιουργία ψεύτικων αναγκών, δεν σημαίνει ότι αποτελεί, από εκείνη τη στιγμή της χρήσης της προς αποπροσανατολισμό του λαού, ένα απαγορευτικό μέσο. Αντίθετα, αποδεικνύει πόσο καταστροφική μπορεί να γίνει μια δύναμη, οποιαδήποτε δύναμη, στα λάθος χέρια. Πόσο μπορεί ο σκοπός των λίγων, να κατευθύνει ένα όπλο των πολλών προς τον αφοπλισμό των τελευταίων. Και πόσο σημαντικό είναι τελικά, τα όπλα του λάου να γυρνούν ξανά στα χέρια του. Γιατί η αφίσα, οι εικόνες στο δρόμο και ο δρόμος ο ίδιος, είναι ένα από τα όπλα του.

Γεννημένη το 1993 στην Αθήνα, μεγάλωσε επίσης στην Αθήνα, ενώ ονειρεύεται διακαώς να είναι κάπου αλλού. Έμαθε να αγαπά τις τέχνες, και σπουδάζοντας ιστορία και θεωρία της τέχνης, αγάπησε να μαθαίνει γι’ αυτές. Κοιτάζει, φωτογραφίζει και γράφει για τους ανθρώπους συχνότερα απ’ ότι πιστεύει σ’ αυτούς, ωστόσο δεν χάνει ακόμα την ελπίδα.