Off the record: «Πέσε, θα σε πιάσω»

| 21/07/2014

#Που και που χαζεύω τις στιγμές των δύο, όπου ένα “να σου πω κάτι;” ταρακουνάει την ορθότητα, χτίζει στοίβες από γόπες και μπλέκει το ψωμί με τα τριαντάφυλλα. Κρυφακούω μυθολογίες γι’ αυτά που διψούν αλλά δεν μπορούν να φτάσουν, γι’ αυτά που επιθυμούν όσο τίποτα, τον ένα να λέει στον άλλο “πέσε, θα σε πιάσω”. Από τη μία προσεγγίζονται και από την άλλη προσεγγίζουν μαζί τη ζωή, ανοίγοντας θεματολογίες που ξεκινάνε απ’ το τίποτα και το ξαναβρίσκουν μέσα απ’ το ταξίδι στο όλο. Προσέχω ηδονοβλεπτικά την τέχνη τους. Κλέβουν με θράσος τη βαρύτητα από όσα γίνονται βιβλιογραφία, για να τη χαρίσουν σ’ εκείνα που μένουν στη σκέψη. Κάνουν κείμενο τους αστερίσκους και τις σημειώσεις στο περιθώριο, φτιάχνουν κινηματογραφική σεκάνς από πλάνα off the record.

Τους βρίσκω σ’ όλες τις σκηνοθεσίες, με ποικιλία και αποκλεισμούς. Μπορεί να είναι βράδυ, μεσημέρι, πρωί, σούρουπο ή ξημέρωμα αλλά ποτέ προγραμματισμένα. Σε χώρο κλειστό, ανοιχτό, βαρετό, πολύχρωμο ή ήσυχο αλλά ποτέ αρκετό. Είναι νέοι, μεγαλύτεροι, άντρες, γυναίκες αλλά ποτέ βέβαιοι για όλα. Σαν φλογεροί πρωτόπλαστοι μετέχουν σε μια τελετή συνάντησης του καθημερινού προβλήματος με το προαιώνιο ερώτημα, του μερικού ζητήματος με τη διαχρονική αναζήτηση της μεγάλης απάντησης.

Στην αρχή στήνονται αυτάρεσκα και μου θυμίζουν τη μαϊμού. Πιασμένοι γερά από δυο κλαριά δε λένε να αφήσουν κανένα, παρά μένουν ακίνητοι να τραμπαλίζονται πέρα-δώθε, νομίζοντας πως κινούνται. Μια μαϊμού που κρατάει το σώου γαντζωμένη και μετέωρη, με τα χέρια στο δέντρο και το κενό στα πόδια. Κουνιούνται όπως το δάχτυλο του ξύπνιου. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Εκείνο το δάχτυλο, που όσο ο άλλος δεν βλέπει, τόσο αυτό δείχνει. Καμώνονται τους παράτολμους εκεί πάνω αλλά ποιον ξεγελάνε; Ουρλιάζουν ιστορίες, τεντωμένοι καθώς είναι, για γαλάζιους πόντους και μακρινά ταξίδια μα σαν θλιβερή, ιδανική κι ανάξια μαϊμού τσακίζονται μες τη βραδιά σαν όλες τις βραδιές. Κι ύστερα νιώθουν μια γλυκιά συνωμοσία να τους γδύνει αργά κι εγκαταλείπουν σαν άβγαλτοι έφηβοι τη μόνωση ώσπου επανέρχονται τα νοήματα και γεννιέται μια συνείδηση ερωτική, με όλη τη δύναμη και όλη την αγωνία του κόσμου μαζί. Έτοιμοι για μια γροθιά στο στομάχι του μάταιου, ό, τι κι αν γίνονται είναι για να ξαναβρεθούν στο τραπέζι δυο χρόνια μετά, μέχρι τότε θα επαναλαμβάνει ξανά ο Ρεμπώ όσα τους είπε ένα απόγευμα: «να σας πω κάτι; εγώ είναι άλλος. Αν ο λευκοσίδηρος ξυπνήσει σαν τρομπέτα δεν είναι δικό του κατόρθωμα».

Βλέπουν μαζί τη συγκεκριμένη αγωνία να πλέκει ερασιτεχνικά έναν ολόκληρο κόσμο ιδεών από το μηδέν, με μια λαχτάρα λες και πρώτοι εκείνοι άκουσαν κάποιο επτασφράγιστο μυστικό. Τότε κοντοστέκεται για λίγο ο Φρομ και τους ρωτάει: «να σας πω κάτι; πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να θεωρούν πως δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο από την αγάπη, ενώ ταυτόχρονα τίποτα δεν αποτυγχάνει πιο συχνά από αυτήν;». Σκέφτονται πως αν, λόγου χάρη, προσπαθούσαν να φτιάξουν ένα κεραμικό δοχείο πάνω σε τροχό και αντί για πήλινα αντικείμενα μετρούσαν χούφτες άμορφης λάσπης, τότε θα συμπέραιναν πως η κεραμική είναι το δίχως άλλο μια δύσκολη τέχνη προς κατάκτηση. Κι όμως, εκατοντάδες παραδείγματα μέσα τους και γύρω τους δεν αρκούν για να ανακηρύξουν την αγάπη στη δυσκολότερη τέχνη της ανθρώπινης πορείας. Τους καταλαβαίνω. Η κατανόηση της απαιτητικής αυτής της τέχνης είναι μια κατανόηση μετ’ εμποδίων. Πόσο εύκολη μπορεί να είναι μια περιγραφή της, που δεν θα ποσοτικοποιεί αυτό που δεν μετριέται και που θα αφήνει απλόχερα χώρο στις προσωπικές δεξιότητες, στην τοποθέτηση, στην έκφραση και στον πειραματισμό; Που να βρουν τους τρόπους για να φτιάξουν τον εαυτό τους και όχι απλά να τον ερμηνεύσουν στο χειροκρότημα; Ποια κριτήρια και ποιες σταθερές να εμπιστευτούν, όταν γύρω τους η μορφή περιφέρεται ξεπεσμένη και μόνη, περνώντας τις νύχτες με εφήμερα περιεχόμενα;

