Requiem for a dream: Η ταινία-σταθμός
Όταν ακούς το συγκεκριμένο τίτλο τρία πράγματα σκέφτεσαι αμέσως: Darren Aronofky, Darren Aronofsky και Darren Aronofsky. Κινηματογραφική ταινία που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Hubert Shelby Jr., παραγωγής 2000 με ερμηνείες που δύσκολα περνάνε απαρατήρητες και θεματικό άξονα που περιστρέφεται γύρω από διαχρονικά κοινωνικά προβλήματα σαν κι αυτό του εθισμού, της κατάρευσης της ιδανικά πλασμένης ουτοπίας κάθε νέου ανθρώπου που καλείται να ενταχθεί στην κοινωνία.
Η κοινωνία όμως είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο που δεν ενδιαφέρεται για την ατομικότητα των μελών της παρά μόνο για το μέγιστο δυνατό κέρδος που μπορεί κάποιος/α να της αποφέρει, μετατρέποντας μηχανικά την ατομική μονάδα σε χρηματική αξία. Τα συγκεκριμένα θέματα αν και ελκυστικά προς το ευρύ κοινό δεν είναι απο μόνα τους ικανά να καταστήσουν την ταινία μια απ τις εκατό καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Σε αυτό το σημείο έρχεται ο Darren Aronofsky με όλη τη σκηνοθετική του δεξιοτεχνία και ευφευρετικότητά να σου αποδείξει γιατί δεν είναι δυνατόν να μείνεις απαθής απέναντι στην ιστορία που έχει να σου παρουσιάσει ο Hubert Shelby Jr.
Στην περιοχή του Μπρούκλιν της Νέα Υόρκης, ο Χάρι και ο κολλητός του Τάιρον αδυνατούν να ενταχθούν στους νόμους και τις νόρμες μιας κοινωνίας που δεν έχει χώρο για τους ίδιους. Καταφεύγουν έτσι σε μια πλασματική κατάσταση ευδαιμονίας προκειμένου να ξεγελάσουν τον ευατό τους και να αγγίξουν την άπιαστη ουτοπία όπως εκείνοι την έχουν φανταστεί. Επιλέγουν δηλαδή να αφεθούν στη δράση της ηρωίνης, της κοκαίνης και άλλων συναφών ναρκωτικών που έστω προσωρινά απαλύνoυν το χάος που νιώθουν να τους κυριεύει και τους προσφέρoυν την πιο γλυκιά ψευδαίσθηση: ότι είναι ικανοί να δραπετεύσουν απ’ την αφόρητη πραγματικότητα. Ακροβατούν ανάμεσα στο ρεαλισμό που αρνούνται να δεχθούν και το φανταστικό δικό τους κόσμο που όμως αδυνατούν να υλοποιήσουν. Επιβιώνουν αλλά δεν ζουν κι εδώ κάνει την εμφάνισή της η Μάριον, επίσης ονειροπόλα,εξίσου εθισμένη αλλά με διάθεση να βγει απ’τον πάτο στον οποίο έχει περιέλθει.
Ο Χάρι και η Μάριον ενώνουν τις δυσλειτουργικές του συμπεριφορές και ξεκινάει μια αυτοκαταστροφική σχέση παραδομένη στις εξαρτήσεις και την αδυναμία διαχείρισής τους. Άλλη μια ενδιαφέρουσα σκιαγράφιση χαρακτήρα αποτελεί και η μητέρα του Χάρι, μια χήρα δίχως κανένα ενδιαφέρον στη ζωή της ικανό να αποτελέσει κίνητρο για να συνεχίσει να επιπλέει στο βούρκο μια περιθωριακής κοινωνίας. Βιώνει την απόλυτη μοναξιά που αγγίζει τα όρια της εγκατάλειψης. Την ανούσια καθημερινότητά της έρχεται να τραντάξει μια πρόσκληση για μια τηλεοπτική εκπομπή που μέσω της οποίας θεωρεί ότι θα αποτάξει την ασημαντότητα της. Το μαρτύριό της ξεκινά όταν αποφασίζει να χάσει κάποια περιττά κιλά που θεωρεί ότι θα την αδικήσουν μπροστά στον φακό της κάμερας. Ό,τι ακολουθεί είναι πέρα απο τις δυνατότητές της να το διαχειριστεί, πόσο μάλλον να το αποδεχτεί. Σαν μαριονέτα σε θέατρο του παραλόγου που απλά δέχεται στωικά την επόμενη κίνηση της κλωστής που τη στροβιλίζει και την κρατά στη ζωή.
Ο Aronofsky κρύβεται πίσω απο πανέξυπνα τεχνάσματα της κάμερας, όπως τα συχνά γκρο-πλάνα και τις τεχνικές του μοντάζ όπου ολόκληρες περιγραφές για τον τρόπο χρήσης ναρκωτικών εμφανίζονται με 3-4 αλλεπάληλα πλάνα και διπλοτυπίες κρατώντας το θεατή σε εγρήγορση. Ένα δολάριο διπλωμένο, άσπρη σκόνη στο τραπεζάκι και ο ήχος κάποιου να ρουφάει δυνατά τη μύτη του αρκούν για να καταλάβει κανείς ότι ο Χάρι έχει πια καλμάρει και είναι σε θέση να βγει ξανά στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Aronofsky κατάφερε να οπτικοποιήσει τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλιο του Shelby με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορείς να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Σε καθηλώνει απ’το πρώτο κιόλας λεπτό. Οι φωτογραφίες και η σκηνοθεσία είναι άρτια δεμένες και δημιουργούν την αίσθηση του εγκλεισμού, ενός ασφυκτικού κλοιού στον οποίο ο θεατής παγιδεύεται όλο και περισσότερο όσο εξελίσσεται η πλοκή, όπως άλλωστε και οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Τα γκρο-πλάνα είναι δοσμένα έτσι που να σε ξαφνιάζουν, να σε ελκύουν, καταδεικνύοντας το πρόβλημα εκ των έσω. Παίρνεις και συ θέση, σε σένα προσωπικά αναφέρεται η ταινία, δεν σου επιτρέπει να αποστασιοποιηθείς, σε κοινωνεί ως μέτοχο στη δράση που ξετιλύγεται μποστά στα μάτια σου. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται και με τη γεύση, στην κυριολεξία, που σου αφήνει το τέλος της. Μια γεύση πίκρας και αναγούλας, ανάλογη με αυτήν τη στυφή που έχει και ο Τάιρον στην τελευταία σκηνή.
Δικαίως μια απ’τις εκατό καλύτερες, τόσο αισθητικά όσο και αφηγηματικά, ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Σε κάνει να νιώσεις έντονη αποστροφή κατά των ουσιών που επιφέρουν τον εθισμό και την προσκόληση σε αυτές. Καταδεικνύει την πεζή, ωμή πραγματικότητα που βιώνει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων εκεί έξω και σε κινητοποιεί να συμμεριστείς την αγωνίας τους, να αντιδράσεις εσύ αφού δεν τα κατάφεραν ο Χάρι, ο Τάιρον ή η Μάριον. Όλη η αδυναμία των ατόμων να ξεπεράσουν την εσωτερική τους μοναξιά όπως και η ισοπέδωση των ονείρων τους απο την ίδια την κοινωνία δίνονται μέσα απο περίτεχνα και καλαίσθητα πλάνα. Κάθε απαιτητικός λάτρης του κινηματογράφου που δεν επαναπαύεται στο αμερικανικό happy end αξίζει να δει την “νεκρώσιμη ακολουθεία” ή αλλιώς “Requiem για ένα όνειρο”.