Η Οικολογία και τα Κοινά

Αναζητώντας δρόμους συνάντησης

| 30/04/2014

«Είμαστε ένα είδος πάνω στη γη όπως όλα τα άλλα, προικισμένο, όπως όλα τα άλλα, με συγκεκριμένες δυνατότητες και δυνάμεις για να μετασχηματίσουμε περιβάλλοντα, με τρόπους που ευνοούν τη δική μας τροφή και αναπαραγωγή. Σε αυτό δεν διαφέρουμε, καθόλου, από όλα τα άλλα είδη (από τους τερμίτες μέχρι τους κάστορες) που μετασχηματίζουν τα περιβάλλοντα τους, ενώ ταυτόχρονα προσαρμόζονται και τα ίδια περαιτέρω στα περιβάλλοντα αυτά που κατασκευάζουν». D. Harvey

Τα τελευταία χρόνια, η κυρίαρχη θεματολογία γύρω από το Περιβάλλον και την Οικολογία, γενικότερα, φαίνεται να εγκλωβίζεται από τη μεριά σε διαφημιστικές καμπάνιες για την προστασία του περιβάλλοντος, αναδασώσεις, ανακυκλώσεις κ.ο.κ. και από την άλλη, σε μεγάλες αφηγήσεις για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμια κλίμακα, οι οποίες δυσκολεύονται να μεταφραστούν πολιτικά, κοινωνικά και πρακτικά στο τοπικό επίπεδο και τη μικροκλίμακα μιας χώρας, πόσω μάλλον μας περιφέρειας, μιας πόλης ή μιας γειτονιάς. Ο κυρίαρχος λόγος σε αυτές τις ιστορίες καλεί την κοινωνία να καταναλώσει «πράσινα» προϊόντα, να συμμετέχει σε καμπάνιες τηλεοπτικών καναλιών για ανακύκλωση και αναδάσωση, να στηρίξει «πράσινες» επενδύσεις που υπόσχονται, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, το όραμα της «πράσινης» ανάπτυξης.

Υπάρχουν φορείς και κοινωνικά κινήματα που «ακουμπάνε» το λόγο της Οικολογίας και στη χώρα μας, είτε αυτά είναι κινήματα ενάντια σε επενδύσεις βιομηχανικής κλίμακας στην περιφέρεια – όπως αυτό στις Σκουριές – είτε κινήματα πόλης, τα οποία αναζητούν μια διαδρομή μέσα στην κρίση που να μην εμπεριέχει την καταστροφή και την απαλλοτρίωση του φυσικού πλούτου (δάση, αιγιαλός, πάρκα κ.ο.κ.). Σε πολλές περιπτώσεις τέτοιων διεκδικήσεων αναζητείται μια διέξοδος προς νέα μοντέλα διαχείρισης των πόρων, προς ένα άλλο είδος ανάπτυξης, αναζητούνται προτάσεις, οι οποίες μόλις πλησιάζουν την αλλαγή κλίμακας – από το τοπικό στο εθνικό ή το διεθνές – μοιάζουν συγκεχυμένες, αν δεν καταρρέουν πλήρως.

Η αξία της Φύσης

Ο λόγος της Οικολογίας, αν και σίγουρα δεν είναι μονοσήμαντος,  έχει εντούτοις κυρίαρχες όψεις  και συχνά υπερασπίζεται τον αυθορμητισμό τής φύσης ενάντια στην επιβολή της τεχνολογικής επέμβασης αναγνωρίζοντας – σε κάποιο βαθμό – μια εγγενή αξία στη φύση per se. Σε αυτή τη φύση μάλιστα αποδίδεται μια σχετική οργανική αρμονία που διαταράσσεται από την ανθρώπινη επέμβαση. Η πραγματικότητα βέβαια είναι κάπως διαφορετική. Στη φύση οι καταστροφές είναι συνεχείς, σφοδρές και μέρος των φυσικών διεργασιών ως απαραίτητος μηχανισμός αναπαραγωγής.