Φοβούνται μήπως τελικά δεν τα καταφέρουν. Μήπως επιπλέουν κι εκείνοι για πάντα σε μια τεχνοκρατική μετριότητα, χωρίς το ταλέντο να εκτίθενται στην ευκαιρία, να καλλιεργούν την τέχνη τους. Πλάι σε ποιον θα μαθητεύσουν; Πόσες μουντζούρες χρειάζονται για ένα πορτρέτο; Ο Ρίλκε παίρνει τη διπλανή καρέκλα: «να σας πω κάτι; Ο καιρός της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου “εγκλεισμού”… είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν’ αποκτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου˙ είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ’ απέραντα πλάτη». Αλήθεια λέει, η αγάπη δεν είναι ορός σε νοσοκομειακό κρεβάτι, να πέφτει με τέμπο η σταγόνα που σε κρατά δυνατό. Είναι κρασί στυφό και γλυκόπιοτο, δυνατό και νερωμένο μαζί, με γουλιές άλλοτε αραιές και ύστερα λαίμαργες γεμάτες εγρήγορση και παραζάλη.

hands in rain

Δεν έχω αντίρρηση, μπορούμε να μείνουμε με τις ώρες να συζητάμε, αλλά να ξέρεις, δεν είναι για μας οι ισχυρογνωμοσύνες. Στην αγάπη συναντιόμαστε σε μια αφετηρία με προϋποθέσεις, που γίνεται πορεία προς το απροϋπόθετο, που για να σε βρω πρέπει για λίγο να σε αφήσω, να γίνεις αφορμή να διευρυνθώ, μια διεύρυνση που αν περιμένεις θα σου χαρίσω. Θα μαντέψω όσα θες να εισπράξεις, θα μάθω να προσφέρομαι μα δεν θα ξεχάσω να δέχομαι, θα μάθω να δεσμεύομαι, να υποχωρώ και να διεκδικώ, θα παιδευτώ στο πιο δύσκολο, να σε συγχωρώ. Κάποιος, που θύμιζε τον Ντεριντά, μου άφησε κάποτε ένα σημείωμα: «Η συγχώρεση βρίσκεται στο πεδίο του ασυγχώρητου». Ύστερα θα μάθω να εμπιστεύομαι, όσα δεν βλέπουν τα μάτια μου κι όσα δεν πιάνουν τα χέρια μου θα τα φτάνω μ’ ένα άλμα. Θα καταλάβω πως το να ρωτάω για την αγάπη σου είναι σαν να ρωτάω πως πέρασες στο ταξίδι σου. Όσα πειστήρια, όσες φωτογραφίες, όσες καρτ ποστάλ και περιγραφές να μου δώσεις πάντα κάτι θα λείπει, κάτι θα χάνω και θα το συμπληρώνω. Και μετά θα μάθω να ζω χωρίς εσένα, να σε αφήνω, να σε κουβαλώ σαν κίνητρο, σαν πήχη που δεν θα περάσω σκυφτός.

Πάλι φοβάσαι. Μήπως στο αντάμωμά μας δώσαμε υποσχέσεις που δεν μπορούμε να κρατήσουμε, μήπως τελικά πιστέψουμε τη σκιά μας για μπόι κι όταν κρυφτεί ο ήλιος κοντύνουμε, μήπως περάσουμε το κρυφτό για τέχνη σπουδαία και στους καιρούς της φανέρωσης σταθούμε σκέτα σκιάχτρα, για “φτου” χωρίς ξελευτερία. Φοβάσαι μήπως δεν φτάσουμε, μήπως δεν δούμε, μήπως τα παρατήσουμε. Από μακριά φωνάζει ο Φίσερ «να σου πω κάτι; Η αγάπη θα υπάρχει, γιατί ως τέχνη, πάνω απ’ όλα είναι ανάγκη, είναι η ατελεύτητη ικανότητα του ανθρώπου να μεταμορφώνεται έτσι ώστε, σαν τον Πρωτέα, να μπορεί να παίρνει οποιαδήποτε μορφή και να ζει χίλιες ζωές χωρίς να τον συντρίβει η πολλαπλότητα της εμπειρίας του». Αλήθεια είναι, μη φοβάσαι. Σ’ αγαπώ σημαίνει θέλω να θέλω να σ’ αγαπώ. Ο ίδιος άνθρωπος που πάτησε στο φεγγάρι παραμένει φεγγαροχτυπημένος ποιητής να το κοιτά με δέος σε κάθε πανσέληνο.

Πέσε, θα σε πιάσω