Revolution Rock is a Bad Bad Rock! [Σκηνή Δεύτερη]
Στην μνήμη Phil Ochs (19 Δεκεμβρίου 1940–9 Απριλίου 1976 )
Σκηνή δεύτερη στο αφιέρωμά μας με αφορμή την επέτειο του χαμού του Phil Ochs, με την ιστορία να συνεχίζεται από το ξέσπασμα του Πανκ μέχρι σχεδόν στις ημέρες μας. Σε δύο μέρη, σε δύο σκηνές προσπαθούμε να καταγράψουμε μερικούς από τους πιο άξιους καλλιτέχνες του ροκ που λειτούργησαν σαν κοινωνικοί σχολιαστές. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος.
[hr]
I AM AN ANARCHIST, I AM AN ANTICHRIST!
Oι επαναστάτες κουράστηκαν και γύρισαν σπίτι και οι δισκογραφικές αγοράζουν με το κιλό την αντικουλτούρα, πολλοί χάνουν το μυαλό τους και ο Νίξον πνίγει στο αίμα τις φοιτητικές διαδηλώσεις -«Four Dead in Ohio»- το σημαντικότερο μάθημα που έγινε ποτέ σε αμερικανικό πανεπιστήμιο. Σπασμένα οδοφράγματα και στην Ευρώπη και οι Procol Harum τραγουδούν το «Broken Barricades», αλλά είναι οι Who που βάζουν τα πράγμα στη θέση τους: δεν θα την πατήσουμε ξανά, ο κόσμος φαίνεται πάλι ο ίδιος και η συμμετοχή στην αριστερά είναι ακριβώς όπως η συμμετοχή στη δεξιά -το νέο αφεντικό είναι το ίδιο με το παλιό. Ίσως το πιο καυστικό σχόλιο για το τέλος της ένδοξης δεκαετίας, το «Won’t Get Fooled Again» αναλύει σε λίγες γραμμές αυτό που άλλοι χρειάζονται τόμους ολόκληρους! Είναι, βέβαια, και ο Lennon με το «Ιmagine» αλλά εδώ ο καλλιτέχνης δραπετεύει από την ζοφερή πραγματικότητα για να προτείνει την προέκταση της ουτοπίας των σίξτις σε ένα υπεραισιόδοξο μέλλον. Παράλληλα, οι Rolling Stones, μόνοι κυρίαρχοι μετά το πέρας των Beatles, θέλοντας να συνεχίσουν την ασυμβίβαστη πορεία τους οπισθοχωρούν, σχεδόν, πανικόβλητοι μετά το συμβάν στο Φεστιβάλ του Altamont όπου οι Hell’s Angels – κακόγουστη καρικατούρα των 60’ς- επιφορτισμένοι να επιβάλουν την τάξη δολοφονούν έναν μαύρο θεατή! Η εταιρεία τους, από την άλλη, αρνείται πεισματικά να κυκλοφορήσει το σούπερ τολμηρό «Cocksucker Blues» με αποτέλεσμα να μετακομίσουν σε άλλη και να γράψουν το κύκνειο άσμα τους, “Exile On A Main Street” που ναι μεν σημαίνει εξόριστος στην κεντρική λεωφόρο αλλά και έξοδος προς το mainstream…
Είμαστε στην εποχή του τέχνο ροκ και του glam -οι πάντες δίνουν έμφαση στην δεξιότητα και στην εικόνα αφήνοντας κατά μέρος τις κοινωνικές παραμέτρους ενώ επιδίδονται μετά μανίας στο παιγνίδι των σόου μπίζνες. Οι δισκογραφικές, κυρίαρχες πλέον, ηχογραφούν όποιους θέλουν αλλά υπάρχουν και κάποιες μικρότερες να προσφέρουν χώρο στην προσωπική έκφραση. Έτσι δημιουργείται η, άτυπη, σκηνή του Canterbury από όπου οι Soft Machine και ο ντράμερ τους, Robert Wyatt που κατόπιν φτιάχνει τους Matching Mole οι οποίοι ποζάρουν στα εξώφυλλά τους με στολές μαοϊκών κραδαίνοντας το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο και οι ριζοσπαστικοί Henry Cow του Chris Cutler με τα εγκεφαλικά μουσικά μανιφέστα τους. Οι οποίοι δεν θα επηρεάσουν τόσο τις επερχόμενες γενιές όσο ο λακωνικός ήχος του ράσταμαν της ελευθερίας, Bob Marley.