Τα ερωτήματα, τα οποία πρέπει μάλλον να μας απασχολούν είναι: ποιές ορίζουμε ως ανθρώπινες ανάγκες, με ποιές προτεραιότητες σχεδιάζουμε, τι απαιτείται να διαφυλάξουμε από τη φύση και τι όχι, πώς θα περιφράξουμε πεδία της ζωής και του περιβάλλοντος ώστε να μην καταστούν ανεπαρκή για τις επόμενες γενιές των ανθρώπων σε κάθε γωνιά του πλανήτη, τί θέλουμε να παράξουμε, πώς και γιατί.

664905_488700221164461_171156398_o

Μπορούμε να μιλήσουμε επομένως τη γλώσσα της Οικολογίας, χωρίς να καταλήγουμε σε ρομαντικές συγκροτήσεις τής Φύσης ενός αρμονικά πλασμένου παρελθόντος, το οποίο – παρεμπιπτόντως – δεν υπήρξε ποτέ; Ποιά είναι τα Κοινά της ζωής που πρέπει να εξασφαλίσουμε, να παράξουμε, να προφυλάξουμε και πώς θέλουμε να τα διαχειριστούμε;

Η Οικολογία ως Κοινό – τα υλικά και άυλα Κοινά της ζωής μας

Στην πορεία αυτών των διαδρομών, συχνά ο λόγος της Οικολογίας αδυνατεί να συνδεθεί με τα ερωτήματα της οικονομίας, της κοινωνίας, της πολιτικής και, πόσω μάλλον, της καθημερινής μας ζωής με τρόπο που να διεγείρει τη φαντασία και κυρίως την πρακτική μας. Το ζήτημα που μας απασχολεί είναι το ποιός είναι ο δρόμος εντοπισμού ενός τρόπου, σήμερα, ώστε να σκεφτούμε και να δράσουμε σε όλες τις κλίμακες – τοπική, περιφερειακή, εθνική, διεθνή – με πρακτικές και ποιότητες που να εμπεριέχουν την προβληματική της Οικολογίας μεν, αλλά να αποφεύγουν τον εγκλωβισμό σε μια θεματική μέριμνα που αφορά λίγους.

Το ζητούμενο για την Οικολογία είναι να συνομιλήσει και να συνδιαλαγεί με το καθολικό της κοινωνικής ανάγκης και ζωής

Πώς μπορούμε σε αυτό το πλαίσιο να συνδέσουμε το καθολικό αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης με την πολυπλοκότητα των οικολογικών προβλημάτων που εκκινούν από την κλιματική αλλαγή, περνάνε μέσα από καταστροφές στη βιοποικιλότητα για να καταλήξουν σε προβλήματα της καθημερινότητάς μας μέσα στους δρόμους των μητροπόλεων;

Εκκινώντας από τον υλικό κόσμο της Οικολογίας συναντάμε παράλληλα τομείς της ζωής που, αν και άυλοι – όπως οι ιδέες, οι γλώσσες, η πληροφορία, οι κώδικες του γενετικού υλικού, το λογισμικό, τα τεχνολογικά σχέδια, οι σχέσεις, οι εικόνες, τα δεδομένα, η επιστημονική γνώση – καθορίζουν τις πρακτικές των ανθρώπων από το επίπεδο της πλατείας μέχρι το πλανητικό πεδίο και αποτελούν παράλληλα αντικείμενο διαμάχης και σύγκρουσης πολιτικών, κοινωνικών ομάδων και κρατών.  Η σχέση ανάμεσα στα Κοινά της Οικολογίας (δάση, νερά, γη κ.λπ.) και τα άυλα Κοινά (πληροφορίες, ιδέες, σχέδια κ.λπ.) διακρίνεται από μια ένταση που μας ζητά να δούμε την Οικολογία με όρους ελλείψεων, σπανιότητας, ορίων, γεωγραφικών περιορισμών κ.ά. Η γη ως Κοινό, η θάλασσα ως Κοινό, οι διαθέσιμοι χώροι για την απόθεση απορριμμάτων, τα κοιτάσματα λιγνίτη στην Κοζάνη, ο υδροφόρος ορίζοντας είναι γεωγραφικά προσδιορισμένα Κοινά και περιορισμένα. Αντίθετα, τα άυλα Κοινά λειτουργούν με όρους αναπαραξιμότητας χωρίς μείωση της διαθεσιμότητάς τους, λόγω χρήσης.

