Το «Persona» (1966) του Ingmar Bergman αποτελεί μοναδικό κεφάλαιο της σύγχρονης τέχνης

Το σινεμά σε flashback

| 02/07/2020

Η πασίγνωστη ταινία του Ingmar Bergman παραμένει βασανιστική όπως όταν πρωτοπροβλήθηκε. Συγκλονιζόμαστε ακόμη καθώς ταυτιζόμαστε με την θεματική της: Την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου και την θλίψη που αυτή προκαλεί. «Καμία τέχνη δεν περνά στη συνείδησή μας με τον τρόπο που μια ταινία το κάνει, πηγαίνοντας κατευθείαν στα συναισθήματά μας, βαθιά κάτω στα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής μας» θα πει ο Ingmar Bergman. Αυτή την μοντερνιστική, -και σκληρή, ειλικρινής, σκοτεινή- του αντίληψη, υπηρέτησε στην τέχνη. Το «Persona» μοιάζει να είναι το αποκορύφωμα της, παίρνοντας υπόψη πως παρέμεινε 50 χρόνια μετά, ένα μνημειώδες έργο μελέτης της ανθρώπινης προσωπικότητας, δίχως σκουριά πάνω του, δίχως μια άσπρη τρίχα. Ανέγγιχτο στον χρόνο, αυτό το πρότυπο κινηματογραφικό αριστούργημα παραμένει αμετάλλακτα οδυνηρό.

Η ιστορία γνωστή και εργαλείο για βαθύτατη περαιτέρω έμπνευση. Δεν χρειάζεται περιγραφή. Δυο χαρακτήρες είναι όλοι και όλοι. Η ηθοποιός Βόγκλερ και η νοσοκόμα Άλμα. Χώρος, ένα απομονωμένο νησί. Μέσα από μια σειρά μονολόγους, εξομολογήσεις, ψέματα, παρατηρήσεις, αποσιωπήσεις, φτάνουν στην σχέση, την σύγκρουση, στην ενοποίηση.

Εκατοντάδες οι ερμηνείες, οι αναλύσεις και οι μελέτες. Ακαδημαϊκές, τεκμηριωμένες, πρόχειρες, ερασιτεχνικές. Αισθητικής, συναισθηματικής, ερμηνευτικής φύσης για «την καλύτερη ταινία που φτιάχτηκε πότε», σύμφωνα με την Susan Sontag. Σαν να μην έφτανε το ίδιο το έργο, σαν να μην έκανε την ολοκληρωμένη του τοποθέτηση, αποτέλεσαι και αποτελεί αφετηρία όλο και περισσότερων διερωτήσεων καθώς όλο και φέρνει, μπρεχτικά, σε κάθε νέα εποχή, αντιμέτωπα τους πάντες και τα πάντα. Την ηθοποιό με την ηθοποιό, τους ηθοποιούς με τους χαρακτήρες που υποδύονται, αυτούς με το κοινό, το κοινό με την συνείδηση του. Μας φέρνει αντιμέτωπους «με τα ακατάληπτα μυστικά μας» όπως λέει ο ίδιος ο δημιουργός του. Τα ερωτήματα που τέθηκαν ακόμη δεν έχουν βρει μια κάποια λύση.

Η δημιουργία ψευδαισθήσεων, ψεμάτων και ρόλων: στοιχείο της τέχνης και του ανθρώπινου ψυχισμού

Το σινεμά είναι ψέμα. Ένα εργαλείο, σωστότερα, κατασκευής ψευδαισθήσεων. Δημιουργεί μια φιλτραρισμένη και ως εκ τούτου πλαστή απεικόνιση της πραγματικότητας με την χρήση ενός τεχνικού εργαλείου, τη μηχανή καταγραφής και προβολής. Ο Bergman το δηλώνει μορφολογικά εξαρχής στην ταινία του, στην ιστορική εισαγωγή της για να σπάσει κάθε άλλη αυταπάτη σε σχέση με το τι θα δούμε. Επιπλέον, οι ρόλοι ή οι «personas», αποτελούν ένα βασικό και δομικό στοιχείο των αφηγηματικών τεχνών. Καθόλου γιατί κάποιος το επινόησε καλλιτεχνικά ή θεωρητικά ως τέχνασμα, αλλά αντιθέτως γιατί βρήκε το θεμελιώδες έναυσμα για αυτούς στην ίδια την πραγματικότητα και στην αναγκαία ανθρώπινη αντίδραση (ή και διάδραση) μπροστά στις κοινωνικές συνθήκες που διέπουν τον κόσμο. Ας αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, πόσο βέβαιοι είμαστε για το αυθόρμητο των ενεργειών μας. Θα εκπλαγούμε καθώς θα παρατηρήσουμε πως από πάντα αποκτούμε ρόλους, ηθελημένα ή όχι, ωστόσο τους αποδεχόμαστε ως αναγκαία συνθήκη συνύπαρξης με τους γύρω μας. Η προσωπικότητα μας, σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά μια σύνθεση ρόλων, τηρουμένων των εκάστοτε κοινωνικών αναγκών και επιταγών. Η ύπαρξη των προσωπείων και των ρόλων λοιπόν, όπως στην τέχνη έτσι και στη ζωή, εναλλάσσονται ασταμάτητα. Η ενότητα του χαρακτήρα είναι αποτέλεσμα αυτής της εναλλαγής, της διάσπασης και της σύγκρουσης, του καταμερισμού, της επίδρασης του άλλου, της αλληλεπίδρασης με τον κάθε φορά νέο ρόλο του άλλου.