Με τις ρέγγε μπαλάντες και τα αιτήματα περί ισότητας και δικαιοσύνης αλλά και την αποστροφή του για τον Δυτικό Κόσμο, την Βαβυλώνα των τραγουδιών του, ανατράφηκαν εκατοντάδες πανκ σύνολα…όπως οι Sex Pistols και οι Clash. Ο μάνατζερ των πρώτων, ο Malcolm McLaren, φιλοαναρχικός και θαυμαστής του Μάη του ’68, situationiste, μεταχειρίζεται τους Pistols ως καταστολείς της έννομης τάξης. Επιτίθεται συμβολικά στο δεινοσαυρικό, τότε, ροκ κατεστημένο με ήχους άγριους χωρίς περιττά στολίδια, βασισμένους στο παλιό καλό ροκ εν ρολ. Η αμφισβήτηση των σούπερ γκρουπ που καθοδηγούνται από τις δισκογραφικές εταιρείες που με την σειρά τους καθοδηγούνται από την ισχύ του χρήματος έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη εκ μέρους των πανκς ολόκληρης της πυραμίδας εξουσίας. Γι’ αυτό και οι Pistols αποκλείονται από όλα τα ραδιόφωνα-απαγορεύονται από όλα τα κλαμπ έτσι προκλητικοί και αυθάδεις που είναι με τους υπηρέτες των δισκογραφικών. Σε μια από τις σπάνιες συναυλίες του Johhny Rotten και της παρέας του ο Joe Strummer αποφασίζει να στήσει τους Clash. Περισσότερο συνειδητοί, υπό την καθοδήγηση του Bernie Rhodes -Μάης του ’68 κι’ αυτός- ακολουθούν τακτική σημειολογικού ανταρτοπόλεμου εντός του συστήματος αλλά και έξω από αυτό, κατάσταση που αναγκάζει τα μίντια να προβάλουν, αναγκαστικά πολλές φορές, τις ριζοσπαστικές απόψεις τους. Και ενώ οι Sex Pistols θέλουν αναρχία στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Clash προτιμούν τον Εμφύλιο!
Και άλλα καινοτόμα σύνολα όπως οι αριστεριστές Gang Of Four ή ο Τοm Robinson που ζητά ελευθερία για όλες τις μειονότητες -κοινωνικές και σεξουαλικές και οι άλλοι που ιδρύουν το Rock Against Racism- τη σημαντικότερη, ίσως, προσπάθεια του ροκ να ασχοληθεί με καυτά προβλήματα του καιρού του. Υπάρχουν ακόμη και οι στρατευμένοι Redskins με τον με τον εμβληματικό ηγέτη τους Chris Dean και μανιφέστο τους, “Neither Washington nor Moscow”. Βεβαίως, η αφελής αισιοδοξία των 60’ς απουσιάζει όπως απουσιάζουν και οι αυταπάτες περί αλλαγής της κοινωνίας. Εδώ και τώρα τα θέλουμε όλα αλλά και τίποτε! Ι wanna destroy! Προκαταλήψεις γκρεμίζονται, όλα γύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν και το πανκ ακολουθώντας την τύχη προηγούμενων αισθητικών κινημάτων μετατρέπεται από εξέγερση σε στιλ, για να ονομαστεί new wave με τα γνωστά μουσικά αποτελέσματα. Πάνω στη λήξη της δεκαετίας, οι Pink Floyd κυκλοφορούν το πιο συνταρακτικό έργο τους. Το «The Wall» περιέχει την πιο ολοκληρωμένη κριτική της Δυτικής Κοινωνίας που έκανε ποτέ ροκ συγκρότημα. Δεν είναι τυχαίο πως στην τότε Νότιο Αφρική του λευκού απαρτχάιντ οι μαύροι μαθητές έκαναν διαδήλωση τραγουδώντας, «We don’t need no education, We don’t need no thoughts control»! Και ενώ στην Δύση οι Floyd σπάνε τον τοίχο της προσωπικής απομόνωσης, στην Ανατολή, οι αρχές της Τσεχοσλοβακίας ρίχνουν στη φυλακή τους Plastic People Of The Universe γιατί παίζουν ροκ και διαφωνούν με το καθεστώς.
CALIFORNIA UBER ALLES!