Τα Κοινά της ζωής μας επομένως εμφανίζονται γύρω μας με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ποιότητες, ποσότητες αλλά και με διαφορές, τόσο εννοιολογικές, όσο και πρακτικές. Πώς μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια εννοιολόγηση των Κοινών, ώστε να συνταχθούμε σε έναν σκοπό διαχείρισης αυτών, προς όφελος της κοινωνίας;

Η Οικολογία και τα Κοινά του Χώρου

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από εκεί, όπου όλα γίνονται, γεννιούνται και πεθαίνουν: το Χώρο, ως υλικό πλέγμα γεωγραφικών διαστάσεων. Η κοινωνία εξαρτάται από το χώρο της, από τις κλίμακες στις οποίες αναπτύσσεται, από το φυσικό περιβάλλον στο οποίο επιδιώκει να παράξει και να αναπαραχθεί, από τα υπάρχοντα δίκτυα υποδομών, είτε αυτά είναι κατοικίες, είτε χώροι εργασίας και ψυχαγωγίας, δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών αλλά και από γεωγραφικούς και κλιματικούς περιορισμούς. Είναι άλλοι οι παράγοντες που επικαθορίζουν τη σχέση μας με τη φύση στο νησιωτικό χώρο από αυτούς που επικρατούν στα ορεινά, άλλοι σε ένα χωριό και μια κωμόπολη από αυτούς που θέτουν τους όρους σε μια μητρόπολη.

Η οικονομία, ως συσσωρευτική μεγέθυνση αλλά και ως κρίση και καταστροφή κεφαλαίων και υποδομών, συμβαίνει κάπου

Η οικονομική ανάπτυξη έχει υλικότητα, έχει κίνηση, απαιτεί χωρικές διευκολύνσεις και κατανάλωση τοπικών πόρων, ενέργειας. Τα προβλήματα επίσης που αντιμετωπίζουμε συμβαίνουν και αυτά σε χώρο συγκεκριμένο: για παράδειγμα, η αιθαλομίχλη στα αστικά κέντρα, οι τόνοι άνθρακα στον αέρα της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης, η καταστροφή ενός δάσους στα ορεινά της Κρήτης, η μόλυνση των υδάτων σε ποτάμια, λίμνες και θάλασσες, τα σκουπίδια στις χωματερές και το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής από άκρη σε άκρη, η οπτική όχληση και η ηχορύπανση στο δρόμο της γειτονιάς μας. Κάθε πρόβλημα και κάθε ερώτημα ορίζει αντίστοιχα την κλίμακα προσέγγισης και τα εργαλεία με τα οποία μπορούμε να αντιληφθούμε τις διαστάσεις και τις επιδιωκόμενες λύσεις.

imittos

Η ιδιοκτησία των Κοινών

Στο χώρο όμως συναντάμε και την ιδιοκτησία: ως μηχανισμό αποκλεισμού, ως μονοπώλιο πρόσβασης, χρήσης και εκμετάλλευσης. Η βίαιη επιβολή ιδιωτικοποιήσεων σε κρίσιμους τομείς για την επιβίωση και την ανάπτυξη της κοινωνίας – υγεία, εκπαίδευση, ενέργεια, νερό, γη, δάση, δημόσιες υπηρεσίες και ακίνητα, εμπόριο ρύπων, σπόροι – μετασχηματίζει την ιδιοκτησία, τον έλεγχο και τη ρύθμιση πόρων που είτε ανήκαν μεταπολεμικά στο πεδίο του δημοσίου, είτε τελούσαν υπό κοινό έλεγχο χωρίς αυστηρό ιδιοκτησιακό καθεστώς.

Οι πηγές πλούτου ως Κοινά της ανθρωπότητας υφαρπάζονται με μια ποικιλία μηχανισμών, τις πιο πολλές φορές βίαια, περιφράζονται με σκοπό την ιδιοποίηση των κερδών που προκύπτουν από την εκμετάλλευσή τους και την περαιτέρω συγκέντρωση εξουσιών ελέγχου και ρύθμισης τομέων της παραγωγής και της αναπαραγωγής

Πολλές φορές η συζήτηση γύρω από τα Κοινά εγκλωβίζεται, με τη σειρά της, ανάμεσα στις δύο μορφές, το δημόσιο (με την στενή έννοια του κρατικού) και το ιδιωτικό. Το δημόσιο μάλιστα σε συνθήκες πολιτικής και οικονομικής κρίσης, όπως στην Ελλάδα σήμερα, παίρνει τη μορφή του αυταρχικού κρατικού φορέα που διασφαλίζει τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε κλάδους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς, όπου μέχρι πρότινος υπήρχαν περιορισμοί για την κερδοφορία.