Ο όρος στα λατινικά περιέχει επιπλέον μια γλωσσολογική προβληματική. Σημαίνει προσωπικότητα, προσωπείο, πρόσωπο. Όπως και άνθρωπος, ψυχή, φιγούρα, σιλουέτα. Αλλά και… «κανένας». Μια λέξη πολυποίκιλη. Μια σύγχυση. Μια έννοια που αρνείται την εννοιολόγησή της. «Θα σας πω κάτι μπανάλ. Είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι. Όχι μόνο εσείς και εγώ, σχεδόν όλοι, αυτό είναι το καταθλιπτικό του πράγματος. Διδασκόμαστε τα πάντα για το σώμα μας, για τη αγροτική παραγωγή στη Μαδαγασκάρη και για την τετραγωνική ρίζα του «π» ή όπως σκατά λέγεται, αλλά τίποτα για την ψυχή»  λέει ο ίδιος ο Bergman. Τι και γιατί πρέπει να μάθουμε λοιπόν για την ανθρώπινη ψυχή;

Ο Bergman, με βάση στοιχεία που την ορίζουν ως τέτοια (δόμηση, σύνθεση, διαχωρισμός της ψυχής, της σκέψης και του υποσυνείδητου δηλαδή) επικεντρώθηκε στη μελέτη της καλλιτεχνικά. Δεν είναι ψυχίατρος αλλά καλλιτέχνης. Για αυτό αναγκάστηκε στην εύρεση της πιο κατάλληλης φόρμας. Κατασκεύασε την ταινία, ως πλοκή και ως εικόνα, σαν μια συνθήκη ψεύδους. Οι δυο χαρακτήρες, συμπληρωματικοί και αυθύπαρκτοι ταυτόχρονα, λειτουργούν και υπηρετούν εξαρχής και μόνιμα αυτή την συνθήκη. Είτε συγκυριακά (η συγκεκριμένη δράση του ενός φέρνει συγκεκριμένη αντίδραση του άλλου) είτε και όχι (μια σύνθεση των προηγούμενων σε ένα ενιαίο πλαίσιο). Οι εξομολογήσεις και οι σιωπές, τα ψεύδη και οι αλήθειες, οι ειλικρίνειες και οι αποσιώπηση τους υποβόσκουν, υπάρχουν, τρέφονται και τρέφουν, φέρουν, δομούν και κατασκευάζουν το ποιοι και τι είναι. «Όλη η αλήθεια του κόσμου, συμφωνεί σε ένα μεγάλο ψέμα», λέει ένα τραγούδι που μου έρχεται στο νου. Στην τέχνη υπάρχει απόλυτη επίγνωση της συνθήκης ψευδούς που αυτή δημιουργεί. Στην πραγματική ζωή ωστόσο κάτι τέτοιο είναι ακόμη αδύνατο. «Είναι όλα μιμήσεις και ψέματα. Τα πάντα!» λέει σε πλήρη απόγνωση η Άλμα κάποια στιγμή στην Βόγκλερ.

«Η Persona είναι ένας στοχασμός πάνω σε αυτό που δείχνει κανείς ότι είναι, σε αυτό που πιστεύει ότι είναι, σε αυτό που πραγματικά είναι, σε αυτό που δεν θέλει να είναι και σε αυτό που παρά την θέληση του είναι» γράφει στην μελέτη του για τον Bergman ο Raymond Lefèvre, καθηγητής φιλοσοφίας και κριτικός τέχνης. Το Persona λοιπόν στοχάζεται ενιαία για ένα πλήθος συγκρουόμενων ζητημάτων. Ως εκ τούτου και τα δυο πρόσωπα μέσα από την σύγκρουση και την ταύτιση, μέσα από τον διαχωρισμό και την εξίσωση, συνεχώς και αδιαλείπτως, δημιουργούν ένα αμάλγαμα ενός τελικού «προϊόντος», της μιας μοναδικής persona. Του σύγχρονου τυραννισμένου ανθρώπου που καταρρέει, ανασηκώνεται, ξαναπέφτει, πάντοτε αβοήθητος με το βάρος των συνθηκών, των μύχιων σκέψεών του, τις προσδοκίες, τις ενοχές, τις αισιοδοξίες και τις αυταπάτες του, τα πλαστά του ηθικά διλλήματα. Επιβιώνει ενώ τίποτα δεν μπορεί να διακόψει την σταθερή του πτώση. Αυτό είναι το έργο. Μια αδιάσπαστη ροή προς τα κάτω, προς τη μη λύτρωση.

«Πόσο πόνο μπορούμε να αντέξουμε και να κατανοήσουμε;» αναρωτιέται ένας κριτικός τέχνης βλέποντας το έργο του Bergman και μοιάζει να έχει δίκιο. «Δεν θέλω να παράγω έργα τέχνης που το κοινό να μπορεί να αράζει και να τα πιπιλίζει αισθητικά … Θέλω να του δίνουν ένα χτύπημα στη πλάτη, να του καψαλίζουν την αδιαφορία του, να το ξαφνιάζουν μέσα στον εφησυχασμό του» έδινε ως μια ενδεχόμενη απάντηση ο δημιουργός.

  • Η ταινία κυκλοφορεί σε επανέκδοση στα θερινά σινεμά από 2 Ιούλη 2020.

*Αναθεωρημένο παλιότερο κείμενο με τίτλο «Είναι όλα μιμήσεις και ψέματα. Τα πάντα!» γραμμένο για την θεατρική απόδοση του έργου από την ομάδα «Elephas tiliensis» που ανέβηκε το 2017.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).