Στην αυγή της νέας δεκαετίας μικρές σπίθες αντίστασης σιγόκαιγαν με πιο δυνατή εκείνη του χάρντκορ πανκ στο Σαν Φρανσίσκο. Οι Dead Kennedys και οι Black Flag και δεκάδες άλλα σκληροπυρηνικά σύνολα απορρίπτουν τον χιπισμό ως ύφος και ασπάζονται αναρχικά πρότυπα. Καυστικά τραγούδια/μπροσούρες σαν το «California Uber Alles» σέρνουν τον αρχηγό των Kennedys, Jello Biafra, αρκετά χρόνια στα δικαστήρια.
Στην απέναντι όχθη, ο θατσερισμός ξεπουλά το κοινωνικό κράτος των εργατικών κυβερνήσεων και οι απεργίες φουντώνουν. Οι ρόκερς εμπνέονται και δημιουργούν, μαζί με άλλους καλλιτέχνες, το «Red Wedge», την Κόκκινη Σφήνα υπό την σκέπη της εργατικής αντιπολίτευσης, ψυχή της οποίας είναι ο Billy Bragg, ο τρυφερός σύντροφος που γράφει κομμάτια για την πολιτική και τον έρωτα. Δίπλα του οι Communards -Παρισινή Κομμούνα του 1877- του gay ακτιβιστή Jimmy Sommerville και ο βετεράνος Robert Wyatt με το εκπληκτικό «Shipbuilding» του Elvis Costello για τον πόλεμο της Αγγλίας στα Φόλκλαντς -οι Madness και Paul -πρώην Jam- Weller. Χιλιάδες ανθρακωρύχοι απεργούν και συμπαραστάτες βρίσκουν στους θορυβοποιούς Test Department,τους Redskins, αυθεντικούς τροτσκιστές και τους Three Johns με αίμα ουαλικό και ιρλανδικό.
Στα παρασκήνια, στο χώρο της ανεξάρτητης -πραγματικά- δημιουργίας οι Crass, λησμονημένοι χίπιδες που επέζησαν των 70’ς για σκάσουν μύτη με την έκρηξη του πανκ και της φτηνής τεχνολογίας. Πολύ πιο νέοι οι κοινοβιακοί, τότε, Chumbawamba με αντικαπιταλιστικά τραγούδια, οι Poison Girls με την Viv Subversa που οργάνωναν κονσέρτα συμπαράστασης στους απεργούς ανθρακωρύχους- οι Conflict κ.α.
SMELLS LIKE TEEN SPIRIT!
H δεκαετία του ‘90 επιφύλαξε πολλές εκπλήξεις-όταν, πχ, η επέμβαση στο Ιρακ αναγγέλλεται με ηχητική υπόκρουση το «Rock The Casbah» ενώ το φιλελεύθερο BBC απαγόρευε τραγούδια ακόμη και του…Phil Collins, λόγω της σχέσης που μπορούσαν να έχουν με γεγονότα του Κόλπου! Πολλοί κάνουν πίσω αλλά είναι οι αμερικανοί Nirvana και το «Smells Like Teen Spirit» που σημαδεύουν το πρώτο μισό του 90’s.
Είναι, βέβαια, και θαυμάσιο «Miss Sarayevo» των U2 με αφορμή καλλιστεία στην ερειπωμένη πρωτεύουσα της Βοσνίας, αλλά και οι φωνές για ειρήνη των Eurhythmics στο «Peace Is Just A Word-«φθάσαμε στο σημείο όπου κανείς δεν νικά». Στο ίδιο μήκος κύματος και οι Ocean Colour Scene- «δεν θέλουμε να πολεμούμε πια…αλλά δεν υπάρχει κέρδος στην ειρήνη, έτσι θα πολεμήσουμε λίγο ακόμα». Αλλά και οι πιο παλιοί Echo And The Bunnymen αναρωτιούνται αν «είναι αυτός ο κόσμος που ποθούσαμε».