Υπάρχει όμως de facto ένταση και σύγκρουση ανάμεσα στο δημόσιο (ως κρατικό) και το κοινό, σε όλες τις κλίμακες; Όπως μας θυμίζει ο ριζοσπάστης γεωγράφος D. Harvey, «όταν τα πάντα – αλλά..τα πάντα – μετατρέπονται σε εμπόρευμα και χρήμα προκύπτει ένα όριο, πέρα από το οποίο η διαδικασία περαιτέρω επέκτασης δεν μπορεί να προχωρήσει». Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες νεοφιλεύθερης μεταβίβασης Κοινών πόρων στο ιδιωτικό έχουν περιορίσει σημαντικά τις δυνατότητες για νέα πεδία εντοπισμού κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Οι κοινότητες των Κοινών

Τι είναι όμως αυτό που ορίζει το Κοινό σε όλα τα παραπάνω; Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται αυτό που είναι κεντρικό και έχει σημασία, όχι το Κοινό ως αντικείμενο, υλικό ή άυλο, αλλά η οργανωτική μορφή διαχείρισής του. Το ζήτημα, δηλαδή, του τρόπου με τον οποίο διαχειριζόμαστε, αποφασίζουμε, ελέγχουμε, σχεδιάζουμε, παράγουμε και αναπαράγουμε τα Κοινά.

Οι πλατείες του Συντάγματος και της Αραβικής Άνοιξης, οι συνελεύσεις κατοίκων, τα κινήματα στην περιφέρεια, στις Σκουριές, οι καταλήψεις χώρων κ.ά. είναι πειραματισμοί μετατροπής της πολιτικής διαδικασίας σε κάτι το Κοινό

Σύνθετες μορφές θεσμικών τρόπων οργάνωσης, απόφασης, συλλογικών οργάνων και ανοιχτών συνελεύσεων γεννώνται καθημερινά, γύρω από τη διεκδίκηση πρόσβασης σε υλικά και άυλα αγαθά, τα οποία, είτε παράγουμε από κοινού, είτε βρίσκουμε διαθέσιμα γύρω μας στη Φύση.

chema Madoz

Το δικαίωμα, επομένως, στο Κοινό (ή τα Κοινά) μετατρέπεται σε ένα διαρκώς ανα-συγκροτούμενο δικαίωμα πάνω στα διαρκώς παραγόμενα, συνεχώς μετασχηματιζόμενα και περιφρασσόμενα Κοινά. Οι οργανωτικές μορφές όμως διαχείρισης και ελέγχου των Κοινών είναι γεμάτες αντιφάσεις: πίσω από τους ανταγωνισμούς αυτούς κρύβονται ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα, ή για να το πούμε με τα λόγια του Jacques Ranciere: η πολιτική είναι η σφαίρα δραστηριότητας ενός κοινού που μπορεί να είναι πάντα μόνο αμφιλεγόμενη.

Η γλώσσα της Οικολογίας ως γλώσσα των Κοινών

Από τις στήλες αυτού εδώ του περιοδικού, θα επιχειρούμε να ανοίγουμε τέτοια ζητήματα γνωρίζοντας ότι η εμπλοκή μας με αυτά στην ίδια την καθημερινή ζωή θα μας ωθεί να επαναπροσδιορίζουμε διαρκώς την προσέγγισή μας.

Θα προσπαθήσουμε να βρεθούμε σε διάλογο με τα Κοινά και τις κοινότητες που συγκροτούνται γύρω από αυτά, με βασική επιδίωξη να μιλήσουμε τη νέα γλώσσα μιας Οικολογίας που θα μας εμπνέει, θα μας κινητοποιεί και θα μας ωθεί σε νέες πρακτικές του λόγου, της θεωρίας και της ζωής μας. Στις πρακτικές εκείνες όπου γεννιέται ένας νέος κόσμος: αυτός της αξιοπρέπειας, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής χειραφέτησης.

* Γιάννης Μάργαρης, Δρ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός ΕΜΠ.