Michelangelo Merisi da Caravaggio (1573 – 1610)

Ιππότης, μποέμ, καυγατζής... και μεγαλοφυία!

| 23/12/2016

Ιταλός ζωγράφος του τέλους της Αναγέννησης. Γεννήθηκε στο χωριό Καραβάτζιο της Λομβαρδίας. Μαθήτευσε στο εργαστήριο του Σιμόνε Πετερζάνο στο Μιλάνο από την ηλικία των έντεκα ετών μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε. Πριν το 1590 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όμως οι συνθήκες της ζωής του ήταν πολύ δύσκολες και αναγκαζόταν να εκτελεί χειρονακτικές εργασίες παρόλο που ήδη είχε δημιουργήσει αξιόλογα έργα τέχνης. Η φτώχεια, η κακή υγεία και η μποέμικη ζωή είχαν διαμορφώσει έναν χαρακτήρα ευερέθιστο και εριστικό. Αρχικά ο καρδινάλιος Ντελ Μόντε του πρόσφερε κατοικία και κάποια επιχορήγηση. Ωστόσο, αρκετοί φιλότεχνοι είχαν αρχίσει να ενδιαφέρονται για το έργο του, όπως οι Κολόννα, οι Μάσσιμο, οι Μπαρμπερίνι κ.ά αλλά κυρίως ο καρδινάλιος Σκιπίων Μποργκέζε.

Η πρώτη σημαντική του παραγγελία ήταν το παρεκκλήσιο Κονταρέλλι στο ναό του Αγίου Λουδοβίκου των Γάλλων. Ακολούθησαν πολλές παραγγελίες για τις μεγαλύτερες εκκλησίες της Ρώμης. Ήταν ήδη ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, όμως ήταν διαρκώς μπλεγμένος σε φιλονικίες, σε δίκες, σε δοσοληψίες με την αστυνομία. Καυγάδιζε, χτυπιόταν και τραβούσε σπαθί για ασήμαντες αιτίες, πράγμα που έμελλε να σφραγίσει τη μοίρα του στις 29 Μαΐου 1606. Σε μια παρτίδα μπιλιάρδο με κάποιον Ρανούτσιο Τομμαζόνι ντε Τέρνι ήρθε σε λογομαχία. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι είχαν προηγούμενες διαφορές λόγω χρεών του ζωγράφου. Οι αντίπαλοι, ύστερα από τα βαριά λόγια, τράβηξαν τα σπαθιά και ο ζωγράφος σκότωσε τον αντίπαλό του αλλά τραυματίστηκε και ο ίδιος σοβαρά. Έτσι, εγκατέλειψε τη Ρώμη και βρέθηκε στη Νεάπολη. Το δικαστήριο ερήμην του τον είχε καταδικάσει στην ποινή του θανάτου.

%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b2%ce%b1%cf%84%ce%b6%ce%b9%ce%bf1

Στη Νεάπολη πολλοί μαικήνες, ευγενείς και έμποροι επιθυμούσαν να έχουν έργα του όμως ο ίδιος δεν θα παραμείνει πολύ. Το 1607 ως φυγόδικος με τη βοήθεια της οικογένειας Κολόννα πήγε για μια σύντομη επίσκεψη στη Μάλτα. Την άνοιξη του επόμενου χρόνου επέστρεψε και ξεκίνησε την προσωπογραφία του Μεγάλου Μάγιστρου Alof de Wignacourt που σήμερα εκτίθεται στο Λούβρο.

Ο Καραβάτζιο χρίστηκε ιππότης του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη στις 14 Ιουλίου 1608. Ο τίτλος τού δόθηκε λόγω προσόντων και όχι καταγωγής, ένας λιγότερο ταλαντούχος ζωγράφος δεν θα γινόταν δεκτός. Εντωμεταξύ είχε ξεκινήσει έναν μεγάλο πίνακα για την αγία τράπεζα (ρετάμπλ), τον αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, τον μοναδικό που φέρει την υπογραφή του στο αίμα που αναβλύζει από το λαιμό του Βαπτιστή. Ως ιππότης του Τάγματος θα μπορούσε να ζητήσει χάρη από τον πάπα. Όμως συλλαμβάνεται πάλι και φυλακίζεται. Στο κείμενο της αποβολής του από το Τάγμα γίνεται λόγος για μέλος του Τάγματος «διεφθαρμένο και ρυπαρό». Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι ήρθε σε ρήξη με κάποιο ιππότη και οδηγήθηκε στα δικαστήρια. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο λόγος της σύλληψης και της αιφνίδιας μεταβολής της σχέσης του καλλιτέχνη με το Μεγάλο Μάγιστρο ήταν ένα επεισόδιο ομοφυλοφυλικό που αποκαλύφθηκε από κάποιον αντίζηλο.

Ο Καραβάτζιο δραπέτευσε από τη φυλακή και επιβιβάστηκε σε ένα καράβι που οδηγούσε στις Συρακούσες. Περιπλανήθηκε από πόλη σε πόλη και σε κάθε σταθμό της περιπέτειάς του άφηνε τα καλλιτεχνικά σημάδια του. Εκεί φιλοτέχνησε το κορυφαίο έργο της τελευταίας περιόδου του, Η Ταφή της Αγίας Λουκίας. Ο καλλιτέχνης ζούσε με την ελπίδα ότι θα ανακληθεί η απόφαση για τη εξορία του και θα γυρίσει στη Ρώμη. Το 1609 πληροφορήθηκε ότι έλαβε χάρη από τον πάπα για τη δολοφονία που είχε διαπράξει και επέστρεψε στη Νεάπολη, τον Οκτώβριο του 1609, μετά από ένα χρόνο παραμονής στη Σικελία. Εκεί στην πόρτα ενός πανδοχείου ξυλοκοπήθηκε από μια ομάδα μεθυσμένων και κυκλοφόρησε η φήμη στη Ρώμη ότι πέθανε.