Πέρα από αυτούς υπάρχουν σύνολα που ασχολούνταν σε μόνιμη βάση με τα κοινωνικά όπως οι Rage Against The Machine που μόνο το όνομα φθάνει να τους τοποθετήσει αριστερά. Χέβυ-χοπ μπάντα από το Λος Άντζελες με τσαγανό ώστε ο τραγουδιστής τους Zack De La Rocha να θεωρεί τον Μάρκος των Ζαπατίστας πρόσωπο του 20ου αιώνα. Αφιερώνει τραγούδια αποκλειστικά στους εξεγερμένους της επαρχίας του Μεξικού, Τσιάπας -το «People Of The Sun». Κυκλοφορεί δίσκους με τίτλους όπως «Εvil Εmpire» με σκληρή κριτική για την μοναδική «αυτοκρατορία του κακού», τις ΗΠΑ. Το τελευταίο επίσημο άλμπουμ των RATM- ύστερα από το τέλος τους -φέρει τίτλο, «Τhe Battle Of Los Angeles» περιέχει κομμάτια γι’ αυτούς που δεν έχουν φωνή όπως ο φυλακισμένος μαύρος ακτιβιστής Mumia Abu-Jamal-«όσο υπάρχει το σκοινί περασμένο γύρω από τον λαιμό σου δεν θα υπάρχει ζωή πλούσιου λευκού που θα σεβόμαστε». Εγχειρίδιο πολιτικής επιβίωσης το άλμπουμ των Rage Against The Machine αναφέρεται στ δικαιώματα των μειονοτήτων, των γυναικών και των αστέγων, μιλά για την ιδεολογία της θρησκείας και της κατανάλωσης. Στο τέλος παραθέτουν διάφορα sites μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Το ίδιο δυναμικοί αν και παλιότεροι είναι ο Chumbawamba από το Λιντς. Πολιτικά όντα εκ πεποιθήσεως έφτιαξαν το γκρουπ για να περάσουν ευκολότερα τις απόψεις τους και το πέτυχαν όταν ένα σαρανταπεντάρι τους έκανε ρεκόρ πωλήσεων. Ο μεγάλος δίσκος απ’ όπου και το κομμάτι, το «Thubthumper», πέρα όλων των άλλων είχε δεκάδες εναλλακτικές ειδήσεις και αναλύσεις, Ένα φυλλάδιο ιδεολογιών το ίδιο σημαντικό με τη μουσική όπου οι Chumbas προσέφεραν τροφή στη σκέψη. Είναι όμως η συλλογή τους με τα πιο χαρακτηριστικά τους τραγούδια -το «Uneasy Listening»- που περιέχει το μανιφέστο τους: ο αναρχοσυνδικαλιστής, ήρωας του Ισπανικού Εμφυλίου, Durruti, εμφανίζεται στο εξώφυλλο ενώ από την πίσω μεριά η ομόδοξη του Emma Goldman δίπλα από το τσιτάτο, «αν δεν μπορώ να το χορέψω δεν είναι επαναστατικό»!
Χιούμορ, σαρκασμός, οξύ κοινωνικό σχόλιο με πολύ συναίσθημα και πάθος-αυτή είναι η κολεκτίβα των Chumbawamba και αυτός είναι ο Manu Chao πρώην ηγέτης των πολυεθνικών Mano Negra.Το πρώτο σόλο άλμπουμ τιτλοφορείται «Clandestino» και από την αρχή κι’ όλας τραγουδά για τις λάθρα ζώσες μειονότητες στην Γαλλία και αλλού. Γοητευμένος και αυτός από τους Ζαπατίστας αφιερώνει τον δίσκο στο EZLN-Μέτωπο για την Απελευθέρωση των (ιθαγενών) Τσιάπας. Το δεύτερο του lp «Proxima… Estacion…Esperanza» τραγουδά, «Que los hermanos esten unidos», «τα αδέλφια να είναι ενωμένα», δοξολογώντας τους λαούς και τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Φτιάχνει ένα ανεπάντεχο χιτ και εμφανίζεται μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατά της παγκοσμιοποίησης στη Γένοβα.
Πϊσω στη Γηραιά Αλβιόνα, οι Μanic Steet Preachers υπογράφουν -δια χειρός του αυτόχειρα Richey James το πιο σκληρό, ίσως, ροκ μανιφέστο στο «Τhe Holy Bible»- καταιγιστική κριτική της Δύσης με τίτλους κομματιών όπως, «Ιf White America Told The Truth For One Day It’s World Would Fall Apart». Από την άλλη, οι Leftfield, ονομάζουν την πρώτη τους δουλειά, «Leftism», «Αριστερισμός», έχοντας κομμάτια όπως το «Afro-Left». Είναι χαρακτηριστικό πως ένα από τα κομμάτια του δίσκου, το «Open Up», δεν ακούστηκε από τα διάφορα μίντια διότι περιείχε την φράση «Κάψτε το Χόλιγουντ». Ο επόμενος δίσκος τους ονομάζεται «Rhythm And Stealth» – το τελευταίο αναφέρεται, προφανώς, στα περίφημα stealth που ισοπέδωσαν την Σερβία. Αλλά και βετεράνοι σαν τον Joe Strummer έχουν κάτι να πουν. Δυο άλμπουμ γεμάτα πολιτική και μουσική στα χνάρια των Clash σε πλανητικό, όμως, επίπεδο. Λίγο πιο μακριά, στο Άμστερνταμ, οι Ex αποτελούσαν τον κινητήριο μοχλό μιας ομάδας αυτόνομων μουσικών που ζούσαν μαζί με τους καταληψίες κτηρίων. Το «Aural Guerilla» αποτελεί δείγμα μιας απίστευτα αντισυμβατικής μουσικής που θα συνεχιζόταν τις επόμενες δεκαετίες. Οι The Ex λειτουργούν εδώ και αρκετές δεκαετίες στήνοντας παράλληλα κυκλώματα με βάση το Άμστερνταμ. Δεκάδες άλμπουμ, σίνγκλ και συλλογές με κυρίαρχο το κοινωνικό χάος. Συνεργάζονται με κούρδους μουσικούς, γράφουν κομμάτια για τους αναρχικούς του Ισπανικού Εμφύλιου. Σε ένα τραγούδι τους: «άσε με να σου πω για τον Καρλ Μαρξ, έναν οραματιστή σε μια πισίνα γεμάτη καρχαρίες». Όμως και οι βρετανοί Primal Scream επηρεασμένοι από την ατμόσφαιρα της εποχής αφιερώνουν τον τελευταίο τους δίσκο στον παγκόσμιο τρομοκράτη, τις ΗΠΑ. Το «XTRMNTR» βρίθει φωτογραφιών με αεροπλάνα, βόμβες και πιλότους εν ώρα μάχης ενώ το σινγκλάκι τους, «Swastika Eyes» όπως και όλο το cd, είναι μια καταγγελία ενάντια στις δυτικές δυνάμεις και στη βάρβαρη πολιτική τους.
Βαθιά κοινωνικός είναι και ο Luke Haines που ενώ ξεκίνησε με ένα ποπ γκρουπ, τους Auteurs εξελίχθηκε σε έναν απροκάλυπτα πολιτικό σχολιαστή γράφοντας ένα δίσκο για την αναρχική ομάδα Baader-Meinhof με την Hate Socialist Collective αλλά και αργότερα, το «The Oliver Twist Manifesto» όπου κριτικάρει σκληρά τη σύγχρονη Ευρωπαϊκή πολιτική. Παράξενοι πολιτικοί ταξιδιώτες είναι και οι Καναδοί Godspeed You Black Emperor, με τα αργόσυρτα -αλά Sonic Youth- κιθαριστικά τους μοτίβα και συνθέσεις όπως το «The Dead Flag Blues» και το «Lift Yr. Skinny Fists Like Antennas To Heaven!».
Όλοι αυτοί οι «αντί», ροκ μουσικοί, ίσως και μερικοί άλλοι σαν τους αμερικανούς χαρντκοράδες Offspring με το «Americana» -τους μεταλλικούς Monster Magnet με το «Power Trip» ή τους βρετανούς Cornershop («Sleep On The Left Side») και τους ομόχρωμους τους Asian Dub Foundation -πολιτικοποιημένοι αντιρατσιστές («Community Music»)- ακόμα και οι Foo Fighters -του πρώην ντράμερ των Nirvana Dave Grohl- με το «Τhere Is Nothing Left To Lose»- όλοι αυτοί οι μουσικοί- και άλλοι νεώτεροι- που έχουν ιδεώδη λειτουργούν απομονωμένοι, εγκλωβισμένοι οι πιο πολλοί στα παιγνίδια κέρδους και εξουσίας των μεγάλων δισκογραφικών.
Αλλά, τουλάχιστον είναι εδώ για να μας θυμίζουν πως υπάρχουν και στο ροκ μουσικοί με κοινωνική συνείδηση!
Υ.Γ. Έπεται η συνέχεια…
[ Το κείμενο αυτό αποτελεί αναθεωρημένη έκδοση παλιότερου]
Δείτε το πρώτο μέρος εδώ