%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b2%ce%b1%cf%84%ce%b6%ce%b9%ce%bf3

Η ταφή της Αγίας Λουκίας (1608)

Τον Ιούλιο του 1610, αφού είχαν επουλωθεί πλήρως τα τραύματά του, ταξίδεψε ως λαθρεπιβάτης μ’ ένα πλοίο που πήγαινε από τη Νεάπολη στη Ρώμη. Εκεί επιτέθηκε σε έναν ναύτη ο οποίος αμυνόμενος τον κακοποίησε ακόμη μια φορά. Τραυματισμένος εγκατέλειψε το πλοίο στο Πάλο και κατέληξε στο Πόρτο Έρκολε της Τοσκάνης. Έτρεχε σαν τρελός στην ακτή κάτω από τον καυτό ήλιο και τελικά κατέρρευσε από τον πυρετό, τις κακουχίες και τις στερήσεις. Πέθανε στην παραλία, μόνος, αβοήθητος, μερικές μέρες αργότερα πιθανόν από πνευμονία. Ήταν 37 χρόνων. Το έγγραφο με το οποίο ο πάπας του έδινε χάρη και άφεση αμαρτιών έφτασε από τη Ρώμη στις 18 Ιουλίου του ίδιου έτους, τρεις μέρες μετά το θάνατό του.

Η κυριαρχία του φωτός και η ονειρική απόδοση της πραγματικότητας είναι δύο βασικά γνωρίσματα της ζωγραφικής του Καραβάτζιο. Η απεικόνιση επίσης της καθημερινής ζωής στα θέματά του προαναγγέλλει τη νεώτερη ευρωπαϊκή ζωγραφική. Η μεγάλη δεξιοτεχνία του στην περιγραφή των αντικειμένων, και στην απόδοση της λεπτομέρειας εισήγαγε ένα νέο κεφάλαιο στην ιταλική ζωγραφική, τη «νεκρή φύση». Μια χαρακτηριστική μαρτυρία ενός φίλου και θαυμαστή του μαρκησίου Τζουστινιάνι: «Ο Καραβάτζιο μου εξήγησε ότι του χρειαζόταν τόση εργασία, επιμέλεια και προσοχή για να εκτελέσει έναν πίνακα με λουλούδια, όση και για να απεικονίσει πρόσωπα». Στους θρησκευτικούς του πίνακες για να απεικονίσει ιερά πρόσωπα συχνά χρησιμοποιούσε ως μοντέλα περιστασιακούς συντρόφους ή άλλους νεαρούς, όπως επίσης και γνωστές ιερόδουλες της εποχής.

Ο Καραβάτζιο επηρέασε την ιστορία της τέχνης με καταλυτικό τρόπο, κυρίως μέσα από την έντονη αντίθεση σκιάς και φωτός. Η θεατρικότητα και η δραματικότητά που χαρακτηρίζει τα έργα του είναι ενδεικτική του τρόπου που χειρίζεται τη φωτοσκίαση. Επίσης τα νατουραλιστικά στοιχεία των συνθέσεών του ενσωματώνονται με έναν εξαιρετικά ποιητικό τρόπο. Το περίφημο «φως του κελαριού» του δραματοποιεί τη σκηνή όπου εξαιρετικά φωτισμένες μορφές τοποθετούνται μπροστά σ’ ένα σκοτεινό φόντο.

%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b2%ce%b1%cf%84%ce%b6%ce%b9%ce%bf4

Προσωπογραφία εταίρας (1597)

Η δημιουργία γλυπτικών εντυπώσεων προέκυπτε από την παραπάνω διαδικασία, ζωγράφιζε πάντα εκ του φυσικού με ακρίβεια τη δομή των αντικειμένων και τις φωτεινές τους επιφάνειες. Πολλοί επίγονοι του ζωγράφου υπήρξαν κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα στην Ευρώπη. Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, ο Τζουζέπε Ριμπέρα. Η Ουτρέχτη επίσης μετατράπηκε σε κέντρο Καραβατζισμού. Το έργο του υπήρξε αφετηρία για τον Ρέμπραντ, τον Θουρμπαράν και τον Βελάσκεθ. Πίνακές του βρίσκονται στο Λούβρο, στη Φλωρεντία (Ουφίτσι), στο Μιλάνο, στο Ερμιτάζ, στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, στη Μάλτα, στη Ρώμη κ.ά.

Βιβλιογραφία

1) Μουσεία του Κόσμου, Ουφίτσι, Mondadori.

2) Εγκυκλοπαίδεια της Τέχνης, Φυτράκης.

3) Βιβλιοθήκη Τέχνης, Καραβάτζο, Καθημερινή.

Η Κατερίνα Κοφφινά είναι πολιτισμολόγος. Σπούδασε «Ευρωπαϊκό Πολιτισμό» με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και Εφαρμοσμένες Εικαστικές Τέχνες στις σχολές Βακαλό και Αrtes (πρώην Δοξιάδη). Έχει εργαστεί πολλά χρόνια στον αρχιτεκτονικό χώρο. Έχει συνεργαστεί με ιδρύματα και συλλόγους στην παραγωγή καλλιτεχνικών και ιστορικών προγραμμάτων, καθώς και με τα περιοδικά «Ιστορία - Πάπυρος», «Science Illustrated», «Ιστορικά Θέματα», "Πολίτες" «Το Περιοδικό». Είναι ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Παραγωγής Δημόσιας Ιστορίας "hιστορισταί". Επίσης είναι μέλος και γραμματέας του Δ.Σ του Συλλόγου Πτυχιούχων Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.